Η παρέμβαση των «από κάτω» έναυσμα για μία αριστερή περιβαλλοντική νομοθεσία

Της Αιμιλίας Βουλβούλη*

 

Την προηγούμενη εβδoμάδα έγινε γνωστό ότι το υπουργείο Παραγωγικής Ανασυγκρότησης αποφάσισε να ανακαλέσει την θεώρηση της Αρχιτεκτονικής και Ηλεκτρομηχανολογικής Μελέτης της Μονάδας Εμπλουτισμού Σκουριών, προκειμένου να διενεργηθεί έλεγχος για το κατά πόσο αυτές οι μελέτες είναι σύμφωνες με τις κείμενες πολεοδομικές και περιβαλλοντικές διατάξεις. Η απόφαση αυτή κρίθηκε επιβεβλημένη, εξαιτίας της ύπαρξης έγγραφων καταγγελιών που αφορούν την παραβίαση της περιβαλλοντικής νομοθεσίας και κατ’ επέκταση του δημόσιου συμφέροντος, αφού η προστασία του περιβάλλοντος κρίνεται ωφέλιμη για το δημόσιο συμφέρον.

Η απόφαση είναι προς τη σωστή κατεύθυνση, για δύο λόγους:

Ο πρώτος αφορά την περιβαλλοντική νομοθεσία, της οποίας βέβαια την τήρηση οφείλει να προασπίζει το κράτος και ως εκ τούτου η απόφαση του υπουργείου κρίνεται σωστή προκειμένου να ελέγξει εάν οι συγκεκριμένες μελέτες υπόκεινται σ’ αυτή.

Ο δεύτερος λόγος και κατά την άποψη μου πιο σημαντικός, είναι πως η απόφαση στηρίχτηκε σε καταγγελίες «από τα κάτω» κι αυτό γιατί καταδεικνύει την προθυμία της κυβέρνησης να ελέγχεται από τους «ιδιοκτήτες» των επονομαζόμενων «κοινών», των δημοσίων δηλαδή αγαθών που έχουν δημιουργηθεί συλλογικά και κληρονομούνται από γενιά σε γενιά. Το φυσικό περιβάλλον αποτελεί, αδιαμφισβήτητα, ένα από αυτά και γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο η προστασία του αποτελεί ύψιστο καθήκον, ιδιαίτερα όταν το αντίθετο καταδεικνύεται από τους πολίτες στους οποίους αυτά εντέλει «ανήκουν».

Ίσως, μάλιστα, το κριτήριο των πολιτών να πρέπει να κρίνεται πολύ πιο αξιόπιστο, ακόμα και από την περιβαλλοντική νομοθεσία η οποία, σύμφωνα με μελέτες, διέπεται από ασάφεια κυρίως όσον αφορά τα εγκλήματα κατά του περιβάλλοντος, αφού σε πολλές περιπτώσεις αυτά δεν ορίζονται σε συγκεκριμένα διατάγματα, αλλά σε αποφάσεις του αστικού κώδικά και σε μεγάλο βαθμό στην ευρωπαϊκή νομοθεσία. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα πολλά «πράσινα» εγκλήματα να μην περιλαμβάνονται στις επίσημες στατιστικές, παρά τις βλαβερές τους συνέπειες και να ανήκουν στον «γκρίζο αριθμό» της εγκληματικότητας, να είναι δηλαδή αόρατες από τη νομοθεσία.

Όσο αόρατες όμως κι αν είναι οι αυτές οι συνέπειες από τη νομοθεσία, τόσο ορατές είναι από τις τοπικές κοινωνίες οι οποίες επηρεάζονται από αυτές, καθώς και από περιβαλλοντικές ομάδες πολιτών. Τέτοιες ομάδες συγκρούονται με και αμφισβητούν την πολιτική και οικονομική εξουσία σε θέματα χρήσης του οικοσυστήματος, με αποτέλεσμα σε κάποιες περιπτώσεις να επηρεάζουν ακόμα και την άσκηση περιβαλλοντικής πολιτικής.

Ως εκ τούτου, η άποψη τέτοιων ομάδων σχετικά με το τι συνιστά περιβαλλοντική παράβαση μπορεί  να αποδειχτεί εξαιρετικά  χρήσιμη για τη σύνταξη νόμων που αφορούν την προστασία του περιβάλλοντος. Επίσης, μπορούν να συμβάλουν στην αποσαφήνιση της περιβαλλοντικής νομοθεσίας, ακολουθώντας μια κάθετη (από κάτω προς τα πάνω) προσέγγιση που ρίχνει φως στον σκοτεινό αριθμό της περιβαλλοντικής εγκληματικότητας η οποία είναι εξαιρετικά επιζήμια για το κοινωνικό σύνολο.

Είναι σαφές πως μία αριστερή διακυβέρνηση δεν μπορεί και δεν πρέπει να σταματήσει στη διόρθωση των κακώς κειμένων των προκατόχων της, αλλά να προχωρήσει στην ανατροπή των πλαισίων και των δομών που επέτρεψαν τη δημιουργία αυτών των κακώς κειμένων. Υπό αυτήν την έννοια, η κίνηση του υπουργείου Παραγωγικής Ανασυγκρότησης αποτελεί ένα πρώτο σημαντικό βήμα το οποίο οφείλει να επεκτείνει και σε άλλες περιπτώσεις ενδεχόμενων περιβαλλοντικών παραβάσεων αλλά να μην σταματήσει εκεί. Μία αριστερή διακυβέρνηση θα πρέπει να νομοθετήσει σχετικά με την προστασία του περιβάλλοντος, λαμβάνοντας υπ’ όψιν πως ο ορισμός του εγκλήματος, στην προκειμένη περίπτωση του περιβαλλοντικού εγκλήματος, θα πρέπει να λάβει υπ’ όψιν τη βλάβη που αυτό προκαλεί στο δημόσιο συμφέρον, όχι ως μία έννοια αφηρημένη αλλά προσδιορισμένη από τους «από κάτω».

 

* Η Αιμιλία Βουλβούλη είναι επίκουρη καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο Abdullah Gül

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!