Υπάρχει ένα βιβλίο για τη Ρώσικη Επανάσταση και το σοβιετικό καθεστώς που, αν ήμασταν σοβαροί αριστεροί, θα ’πρεπε να το είχαμε διαβάσει από παλιά. Όχι επειδή κλείνει τη συζήτηση, αλλά επειδή την πάει πολλά βήματα παρακάτω (πέρα από τις δοξολογίες ή τις σεμνές κριτικές της σοσιαλιστικής πατρίδας). Υπάρχει ένα κείμενο που λέει τα πράγματα με τ’ όνομά τους, και τ’ όνομα αυτό είναι, ούτε λίγο ούτε πολύ, ολοκληρωτισμός. Μια τέτοια πρόκληση θα ’πρεπε να ξυπνήσει μάλλον το ενδιαφέρον των αριστερών παρά τη μήνι, την αισχύνη ή την αιδήμονα σιωπή τους – εξαρτημένα ανακλαστικά που πέτυχαν να κρατήσουν για καιρό στην αφάνεια τη Γένεση του ολοκληρωτισμού (Οικονομική υπανάπτυξη και κοινωνική επανάσταση)* και τον συγγραφέα της Κώστα Παπαϊωάννου (όπως έγινε άλλωστε και με τη συγγενική περίπτωση του Κορνήλιου Καστοριάδη). Το βιβλίο δεν αξιώνει να πει τη μία και μόνη αλήθεια για το αμφιλεγόμενο θέμα του. Εκθέτει όμως μια ολοκληρωμένη, πολυδιάστατη αφήγηση, με συγκροτημένη επιχειρηματολογία, αξιοθαύμαστη τεκμηρίωση και ασυμβίβαστο ριζοσπαστικό φρόνημα. Από το πλήθος των θεμάτων που θέτει προς συζήτηση, περιορίζομαι εδώ σε τρία κεντρικά:
1. Για την Επανάσταση. Η «πανουργία» ή «πονηρία της ιστορίας» ήταν ότι ο μαρξισμός έγινε ιδεολογική σημαία της αντικαπιταλιστικής εξέγερσης σε χώρες τυπικά προκαπιταλιστικές (όπως η Ρωσία ή η Κίνα), ολότελα έξω δηλαδή από τις προδιαγραφές του. Καμία επανάσταση άλλωστε δεν έγινε σύμφωνα με το μαρξιστικό σχήμα της κατάρρευσης του καπιταλισμού. Αντί λοιπόν ο Παπαϊωάννου να αναγάγει δογματικά το επαναστατικό φαινόμενο στις αντιφάσεις της οικονομίας ή την πάλη των τάξεων, εξετάζει απροκατάληπτα και άλλους κρίσιμους παράγοντες όπως ο εθνικισμός, η δημοκρατία και ο μοντέρνος μαζικός πόλεμος. Εκείνο που αναγνωρίζει απερίφραστα ως κινητήρια δύναμη είναι η συμμετοχή και αυτενέργεια των μαζών σε μια αληθινή προλεταριακή «δημοκρατική επανάσταση κατά του τσαρισμού»: εδώ «η ιδέα της δημοκρατίας, της πολιτικής απελευθέρωσης του ανθρώπου, έπαυε να είναι μια αφηρημένη ιδέα και […] βυθιζόταν μες στο ζωντανό απεργιακό κύμα, για να πάρει σάρκα και οστά, να “χαθεί” μες στη βία και να “ξαναγεννηθεί” μες στην ιστορική πραγματικότητα» (σ. 199). Κι αυτό γιατί η κινητοποίηση δεν αφορούσε μόνο μια δράκα επαγγελματιών επαναστατών, αλλά εκατομμύρια ανθρώπους –αγρότες στην τεράστια πλειονότητά τους, εργάτες στα κρίσιμα αστικά κέντρα– που προσχωρούσαν κατά κύματα στα σοβιέτ, τα οποία στην πρώτη αυτή φάση τους αποτελούσαν ένα είδος δημοκρατικού εργατικού κοινοβουλίου και επαναστατικής κυβέρνησης. Έτσι, «η “δικτατορία του προλεταριάτου”, τα εργατικά και στρατιωτικά σοβιέτ, μες στα οποία πλειοψηφούσαν οι μπολσεβίκοι, ήταν η μόνη κορυφή που δεν την είχε σκεπάσει η πλημμύρα της αγροτικής εξέγερσης» (σ. 232). Πολύ παραπάνω από ένα απλό πραξικόπημα (τέτοιο δεν έγινε παρά στην τελική «Οκτωβριανή» στιγμή του), αυτό το ασυνεχές όσο και μακρόσυρτο ξέσπασμα από το 1905 ώς το 1917 υπήρξε επομένως μια αυθεντική δημοκρατική διαρκής επανάσταση.
