Όταν όλοι θρηνούσαν την ήττα ο Μιχάλης Κατσαρός επέμενε να υμνεί την Αντίσταση… Και αυτό συνέβη (όπως σημειώνει ο Μανόλης Αναγνωστάκης) διότι υπάρχουν ποιητές που συνειδητοποίησαν πρώιμα την πραγματικότητα, που «προφήτεψαν» ότι έμελλε να συμβεί, που οι ίδιοι δεν υπήρξαν ηττημένοι… Από τους μεγαλόσχημους και μεγαλόστομους ποιητές και τους πολυδιαβασμένους αριστερούς διανοητές ήταν ο μόνος που είδε την κατάσταση όπως ήταν και όχι όπως θα θέλαμε να είναι… Δεν έχουμε παρά να ανατρέξουμε και πάλι τις ποιητικές του συλλογές, να ξαναθυμηθούμε τους εμβληματικούς του στίχους χάρη στην πνευματική συνδρομή που μας προσέφερε πρόθυμα ο γιός του Ποιητή Στάθης Κατσαρός. Αφορμή υπήρξε η έκδοση του βιβλίου «Μείζονα Ποιητικά» του Μιχάλη Κατσαρού στην οποία περιλαμβάνονται τα ιστορικά έργα Μεσολόγγι – Κατά Σαδδουκαίων – Οροπέδιο αλλά και ανέκδοτα ποιήματά του που βρέθηκαν στο αρχείο του. Το βιβλίο «Μείζονα Ποιητικά» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Τόπος σε επιμέλεια του εκδότη και συγγραφέα Αρη Μαραγκόπουλου.

 του Στάθη Κατσαρού

Το Μέλλον και η ξηρασία

Να αρχίσω με το περίφημο: « Μην αμελήσετε. Πάρτε μαζί σας νερό. Το μέλλον μας έχει πολλή ξηρασία». Πιστεύω ότι ο ποιητής, όπως και ο συνθέτης, γεννιέται. Αυτό το τελευταίο, δηλαδή για το συνθέτη, αυτόν που συνθέτει μουσική, ένα τραγούδι, μια μελωδία κι εγώ δεν το είχα συνειδητοποιήσει, αλλά έχοντας ασχοληθεί τελευταία με τη μουσική, μού το επιβεβαίωσαν οι περισσότεροι μουσικοί με τους οποίους μίλησα. Άλλωστε είναι ανιχνεύσιμο με το αυτί σε συνδυασμό και με την κοινή λογική. Μπορεί ο Μίκης να σπούδασε μουσική στα καλύτερα σχολεία, να μελέτησε με τους καλύτερους δασκάλους, αλλά δεν τον έκαναν αυτά όλα Θεοδωράκη. Είχε γεννηθεί έτσι, ήταν δηλαδή στο DNA του. Απλά η μελέτη τον βοήθησε «να γίνει αυτός που ήταν». Αντίθετα ο Σαββόπουλος έμαθε τρία ακόρντα στην κιθάρα, αλλά αυτό δεν τον εμπόδισε να γράψει τις υπέροχες μελωδίες του, που είναι πιο εμπνευσμένες από αυτές που γράφουν μεγάλοι και σπουδαγμένοι συνθέτες. Έτσι είναι κι ο ποιητής. Η αριστερή αλλά και η αστική προοδευτική διανόηση από εποχής Τζων Λοκ, έχοντας στραφεί προς τον αγώνα για την αλλαγή των κοινωνικών συνθηκών, της παιδείας κ.λπ., ήταν ως προς την κληρονομικότητα κάπως αρνητική, έως εχθρικότατη, βοηθούντος και του σταλινικού Λυσενκοϊσμού, οι θιασώτες του οποίου δεν έπεισαν τελικά το στάρι να φυτρώσει στη Σιβηρία, αλλά πάντως έπεισαν την Γκε Πε Ου να φυτέψει αρκετούς γενετιστές στο χώμα της χώρας όλων των προλετάριων. Ο ποιητής γεννιέται. Και αυτό τον κάνει να διαφέρει από τον ποιητή του σαββατοκύριακου ή τον «ποιητή του γραφείου», όπως είπε κι ο Άρης Μαραγκόπουλος σε μια παρουσίαση του βιβλίου «Μείζονα Ποιητικά», στην ΕΡΤ. Ο Μιχάλης Κατσαρός, λοιπόν, είχε τη ματιά του ποιητή από μικρός. Και πολλά από αυτά που έγραψε ήταν παιδικές μνήμες.

