Η Αριστερά, όλων των πτερύγων, αισθάνεται αμήχανη μπροστά στην ηχηρή επανεμφάνιση της γεωπολιτικής στην παγκόσμια σκηνή. Αισθάνεται ότι χάνει το πλεονέκτημα της αντικαπιταλιστικής ανάλυσης που διαθέτει και με το οποίο έχει «επιτυχίες» σε όλες τις γωνιές του πλανήτη.
Ειδικά εδώ, στην Ελλάδα, αισθάνεται αμήχανη στον υπερθετικό βαθμό καθώς η καθημερινότητα των προσπαθειών της διαταράσσεται από την εισβολή στη κεντρική σκηνή, και ως ένα βαθμό στην συνείδηση των πολιτών, από τις παρεκτροπές που προκαλούν οι απειλές που εκτοξεύει σε καθημερινή βάση η Τουρκία, την επιβολή τετελεσμένων σε Αιγαίο και Κύπρο, την αστάθεια των Βαλκανίων, τις συνέπειες του πολέμου στη Συρία και τις πολεμικές ιαχές μεταξύ ΗΠΑ – Ρωσίας.
Όλες οι πτέρυγες της Αριστεράς θα προτιμούσαν αυτά να μην υπάρχουν. Θα επιθυμούσαν να είναι μυθεύματα της κυβέρνησης, των μυστικών υπηρεσιών και των ΜΜΕ. Στην αρχή άλλωστε τα κατάγγειλαν ως τέτοια. Και, όταν το κάθε μικρό επεισόδιο μιας αλληλουχίας δραματικών εξελίξεων «τελείωνε», με ανακούφιση επέστρεφαν στη ρητορική ενός ανύπαρκτου, δυστυχώς, ταξικού κινήματος ή στην προβολή εικονικών κινημάτων που στην χώρα, κατά παγκόσμια πρωτοτυπία, διεξάγονται χωρίς την παρουσία των πληττομένων πολιτών.
Τα «πεισματάρικα» όμως γεγονότα και το, με γυμνό μάτι, ορατό ενδεχόμενο μιας πολεμικής αναμέτρησης, μικρής ή μεγαλύτερης έκτασης, αφύπνισαν τα κοιμισμένα ανακλαστικά, αποδυνάμωσαν τους αφορισμούς για «αριστερούς εθνικισμούς» και ανέσυραν από τα συρτάρια πολυκαιρισμένες και σκονισμένες συνταγές.
Η επιστροφή της «ιμπεριαλιστικής Ελλάδας»
Είναι αλήθεια ότι η κοινή θέση πολλών πτερύγων της μη κυβερνητικής αριστεράς περί ιμπεριαλιστικής Ελλάδας είχε «αποσυρθεί» από το προσκήνιο υπό το βάρος της, συνεχιζόμενης άλλωστε, μνημονιακής περιπέτειας της χώρας. Η θέση αυτή, θεωρητικά και πολιτικά αστήρικτη και πριν τη κρίση του 2010, κλονίστηκε καθώς ήταν δύσκολο να δικαιολογηθεί το γιατί η πολιτική και η οικονομική ηγεσία μιας «ιμπεριαλιστικής χώρας», έστω και στις κατώτερες βαθμίδες της ιμπεριαλιστικής αλυσίδας, συνυπέγραφε μέτρα αποδεχόμενη πλήρως την μετατροπή της χώρας σε προτεκτοράτο και αποικία χρέους παραδίδοντας, όχι μόνο τον οικονομικό αλλά και τον πλήρη πολιτικό και διοικητικό έλεγχο της χώρας. Ήταν αδύνατο να γίνει πιστευτό ότι μια «ιμπεριαλιστική χώρα» έπρεπε να εξασφαλίσει τη σύμφωνη γνώμη των δανειστών της για να διορίσει ακόμα και διευθυντές σχολείων στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση.
Φαίνεται όμως ότι εκείνη η «σιωπηλή απόσυρση» έλαβε τέλος.
Το παραμύθι της κυβέρνησης περί «καθαρής εξόδου» και του «τέλους της επιτροπείας» πρώτη σπεύδει να ενστερνιστεί η «αντισυστημική Αριστερά» καθώς ξαναζωντανεύει το μύθο της «ιμπεριαλιστικής Ελλάδας» και γίνεται εργαλείο ερμηνείας ενός ενδεχόμενου πολέμου στην περιοχή.