2. Για το Κόμμα. Αντί γι’ αυτή την ιστορική δημιουργικότητα του προλεταριάτου, που αναγνώριζε άλλωστε ο Μαρξ, ο Λένιν προβάλλει τον ιστορικό ρόλο της «πρωτοπορίας», δηλαδή τη δικτατορία μιας απειροελάχιστης μειοψηφίας πάνω στις μάζες, οι οποίες, ανίκανες να δράσουν από μόνες τους, χρειάζονται την εισαγωγή συνείδησης από τα έξω και την καθοδήγηση μιας κλειστής, συνωμοτικής οργάνωσης. Αυτό είναι το μπολσεβίκικο κόμμα, που, όπως λέει ο Παπαϊωάννου, «η στρατοκρατική και εκκλησιαστική φύση του αποτελεί την άρνηση αυτής της ίδιας της πολιτικής ζωής» (σ. 133) και υποθάλπει την «ψυχική δουλοπαροικία» των κομμουνιστών (σ. 129) ως απλών εκτελεστικών οργάνων της «γραμμής». Το αντιδημοκρατικό αυτό μοντέλο προεκτείνεται δυναμικά σ’ όλη την κοινωνική οργάνωση, όπως υποδεικνύει τελικά, παρά τις αμφιταλαντεύσεις του, ο Λένιν. Πράγματι, ο ίδιος άνθρωπος που θεωρεί όρο για την επιτυχία της επανάστασης την «ιστορική, δημιουργική πρωτοβουλία» της πλειοψηφίας των εργαζομένων δεν δυσκολεύεται να διακηρύξει ότι «η κοινωνία του μέλλοντος θα είναι ένα γραφείο και ένα εργοστάσιο» (δηλαδή ένα ενιαίο σχέδιο που θα διευθύνει έναν γιγαντιαίο ενοποιημένο οικονομικό μηχανισμό)· φράση που ο συγγραφέας δεν διστάζει να την παραλληλίσει με το χιτλερικό σύνθημα «Ένα κράτος / Ένας λαός!», ως προς τη θολή γοητεία που ασκούν και τα δύο στον μονολιθικό ψυχισμό (σ. 248). Ανάλογη θα είναι η παλινωδία του ανάμεσα στην ελευθεριακή αναγνώριση της ικανότητας των μαζών να δημιουργούν αυθόρμητα τη δημοκρατία μέσα απ’ τα σοβιέτ και τη δεσποτική αξίωση (αμέσως μετά την άνοδο στην εξουσία) της υποταγής τους, λόγω «αμάθειας», στη μονοκρατορία του κόμματος (σ. 319-22). Τόσο για τον Λένιν όσο και για τον Τρότσκι, η κομματική μονολιθικότητα γίνεται το υπέρτατο κριτήριο για την αξιολόγηση της «σοσιαλιστικότητας» του καθεστώτος. Κι όμως, λέει ο Παπαϊωάννου, είναι φανερό ότι σοσιαλιστικό περιεχόμενο στην κρατικοποίηση των παραγωγικών μέσων θα μπορούσε να δώσει μόνο ο δημοκρατικός έλεγχος και η εργατική διαχείριση της παραγωγής, η ανάπτυξη δηλαδή των θεσμών της προλεταριακής δημοκρατίας (σ. 366).