Παράδειγμα η ξηρασία. Είναι πια γνωστό, ότι μια από τις οικολογικές δαμόκλειες σπάθες που κρέμεται πάνω από τα κεφάλια της ανθρωπότητας, είναι και το χαμήλωμα του υδροφόρου ορίζοντα, η ρύπανση και η σπάνις του καθαρού νερού. Η Τριφυλία, από παλιά αντιμετώπιζε λειψυδρία. Στους Μύλους, ένα κοντινό χωριό της Κυπαρισσίας, που ήταν γεμάτο νερόμυλους στα προπολεμικά χρόνια, λόγω της υπεράρδευσης, της αποψίλωσης και άλλων, τη δεκαετία του πενήντα πια το νερό είχε στερέψει εντελώς. Στην ίδια την πόλη της Κυπαρισσίας, (το θυμάμαι κι εγώ αυτό), νερό υπήρχε μόνο για λίγες ώρες. Βέβαια του Μωραΐτη ο λαιμός ζυγόν δεν υπομένει, και όλοι είχαν ντεπόζιτα, που γέμιζαν αν άφηνες τη βρύση ανοιχτή για τις δυο-τρεις ώρες που υπήρχε το νερό.

Ο ποιητής λοιπόν με το ευαίσθητο κριτήριό του είδε αυτό το εντελώς παράλογο φαινόμενο και το έκανε ποίημα. Δεν είχε σκοπό να μελλοντολογήσει. Είχε την πρόθεση να κάνει ποίηση. Η ξηρασία έχει πολλές συμπαραδηλώσεις, μεταφορικές και άλλες, και ανατρέχει στα μεγάλα και γενικά. Όλα όμως ξεκίνησαν από ένα πεζό και καθημερινό γεγονός, μεγάλο όμως σε σημασία, ιδωμένο με ένα άλλο, ποιητικό μάτι.

Το αστείο είναι, ότι όταν μετά το θάνατο του πατέρα μου για να τον τιμήσει ο Δήμος, έβαλε μία αναμνηστική πλάκα σε μια βρύση της Πάνω Πόλης της Κυπαρισσίας με το απόσπασμα από το ποίημα που είχε το στίχο: «Μην αμελήσετε, πάρτε μαζί σας νερό». Το «μέλλον μας έχει πολλή ξηρασία» έλλειπε. Προφανώς ο παλιός δήμαρχος, σκέφτηκε «άσε τώρα, ας μη θίξουμε τα περί νερού, έρχονται και εκλογές».

Ο ποιητής γεννιέται. Και αυτό τον κάνει να διαφέρει από τον ποιητή του σαββατοκύριακου ή τον «ποιητή του γραφείου», όπως είπε κι ο Άρης Μαραγκόπουλος σε μια παρουσίαση του βιβλίου «Μείζονα Ποιητικά», στην ΕΡΤ. Ο Μιχάλης Κατσαρός, λοιπόν, είχε τη ματιά του ποιητή από μικρός. Και πολλά από αυτά που έγραψε ήταν παιδικές μνήμες

