Κάποιοι φοβούνται τον πόλεμο με την Τουρκία, ενώ βρισκόμαστε εδώ και είκοσι περίπου χρόνια σε εμπόλεμη κατάσταση, η οποία έχει ωριμάσει, εμπεδωθεί και εξελιχθεί σε ιδιότυπη κατοχή. Ενώ είμαστε κιόλας υποδουλωμένοι, υπό καθεστώς ασφυκτικού ελέγχου, με μειωμένη κυριαρχία και λεηλατημένη οικονομία, με κυβερνήσεις αποικιακής μορφής και με τις βασικές διατάξεις του Συντάγματος παραβιασμένες, αισθανόμαστε ότι μας απειλεί κι άλλος ένας πόλεμος. Δύο, λοιπόν, πόλεμοι εναντίον μας, ένας οικονομικός, πολιτικός και κοινωνικός σε προχωρημένο στάδιο και ένας, στρατιωτικός, σαν ορατή απειλή στον ορίζοντα, διαφορετικοί στη μορφή και το περιεχόμενό τους, αλλά με έναν αξιοπρόσεκτο και φαινομενικά παράδοξο παρονομαστή: και ο ένας και ο άλλος προέρχονται από τους συμμάχους μας! Δηλαδή, οι εχθροί είναι αυτοί με τους οποίους έχουμε συμμαχήσει και στους οποίους έχουμε εναποθέσει τη μοίρα μας για να έχουμε το κεφάλι μας ήσυχο, για να είμαστε ισχυροί και ασφαλισμένοι απέναντι σε κάθε απειλή.
Έχουν, λοιπόν, δίκιο οι πολίτες που φοβούνται ότι στις τρέχουσες συμφορές μας δεν είναι καθόλου απίθανο να προστεθούν κι άλλες. Μπορεί ο Καμμένος κι ο Κατρούγκαλος να πετάνε κοτσάνες, όλοι όμως αντιλαμβάνονται ότι:
α. ο εξ ανατολών «σύμμαχος» είναι αντικειμενικά ισχυρότερος λόγω μεγέθους πληθυσμού και μέσων, οικονομικού σφρίγους, στρατιωτικής εμπειρίας, γεωφυσικής μορφολογίας κ.λπ., και έχει μεγαλύτερο γεωπολιτικό εκτόπισμα και
β. υποκειμενικά η χώρα έχει αποδυναμωθεί πάρα πολύ από τον εν εξελίξει εκ Δύσεως πόλεμο που την έχει στραγγαλίσει οικονομικά, της έχει αφαιρέσει εξουσία αυτοδιάθεσης και, ίσως το πιο σημαντικό, την έχει καταβαραθρώσει ηθικά και ψυχολογικά. Για να μην αναφερθώ και σε άλλους παράγοντες αποφασιστικής σημασίας όπως είναι η μετανάστευση στο εξωτερικό εκατοντάδων χιλιάδων νέων που με βάση την ιστορική εμπειρία δεν θα επιστρέψουν μαζικά σε καιρό πολέμου για να επιστρατευθούν. Ή ότι η χώρα δεν διαθέτει πλέον την διατροφική επάρκεια που είχε στο πρόσφατο παρελθόν, αλλά και ότι στις ακριτικές της περιοχές ο εντόπιος πληθυσμός είναι απελπιστικά γερασμένος και μειωμένος καθιστώντας οποιαδήποτε άμυνα περισσότερο προβληματική.
Με ποιους;
Οι Ευρωπαίοι «σύμμαχοί» μας έστρωσαν θαυμάσια το έδαφος για κάθε άλλον που θέλει να κάνει ένα περίπατο με μπότες στην εξουθενωμένη χώρα μας. Εξαγόρασαν και έβαλαν στην υπηρεσία τους το πολιτικό και το καθεστωτικό δημοσιογραφικό προσωπικό και προχώρησαν στην καταστροφή κάθε αμυντικής μας γραμμής.