3. Για τη Σοβιετική Ένωση. Πολιτικό μάλλον παρά οικονομικό φαινόμενο, γέννημα μιας απολυταρχικής ιντελιγκέντσιας που μονοπωλεί την αλήθεια, η γραφειοκρατία, κατά τον Παπαϊωάννου, είναι μια τάξη στον πυρήνα του μετεπαναστατικού καθεστώτος, που δεν κάνει άλλο από να αναπαράγει με κάθε μέσο την ολοκληρωτική εξουσία της· κι αυτό χάρη στο μονοπώλιο που ασκεί τόσο στις οικονομικές σχέσεις παραγωγής (μέσα από την υπερφορολόγηση και τον αναγκαστικό δανεισμό) όσο και στις πολιτικές σχέσεις κυριαρχίας (μέσα από τον διοικητικό και τον αστυνομικό καταναγκασμό). Με την εδραίωση της, που ξεκινά ήδη με τον Λένιν και τον Τρότσκι και κλιμακώνεται ραγδαία με τον Στάλιν, γίνεται «η ολοκληρωτικά άρχουσα τάξη εκμηδενίζοντας τα τελευταία ίχνη τόσο της ανεξάρτητης παραγωγής στην ύπαιθρο όσο και της εργατικής αυτονομίας στις πόλεις» (σ. 541). Αυτό σημαίνει ότι εγκαινιάζει μια διμέτωπη ταξική πάλη κατά των αγροτών από τη μια (με τις επιτάξεις γεωργικών προϊόντων και εν τέλει την αναγκαστική κολεκτιβοποίηση της γεωργίας στα κολχόζ) και των εργατών από την άλλη (με την επιτάχυνση της βιομηχανοποίησης χωρίς εργατικό έλεγχο και την καταναγκαστική εργασία). Το πράγμα γίνεται ακόμη χειρότερο αν σκεφτεί κανείς ότι, πριν ακόμη από το φασιστικό και το ναζιστικό κόμμα στην Ευρώπη, το μπολσεβίκικο έδειξε το δρόμο προς την απόλυτη μονοπώληση της πολιτικής εξουσίας μέσα από τρομοκρατικούς θεσμούς και μέτρα (π.χ. κατάργηση του δικαιώματος της απεργίας, ακραίες κυρώσεις για κάθε μορφή «λιποταξίας» από την εργασία, χαφιεδισμός και φακέλωμα). Καταλαβαίνουμε εδώ το βαθύτερο νόημα της κατάργησης των δημοκρατικών ελευθεριών καθώς, μέσα απ’ αυτή την ανάλυση, οι ελευθερίες και τα δικαιώματα αναδεικνύονται όχι ως φετίχ μιας φιλελεύθερης σκέψης, αλλά ως οι κρίσιμοι όροι που ήταν απαραίτητο να αρθούν ώστε να γίνει δυνατός ο εξανδραποδισμός της κοινωνίας – η Μεγάλη Εκκαθάριση με την οποία η γραφειοκρατία ακύρωσε το έργο και την υπόσχεση της Μεγάλης Επανάστασης.
«Το σοβιετικό καθεστώς δεν ήταν η φυσική προέκταση της Επανάστασης, αλλά ίσα-ίσα η πλήρης κατεδάφισή της από μια ανερχόμενη γραφειοκρατία και ο αποκλεισμός οποιασδήποτε επαναφοράς της – ο ολοκληρωτισμός ως αντίδοτο και εμβόλιο ενάντια στην προλεταριακή δημοκρατία.»