Οι Βησιγότθοι

Αντίστοιχη νεανική μνήμη ήταν οι Βησιγότθοι. Από ό,τι έλεγε ο ίδιος, είχαν έναν καθηγητή Ιστορίας, που είχε τη συνήθεια να αγορεύει, αφού πρώτα έκανε κόμπους τις άκρες του μαντηλιού του και το φόραγε σαν καπέλο (αυτό στα δικά μας παιδικά χρόνια το έκαναν οι χτίστες, αλλά όχι οι καθηγητές, ίσως παλιά το συνήθιζαν και αυτοί, νομίζω το είδα και στο Άμαρκορντ, ένας δάσκαλος έκανε το ίδιο). Φαίνεται, στα παιδιά και τότε τους φαινόταν αστείος, ιδίως όταν, ενώ τους Ούννους και τους άλλους βαρβάρους τους παρίστανε σαν επικίνδυνα λεφούσια που κατεβαίνανε από το βορρά, για κάποιο λόγο τους Βησιγότθους τους υποτιμούσε και τους αντιμετώπιζε με περιφρόνηση και τους ανέφερε κουνώντας απαξιωτικά τα δάχτυλά του «–Καλά, μετά ήρθαν οι Βισηγότθοι…» Κι έτσι από όλα τα παιδιά του σχολείου που κορόιδεψαν τον ανώνυμο ιστορικό αυτόν, βρέθηκε και ένα που αργότερα τον απαθανάτισε στο ποίημα και τον έκανε ερήμην του «κτήμα εσαεί».

 Οι Σαδουκαίοι

Ένα ερώτημα πάντα πλανάται στον αέρα, πώς ένα επαρχιωτόπουλο σαν το Μιχάλη Κατσαρό ήξερε για τους Σαδδουκαίους. Και τι ήταν στην πραγματικότητα αυτοί οι Σαδδουκαίοι. Καταρχήν η επαρχία τότε, τουλάχιστον στην Κυπαρισσία για την οποία έχω ακούσει από τους παλιότερους, δεν ήταν ακριβώς όπως τη φανταζόμαστε κι όπως την είδαμε να φθίνει πολιτιστικά τα τελευταία χρόνια, παρ’ όλη την οικονομική της σχετική ευμάρεια. Μέσα στην προπολεμική ανέχεια, την ξυπολιά και τη φυματίωση που θέριζε, υπήρχαν πυρήνες νέων που είχαν πληροφόρηση για το τι γινόταν στην Αθήνα. Φυσικά πρώτα ερχόντουσαν τα τραγούδια της εποχής και οι χοροί. Είναι περίεργο για μας σήμερα, αλλά χωρίς τηλεοράσεις και ραδιόφωνα όχι μόνο από την πρωτεύουσα αλλά και από τας Ευρώπας και την Αμερική φτάνανε, από στόμα σε στόμα οι νέες μόδες. Η μάνα μου μού έλεγε ότι ακόμα και μια αγγλική τρέλα, ο χορός Λάμπεθ Γουώκ, είχε κατακτήσει τους νέους για λίγο. Έμαθα μετά (το youtube να’ ναι καλά) ότι επρόκειτο για ένα νούμερο σε επιθεώρηση με θέμα τους κόκνις του Λονδίνου! Και βέβαια υπήρχε η Διάπλαση των παίδων, όπου έγραφαν τα παιδιά με ψευδώνυμο. Αργότερα είχε και σελίδα με αλληλογραφία, κάτι σα το Φέισμπουκ του τότε. Η μεγαλύτερη αδερφή του, η Χάιδω Μπακοπούλου έστελνε συνεργασίες της, με το ψευδώνυμο Αράπω, που ήταν και το παρατσούκλι με το οποίο την φώναζαν τα αδέρφια της, επειδή ανάμεσα στους μελαμψούς Κατσαραίους ήταν η μελαμψώτερη (και ωραιότερη). Η ίδια δεν συνέχισε με τη λογοτεχνία όπως τα δύο μικρότερα αδέρφια, ο Μιχάλης κι ο Κώστας (κι αυτός έγραφε ποιήματα και μετέφραζε από τα ιταλικά, που τα είχε μάθει μόνος του). Ούτε οι κόρες της, αν και διαβασμένες. Το περίεργο όμως είναι ότι ο εγγονός της, ο Dean Bakopoulos, από το γιό της που έφυγε στην Αμερική μικρός και ζει εκεί, θεωρείται καλός νέος Αμερικανός συγγραφέας.