Βέβαια όποιος καεί στο χυλό φυσάει και το γιαούρτι. Έτσι η επιστροφή του «όρου» γίνεται πιο προσεκτικά. Παρακολουθώντας την αρθρογραφία του Ριζοσπάστη και του ΚΚΕ διαπιστώνουμε ότι η οξύτητα στο Αιγαίο αποδίδεται «στην όξυνση των αντιθέσεων μεταξύ ελληνικής και τουρκικής αστικής τάξης». Ειδικά για την Ελλάδα διαπιστώνεται ότι βρίσκεται «σε ρόλο σημαιοφόρου των ευρωΝΑΤΟικών σχεδιασμών, επιδιώκοντας κέρδη για την ντόπια αστική τάξη από τη “γεωστρατηγική αναβάθμιση” της χώρας». Ο ίδιος ο γ. γ. του ΚΚΕ στην πρόσφατη ομιλία του στο Σύνταγμα εξηγεί τον όρο «γεωστρατηγική αναβάθμιση» ως την «συμμετοχή του ελληνικού κεφαλαίου στους ανταγωνισμούς, στα παζάρια που διεξάγονται στην περιοχή με επίκεντρο τις πρώτες ύλες, τους ενεργειακούς δρόμους, τα μερίδια των αγορών». Πιο ειδικά προσδιορίζει ως εξής τη θέση της Ελλάδας: «Η κυβέρνηση κρατά τη σημαία των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ, γιατί μέσω αυτής της επιλογής θέλει να προωθήσει τα στρατηγικά συμφέροντα σημαντικών τμημάτων του ελληνικού μεγάλου κεφαλαίου».
Το παραμύθι της κυβέρνησης περί «καθαρής εξόδου» και του «τέλους της επιτροπείας» πρώτη σπεύδει να ενστερνιστεί η «αντισυστημική αριστερά» καθώς ξαναζωντανεύει το μύθο της «ιμπεριαλιστικής Ελλάδας» και γίνεται βολικό εργαλείο ερμηνείας ενός ενδεχόμενου πολέμου στην περιοχή
Εθελοδουλία στον δυτικό παράγοντα
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η κυβέρνηση και ολόκληρος ο συστημικός πολιτικός κόσμος ευθυγραμμίζεται με τα συμφέροντα του Δυτικού κόσμου στο μεγάλο παιχνίδι γεωπολιτικό αναδιάταξης ισχύος και ζωνών επιρροής στην περιοχή μας. Αλλά η «συνέργεια» αυτή γίνεται από θέση υποτελή, από θέση εθελοδουλίας που εναποθέτει στο δυτικό παράγοντα την ευθύνη διάσωσης του και δήθεν προστασίας της χώρας. Πουθενά δεν αποδείχνεται, ούτε ως σχέδιο ούτε ως πρόθεση προσπάθεια «επέκτασης» ελληνικών μονοπωλιακών ομίλων στα Βαλκάνια ή άλλου. Οι υπεργολαβίες των μεγάλων τεχνικών εταιρειών και οι αντιπροσωπεύσεις ή μειοψηφικές συμμετοχές σε ξένους πολυεθνικούς ομίλους ελληνικών επιχειρήσεων δεν αποτελεί επαρκές στοιχείο «ελληνικής συμμετοχής» στα μεγάλα παιχνίδια επαναχάραξης συνόρων και ανακατανομής σφαιρών επιρροής. Πολύ περισσότερο δεν προκύπτει από πουθενά ελληνική διεκδίκηση επί ξένων εδαφών ή αμφισβήτηση συνόρων. Ακόμα και οι παλαιότεροι λεονταρισμοί έναντι της ΠΓΔΜ είναι σήμερα όλοι έτοιμοι να καταπιούν προκειμένου να ικανοποιηθούν οι νατοϊκοί σύμμαχοι.