* * *
Ποιος μπορεί να είναι λοιπόν ο απολογισμός της Επανάστασης και του μετεπαναστατικού καθεστώτος; Εισάγοντας αυτή την τομή, την ασυνέχεια ανάμεσά τους (παρά τους πολύ υπαρκτούς δεσμούς που επίσης αναδεικνύει), ο Παπαϊωάννου βραχυκυκλώνει τις συμβατικές ερμηνείες: τόσο τις δεξιές, που προβάλλουν προς τα πίσω, στην ίδια την Επανάσταση, όλες τις τερατογενέσεις του καθεστώτος, όσο και τις αριστερές, που προβάλλουν προς τα εμπρός, στο σοβιετικό καθεστώς –βλέποντας να διασώζονται εκεί με τον ένα ή τον άλλο τρόπο– όλες τις καινοτομίες και τις επαγγελίες της Επανάστασης. Αντίθετα με ό,τι πρεσβεύουν οι φιλελεύθεροι επικριτές της, η Ρωσική Επανάσταση δεν ήταν πραξικόπημα, αλλά μάλλον η πιο αυθεντική έκφραση και το πιο προχωρημένο και μακρόχρονο πείραμα προλεταριακής δημοκρατίας στην ιστορία. Αντίθετα με ό,τι πιστεύουν οι μαρξιστές απολογητές του, το σοβιετικό καθεστώς δεν ήταν η φυσική προέκταση της Επανάστασης και η πραγμάτωση των σκοπών της (ή, στη χειρότερη περίπτωση, ο εκφυλισμός της), αλλά ίσα-ίσα μια ολοκληρωμένη «προληπτική αντεπανάσταση» (σ. 503), η πλήρης κατεδάφιση της Επανάστασης από μια ανερχόμενη γραφειοκρατία και ο αποκλεισμός οποιασδήποτε επαναφοράς της – με δυο λόγια, ο ολοκληρωτισμός ως αντίδοτο και εμβόλιο ενάντια στην προλεταριακή δημοκρατία.
Ζοφερός απολογισμός, ιστορία ενός καθεστώτος που κατάπνιξε μια εξέγερση και μια έκρηξη ζωής, το βιβλίο του Παπαϊωάννου δεν έχει κορυφώσεις, λυρικές εξάρσεις ή επικά άλματα – στοιχεία γνώριμα από άλλα κείμενά του. Λέει το μεγαλείο με αυτοσυγκράτηση γιατί ξέρει πως είναι θνησιγενές, λέει τη φρίκη με αταραξία γιατί ξέρει πως θα κρατήσει πολύ, λέει τα πράγματα με τ’ όνομά τους κι ύστερα σωπαίνει. Πολύ κοντά στο κλείσιμο του βιβλίου, η φράση με την οποία ξεκινάει η τελευταία του ενότητα είναι τόσο ξερή, τόσο απέριττη, που πρέπει να την ξαναδιαβάσει κανείς για να συνειδητοποιήσει τη φρίκη που κρατάει παγωμένη μέσα της: «Κατ’ αρχήν, η τρομοκρατία είχε γίνει τώρα κανονικό μέσο διακυβέρνησης και κοινωνικής οργάνωσης» (σ. 545).
* Από το 1959 που πρωτοκυκλοφόρησε και παρέμεινε για δεκαετίες άγνωστο, δυσεύρετο και αμετάφραστο σε οποιαδήποτε γλώσσα. Χρωστάμε στον Γιώργο Καραμπελιά και τις Εναλλακτικές εκδόσεις την επανέκδοσή του (σε φωτογραφική ανατύπωση) το 1996 και τη νέα, επιμελημένη πλέον έκδοσή του (με εισαγωγή και δύο επίμετρα του Γ.Κ.) το 2017. Το παρόν κείμενο είναι συντομευμένη εκδοχή της συμβολής μου στην παρουσίαση του βιβλίου που έγινε στις 29-11-17 στο Χώρο πολιτικής και πολιτισμού «Ρήγας Βελεστινλής».