Ο ποιητής Κατσαρός έχει περάσει από την Αθήνα σαν ένας περίεργος τύπος, σουρεαλιστικά συμπεριφερόμενος, καμιά φορά ασυνάρτητος, εκκεντρικός. Αυτό είναι ό,τι φαίνεται. Στην πραγματικότητα όμως, αποδεικνύεται ότι ήταν ο πιο προσγειωμένος

Φυσικά δεν υπήρχε τότε η πληροφόρηση για όλα τα μοντέρνα λογοτεχνικά ρεύματα, γι’ αυτό οι περισσότεροι έγραφαν σε ύφος δημώδες, ή πιο σπάνια Καρυωτακικό. Ο Κατσαρός μετά τον πόλεμο ήρθε σ’ επαφή με τη σύγχρονη ποίηση και το σουρεαλισμό, κυρίως μέσω της αριστερής Ομάδας Νέων Λογοτεχνών, της οποίας ήταν δραστήριο μέλος.

Τότε κυκλοφορούσαν και περισσότερα βιβλία, κάποια με συνδρομητές. Σε μια σειρά που είχε αγοράσει ο αδερφός του ποιητή, ο Κώστας, που λεγόταν «100 Αθάνατα έργα» εντόπισα τις απαρχές ίσως των Σαδδουκαίων. Η σειρά αυτή υποτίθεται ότι ήταν ένας πυρήνας βασικών βιβλίων για να αρχίσει ένας νέος να συγκροτεί τη βιβλιοθήκη του και πραγματικά μέσα σ’ αυτά έβρισκε κανείς πολλά κείμενα από αυτά που θεωρούνται απαραίτητα να τα έχει διαβάσει κανείς.

Η βιβλιοθήκη του σπιτιού τους, κυρίως του αδελφού του Κώστα, είχε εμπλουτιστεί με πολλούς τόμους από αυτή τη σειρά, μεταξύ των οποίων ο Μικρομέγας και άλλα φιλοσοφικά έργα του Βολταίρου, που αγοράστηκε την ίδια χρονιά που γράφτηκαν οι Σαδδουκαίοι. Σε κάποια σελίδα αυτού του βιβλίου αναφέρεται η συγκεκριμένη εβραϊκή σέκτα, που «ηρνείτο την αθανασία της ψυχής και στηριζόταν μόνο στο νόμο του Μωυσή». Στην επόμενη σελίδα φαίνεται υπογραμμισμένο, ίσως απ’ τον Μιχάλη Κατσαρό, ένα εδάφιο όπου ο Βολταίρος εκφράζει τη διαφωνία του στο ότι «η μισαλλοδοξία και ο καταναγκασμός είναι πράγματα θεμιτά» και παρακάτω «πρέπει να είσαι άνθρωπος πριν να είσαι χριστιανός».

Όντως οι Σαδδουκαίοι ήταν αυτό που αναφέρει ο Κατσαρός στο ποίημα. Ήταν «η αριστοκρατία του Ναού» δηλαδή μία σέκτα της θρησκευτικής ιεραρχίας που είχε τα δικά της δόγματα (π.χ. δεν πίστευαν στη μετά θάνατον ζωή) και κυρίως τα δικά της συμφέροντα. Οι Σαδδουκαίοι διαχειρίζονταν τα διοικητικά και τα οικονομικά του Ναού του Σολομώντα κι έτσι αντιπροσώπευαν τις ανώτερες ελίτ της ιουδαϊκής κοινωνίας. Αν και υλιστές, η ορθοδοξία τους ήταν άκαμπτη, αλλά μόνο όσον αφορά τις τελετές, η θρησκεία δηλαδή ήταν μέσον γι’ αυτούς, ενώ ο σκοπός τους ήταν να τάχουν καλά με το καθεστώς της ρωμαϊκής κατοχής και να διασκεδάζουν σαν ηγέτες ενός υποταγμένου λαού. Ο Άννας και ο Καϊάφας ήταν Σαδδουκαίοι. Δεδομένου λοιπόν ότι το ανώτερο κοινωνικό στάτους που απολάμβαναν το στήριζαν στα ιερά βιβλία, οι Σαδδουκαίοι προσφέρονται για μια μεταφορά για τις κομματικές και ιδεολογικές ελίτ κάθε είδους και έτσι το χρησιμοποίησε ο ποιητής.