Με ποια πολιτική ηγεσία θα δοθεί ο νέος αγώνας από τη στιγμή που έχουν όλοι βάλει την κατάπτυστη υπογραφή και έχουν διακομματικά εν χορώ παραδώσει αμαχητί τη χώρα στους βόρειους «συμμάχους» για να την κουμαντάρουν και να τη λεηλατήσουν απεριόριστα;
Πόσο μπορεί μία χώρα να οργανώσει την αντίστασή της όταν η ηγεσία της στο σύνολό της είναι υποχείριο των δυναστών του λαού της; Κι όταν για δεκαετίες ολόκληρες δεν έγινε καμία σοβαρή προσπάθεια καλλιέργειας σοβαρών και σε βάθος σχέσεων με κανέναν από τους γείτονές μας, τα κράτη με τα κράτη, τα κόμματα με τα κόμματα, τα πανεπιστήμια με τα πανεπιστήμια, τα σχολεία με τα σχολεία, οι καλλιτέχνες με τους καλλιτέχνες, οι διανοούμενοι με τους διανοούμενους, οι παπάδες με τους παπάδες, οι περιβαλλοντολόγοι με τους περιβαλλοντολόγους, οι δημοσιογράφοι με τους δημοσιογράφους, οι μελισσοκόμοι με τους μελισσοκόμους, οι λαοί με τους λαούς; Ποτέ! Ούτε φίλους ούτε «μαξιλάρι» έχουμε γύρω-γύρω. Οι δε Ευρωπαίοι και Αμερικάνοι ξέρουμε πώς θα νίψουν τας χείρας τους. Το θυμόμαστε κι από τη Σμύρνη. Γι’ αυτό ό,τι και να μας συμβεί, κανένας δεν θα μας κλάψει. Στους λαούς των Βαλκανίων, ειδικά από το 1990 και μετά, έφτασε μόνο η περιφρόνηση που συστηματικά ξερνούν οι εθνικιστές, οι ρατσιστές και οι μισάνθρωποι. Δεν έφτασε δυνατά καμία άλλη φωνή, φιλική, ενωτική, ρηγαφεραίικη.
Πού και πώς
Πού είναι η κοινωνία των πολιτών; Πώς απονευρωθήκαμε έτσι; Πού είναι οι προοδευτικοί άνθρωποι; Πού είναι οι ακτιβιστές και οι διεθνιστές; Πώς αφέθηκε τόσο πεδίο ελεύθερο στους Χρυσαυγίτες, τους Άνθιμους, τους Γεωργιάδηδες και τους Αμβρόσιους να δηλητηριάζουν τις σχέσεις μας; Πού είναι οι εναλλακτικές δράσεις και πολιτικές που θα αντιστάθμιζαν και θα εξουδετέρωναν τις σιχαμερές κραυγές των φανατικών; Οι προοδευτικοί και οι δημοκράτες δίκαια φρόντισαν για την περίθαλψη των προσφύγων, αλλά δεν ακούστηκαν δυνατές φωνές για την ανίερη συμπόρευση της κυβέρνησης με τους ηγέτες του Ισραήλ, της Αιγύπτου και της Σαουδικής Αραβίας. Ούτε φαίνεται να ανησυχεί κανείς με τον Καμμένο (που προχτές ακόμα έπαιζε ρουλέτα στο καζίνο) επικεφαλής του ελληνικού στρατού σε περίπτωση σύρραξης και με τον Κοτζιά (που χόρευε περιχαρής δίπλα στους υπουργούς του ΝΑΤΟ) κεντρικό διαπραγματευτή των εθνικών συμφερόντων!
Έχει καμία τύχη αυτή η χώρα, μ’ αυτά τα δεδομένα, σε εποχές μεγάλων αναταραχών και ανακατατάξεων όπου κανένα σύνορο δεν θεωρείται σταθερό και κανένας λαός σίγουρος για την ασφάλειά του;
Ω, θεοί του Ολύμπου, της Πίνδου, του Μαίναλου, του Ταΰγετου και του Ψηλορείτη, συγχωρέστε μας για όλες τις ύβρεις και τα ανοσιουργήματα και λυπηθείτε μας!
Βαρύς κι ασήκωτος,
Γκαούρ