Η γενικόλογη αναφορά στους «αστικούς ανταγωνισμούς» στην πραγματικότητα υποκρύπτει, μειώνει τους κινδύνους που απορρέουν από την τουρκική επιθετικότητα. Ο «Ρ» και το ΚΚΕ ενώ αναφέρονται στην «κλιμάκωση της επιθετικότητας της Τουρκίας η οποία αμφισβητεί τα κυριαρχικά δικαιώματα της χώρας μας στο Αιγαίο, ιδιαίτερα τα σύνορα» αποδίδουν αυτήν την επιθετικότητα στον «ανταγωνισμό με την ελληνική αστική τάξη» και δεν βλέπουν πουθενά τον τούρκικο επεκτατισμό, τα νεο-οθωμανικά οράματα σύσσωμου του επίσημου πολιτικού κόσμου της Τουρκίας, την αμφισβήτηση των συνόρων και των διεθνών συνθηκών ως τη βασική αιτία που οδηγεί σε μια πολεμική σύγκρουση σε Αιγαίο, Θράκη και Κύπρο.
Και αυτή η αδυναμία οδηγεί σε μια μεγαλύτερη ασάφεια. Την αδυναμία να χαραχθεί, πέρα από συνθήματα, μια πολιτική που θα είναι σε θέση να ενεργοποιήσει τους πολίτες και να συμβάλλει ενεργά στην αποτροπή του πολέμου χωρίς παραχωρήσεις σε εθνικό χώρο και κυριαρχία.
Όσο σωστή και αν είναι η ανάδειξη του ρόλου του ΝΑΤΟ, της Ε.Ε. και των ΗΠΑ ως των βασικών πρωταγωνιστών της όξυνσης στην περιοχή πού στηρίζεται η βεβαιότητα ότι η αποχώρηση, εδώ και τώρα, από αυτούς τους οργανισμούς θα αποτρέψει τον πόλεμο στο Αιγαίο και θα εξασφαλίσει τη χώρα από επώδυνες παραχωρήσεις;
Η ανάδειξη σε άμεσο κεντρικό στόχο της αποχώρησης από ΝΑΤΟ και Ε.Ε. ούτε αποκαλύπτει το κίνδυνο που συνιστούν οι βλέψεις της Τουρκίας ούτε προετοιμάζει πειστικά τον ελληνικό λαό για την αποτροπή αυτού του ενδεχόμενου
Εκείνο που σήμερα απαιτείται, με δεδομένη την οικονομική και στρατιωτική αποδυνάμωση της χώρας αλλά και την υποχώρηση της αντι-ιμπεριαλιστικής συνείδησης του λαού, είναι προτάσεις και ιδέες για την συγκρότηση μιας πολυεπίπεδης εξωτερικής πολιτικής που θα εκμεταλλεύεται τις υπαρκτές και μεγεθυνόμενες αντιθέσεις μέσα στη δυτική συμμαχία αλλά και σε ολόκληρο τον πολυπολικό κόσμο. Που θα απεμπλέκει την χώρα από την άμεση και ενεργή συμμετοχή της στα πολεμικά σχέδια των ΗΠΑ και ταυτόχρονα θα μπλοκάρει, με αξιοποίηση του βέτο, με τακτικές επιλογές (π.χ. ένταξη FYROM στο ΝΑΤΟ) έναντι σοβαρών και έμπρακτων εγγυήσεων για τα οικονομικά και αμυντικά προβλήματα της χώρας.
Υποστηρίζουμε ότι η σκέψη που θέλει «συνυπεύθυνες τις δύο χώρες» υποβαθμίζει τον κίνδυνο που συνιστά ο τουρκικός επεκτατισμός και παραγνωρίζει τις κοινωνικές συνέπειες μιας μεγάλης απειλής που μπορεί να αποδειχθεί πιο καταστροφική για την υπόσταση της χώρας ακόμα και από την μνημονιακή περιπέτεια.
Από μια επερχόμενη καταστροφή, οικονομική ή πολεμική, μια χώρα και ένας λαός μπορεί να ανακάμψει. Είναι όμως αδύνατο να ανακάμψει αν δεν αγωνιστεί αντιπαλεύοντας τις επερχόμενες απειλές. Απόλυτη προϋπόθεση του αγώνα, κάθε αγώνα, είναι η γνώση και η προετοιμασία του λαϊκού παράγοντα.
Εκεί, τελικά, κρίνονται και οι όποιες απόπειρες δημόσιας ερμηνείας και τοποθέτησης για τα μεγάλα θέματα.
Διαβάστε εδώ το Μέρος Β’