Ελευθερία ανάπηρη

Το ότι ο Κατσαρός ήταν ένας αληθινός ποιητής φαίνεται κι από το γεγονός της λογοκρισίας ή της ερήμην του «αυτολογοκρισίας» του ποιήματος «Η Διαθήκη μου» από «προοδευτικούς διανοούμενους». Φυσικά όλοι ξέρουμε ότι ένας από τους λογοκριτές του ήταν κι ο Βουρνάς, άλλωστε το έχει αναγνωρίσει και έχει απολογηθεί κι ο ίδιος. Και μάλιστα σε ένα μεταγενέστερο άρθρο του στην Αυγή είχε υπερασπιστεί τον ποιητή απέναντι σε μια άλλη «αυτολογοκρισία» των Σαδδουκαίων, που την έκανε ο ίδιος ο Μίκης για να περάσει το Ορατόριο από τους λογοκριτές της Ανατολικής Γερμανίας στο Βερολίνο. Ο ίδιος ο μουσουργός μού είχε εκμυστηρευτεί ότι, παρόλα αυτά, στο θέατρο σηκώθηκαν οι νέοι του Κόμματος, διαμαρτυρήθηκαν και φώναξαν ότι το έργο ήταν αντικομματικό. Φαίνεται τότε, μεσουρανούσης της Στάζι στο Ανατολικό Βερολίνο, η Αριστερά δεν ήταν τόσο αριστερόστροφη για το Μίκη, ώστε να τη χαρακτηρίσει φασιστική. Τώρα του ξανακάηκε… Ίσως, πάντως, ανάμεσα στους νέους που σφύριξαν το Μίκη, να βρισκόταν και ο Έγκον, ο τότε γραμματέας της κομμουνιστικής νεολαίας και τελευταίος ηγέτης της Ανατολικής Γερμανίας, του οποίου τη σταλινική ιδεολογία πλάκωσε το Τείχος πέφτοντας.

Τα της αρχικής λογοκρισίας τα έχει γράψει σε άρθρο του ο Στάθης Μάρας. Αυτό ήταν το φιλολογικό ψευδώνυμο ενός ξαδέρφου μου, από τη μάνα μου, του Στάθη Κατσαρελά, που ήταν συγγραφέας και λόγιος. Σε ηλικία 16 χρονών, προσχώρησε στο κίνημα, στη διάρκεια των Δεκεμβριανών. Έβγαλε φωτογραφία με την καινούρια στολή και το σηματάκι του ΕΛΑΣ στο πηλίκιο, οι μεγαλύτεροι συγγενείς (όχι όλοι) τού ευχήθηκαν συγκινημένοι και πριν προλάβει να ρίξει την πρώτη του σφαίρα, στην πρώτη του στρατιωτική επιχείρηση οι Εγγλέζοι τον κάνανε τσακωτό μαζί με όλη την ομάδα. Ήταν κάποιος χαφιές ανάμεσα στα παιδιά και τους έδωσε στους Άγγλους. Η μάνα μου, η θεία του δηλαδή, παίρνει άλλη μια συγγενή, γαλλομαθή, και μια και δυο πάνε στον Άγγλο διοικητή με το αίτημα: «–Κρατήστε τον μέσα το μικρό, μην τον αφήσετε.» Ήξεραν ότι αν τον άφηναν μπορεί να τον δολοφονούσαν οι δεξιοί. Έτσι ο Μάρας βρέθηκε στην Ελ Τάμπα, στρατόπεδο συγκέντρωσης των Εγγλέζων στη Μέση Ανατολή. Και επέζησε. (Αυτά είναι εκτός θέματος αλλά δείχνουν την εποχή. Ο Μάρας πέθανε σε μεγάλη ηλικία, για την ακρίβεια τον πάτησε με το αυτοκίνητο ένας δημοσιογράφος, συμπτωματικά δεξιός, ονόματι Δημήτρης Ρίζος. Κάποια σάιτ γράφανε μετά: Γλύτωσε τα Δεκεμβριανά και πήγε από τις ρόδες του Ρίζου).

Όταν λοιπόν ο Μάρας γύρισε από την εξορία στη Μέση Ανατολή, μπήκε σε μια ευρύτερη παρέα, στην οποία ανήκε η μάνα μου, η Κούλα Μαραγκοπούλου η ζωγράφος, ο Μιχάλης Κατσαρός, και ο αδερφός της Πολυδούρη, μετέπειτα. Ένα απόγευμα, λοιπόν, στο καφενείο που σύχναζαν, είδαν στο περιοδικό το λογοκριμένο ποίημα. Όλοι προέτρεψαν τον Κατσαρό να στείλει επιστολή διαμαρτυρίας. Εκείνος δήλωσε ότι θα το σκεφτεί. Την άλλη μέρα εμφανίστηκε με το ποίημα «Το Υστερόγραφο» το οποίο και έστειλε στο περιοδικό. Αυτά συμβαίνουν την ίδια περίοδο, που ζούσαν με τον Θεοδωράκη στο υπόγειο του Χαλανδρίου και, από ό,τι μου έλεγε ο ίδιος ο μουσικός, τσακωνόντουσαν για τα πολιτικά. «Εγώ ήμουν Σταλινικός» μου είχε πει ο Μίκης. Όμως τους Σαδδουκαίους τους εκτιμούσε πάντα.

Στο ποίημα «Υστερόγραφο» υπάρχει και το «Ελευθερία ανάπηρη πάλι σου τάζουν». Δηλαδή κι εδώ ο Κατσαρός φέρθηκε σαν ποιητής. Τα στελέχη του κομματικού μηχανισμού δε θα τα θυμάται κανείς, και κάποτε και το συγκεκριμένο κόμμα, και ο διχασμός του Εμφύλιου, που τον ζούμε ακόμα, θα είναι μια μικρή παράγραφος στην ανθρώπινη Ιστορία, το ποίημα όμως θα μείνει και θα λειτουργεί έξω από συγκυρίες και πάνω από την Ιστορία ή μάλλον θα διαπερνά την Ιστορία. Και η ελευθερία είναι ένα ιδανικό, πάντα θα μιλάμε γι’ αυτή, πάντα θα μας την τάζουν και πάντα θα είναι ανάπηρη (όπως και τη δημοκρατία, γεγονός που συνήθως το ξεχνάμε). Όχι απαραίτητα σαν τη Liberte που ποτέ δεν έγινε Egalite, έγινε μόνο μία με το ζόρι και τα κλόμπ fraternite, ούτε μόνο για τον περίφημο Ελεύθερο Κόσμο του Ψυχρού Πολέμου, ούτε για την σημερινή Liberty των Αμερικάνικων βομβαρδισμών, ή το αόρατο χέρι τής ελεύθερης αγοράς, που περιμένουμε εναγωνίως να μας κανονίσει, ενώ βλέπουμε ότι το μόνο που κάνει είναι, λόγω στασιμο-πληθωρισμού, να παίζει ταμπούρλο με τα δάχτυλα πάνω στα τραπεζικά γραφεία, βαριεστημένα. Και εδώ στην Ελλάδα, ενίοτε να μας μουντζώνει. Μπορεί να είναι και η ελευθερία του σαμπουάν που αν το λουστεί μια γυναίκα δε θα γίνει μόνο ωραία, αλλά και ελεύθερη, ή την ελευθερία που μας τάζουν τα ταξιδιωτικά γραφεία και η οποία θα πραγματωθεί αν θαυμάσουμε το Τατζ Μαχάλ δίπλα από τον βρωμερό από την πλαστικούρα και τις χημικές βιομηχανίες Γιάμουνα, τον πάλαι ποτέ ιερό παραπόταμο του Γάγγη. Δεν υποβαθμίζω το πολιτικό μήνυμα της ποίησης του Κατσαρού, όμως δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι προέρχεται από έναν ποιητή.

Ο Άννας και ο Καϊάφας ήταν Σαδδουκαίοι. Δεδομένου λοιπόν ότι το ανώτερο κοινωνικό στάτους που απολάμβαναν το στήριζαν στα ιερά βιβλία, οι Σαδδουκαίοι προσφέρονται για μια μεταφορά για τις κομματικές και ιδεολογικές ελίτ κάθε είδους και έτσι το χρησιμοποίησε ο ποιητής

Αντισταθείτε

Εμείς στο σινεμά, τουλάχιστον όσοι κλίνουν προς το κλασικό κινηματογράφο, λέμε ότι ένα επιτυχημένο σενάριο, πρέπει να ακολουθεί την εντολή «Τίποτα δεν είναι αυτό που φαίνεται». Δηλαδή το στόρι πρέπει να έχει ανατροπές, κρίσιμα σημεία που αλλάζουν την πορεία της ιστορίας, αποκαλύψεις, κ.λπ. Ακόμα και στα πιο μοντέρνα σενάρια και τον ποιητικό κινηματογράφο ο σεναριογράφος υπακούει σ’ αυτή την επιταγή. Οι μύθοι και οι αρχαίοι τραγικοί ποιητές ακολουθούσαν την ίδια αυτή τεχνική. Επί παραδείγματι ο Οιδίποδας, σαν ντετέκτιβ ξεκινάει να εξιχνιάσει ένα φόνο αλλά στο τέλος ανακαλύπτει, ότι απολύτως τίποτα δεν ήταν αυτό που φαινόταν και ότι ο ίδιος, εκτός από ντετέκτιβ, είναι συγχρόνως κι ο δολοφόνος αλλά και το θύμα.

Αν δούμε τον Κατσαρό κάτω από αυτό το πρίσμα, μάς εμφανίζεται το εξής: Ο ποιητής έχει περάσει από την Αθήνα σαν ένας περίεργος τύπος, σουρεαλιστικά συμπεριφερόμενος, καμιά φορά ασυνάρτητος, εκκεντρικός. Αυτό είναι ό,τι φαίνεται. Στην πραγματικότητα όμως, αποδεικνύεται ότι ήταν ο πιο προσγειωμένος. Από τους μεγαλόσχημους και μεγαλόστομους ποιητές και τους πολυδιαβασμένους αριστερούς διανοητές και ήρωες ήταν, με μερικές εξαιρέσεις, (αναφέρω ενδεικτικά τον Αλεξάνδρου και τον Αναγνωστάκη), ο μόνος που είδε την κατάσταση όπως ήταν και όχι όπως, μέσα στα πλατωνικά σύννεφα των επιθυμιών μας, θα θέλαμε να είναι. Και φυσικά, όταν όλοι θρηνούσαν μετά την ήττα, εξακολούθησε να υμνεί την Αντίσταση. Μόνο που τώρα θα έπρεπε να αντισταθούμε σε άλλα πράγματα, κυρίως στον εαυτό μας. Δεν είναι φιλόσοφος, αλλά βρίσκεται πολύ κοντά στο «έγκλημα να μην σκεφτόμαστε» της Άρεντ, που σήμερα δεν αφορά μόνο στα μεγάλα εγκλήματα της ανθρωπότητας, αλλά και στα καθημερινά πολύ μικρά πταίσματα, που όμως όταν τα διαπράττουν δισεκατομμύρια ανθρώπων, μπορούν να φέρουν την καταστροφή.

Το ρήγμα σ’ αυτό το μπετόν

Νομίζω ότι η αίσθηση αυτή, της περικύκλωσης, είναι σύμφυτη με τη ζωή πολλών μεγάλων ποιητών. Εδώ το ποίημα θυμίζει Καβάφη με τα τείχη. Ο Μιχάλης Κατσαρός ας μην ξεχνάμε ότι έγραφε σε μια έξαλλη εποχή περιστοιχιζόμενος από χιλιάδες ανθρώπους που δεν έβλεπαν τίποτα, και μάλιστα, τη στιγμή που κι εκείνοι που δεν έβλεπαν, περιστοιχίζονταν από χιλιάδες τυφλωμένους από λύσσα που ‘θέλαν να τους εκτελέσουν. Γιατί αυτή ήταν η κατάσταση στα μεταπολεμικά χρόνια. Όμως έγραψε και κάτι άλλο:

 Εγώ πάλι μέσα στο πλήθος
μαζεύω τους σκόρπιους σπόρους μου
για την καινούργια μακρινή μου ανάσταση
μαζεύω.

Επιμέλεια: Σταμάτης Μαυροειδής

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!