Oι προσεχείς εκλογές θα είναι γέφυρα για κάτι διαφορετικό από τα σημερινά. Κάποιος παλιά έλεγε «θα αλλάξουν όλα για να μείνουν τα ίδια». Μόνο που τώρα θα αλλάξουν αλλά δεν θα μείνουν ίδια. Θα πάνε προς το χειρότερο. Ο κόσμος το διαισθάνεται και εμμένει στα γνωστά ελπίζοντας ότι η ακινησία είναι καταφύγιο. Και ο Μητσοτάκης ελπίζει σ’ αυτό (στην ακινησία, τη συσπείρωση περί την κυβέρνηση) για να παραμείνει πρωθυπουργός. Μπορεί και να το πετύχει τουλάχιστον προσωρινά. Καθώς, όμως, αποφεύγει όπως ο διάβολος το λιβάνι να πει το παραμικρό για το άμεσο μέλλον το δικό μας και της χώρας, προδιαγράφεται άτσαλο και το δικό του μέλλον. Μαζί και το δικό μας, με ή χωρίς αυτοδυναμία.
Η πορεία προς τη λήθη είναι η μοιραία (αλλά και πιο ανώδυνη) κατάληξη πολλών από τους εφήμερους «ήρωες» και σωτήρες της πολιτικής μας ζωής. Όσο «η λήθη είναι λύση» για τους ιθύνοντες αποδεκτή από τον κόσμο, μας περιμένουν τα λασπόλουτρα ως ιαματική μέθοδος αυταπατών.
Καθώς δεν εμφανίζεται κανείς καινούργιος «από μηχανής θεός» κάποιοι αναζητούν λύση στο πρόσφατο παρελθόν. Αλλά ο συμπαθής και πιθανόν βέλτιστος στην παρούσα κατάσταση πρώην πρωθυπουργός εγκατέλειψε την πολιτική ώστε να μην διακινδυνεύσει την προσωπική και οικογενειακή του ζωή, λόγω τολμηρών όσο και ανεπιθύμητων πρωτοβουλιών (έσωθεν και έξωθεν) που είχε αναλάβει. Απολύτως σεβαστό. Αλλά το ερώτημα είναι τι θα εκλείψει: Οι απειλές εναντίον του (και εναντίον μας) ή η διαφορετική αντιμετώπισή τους; Κανείς δεν μπορεί να απαιτήσει θυσία κάποιου άλλου. Αλλά όποιος διεκδικεί Εξουσία αναλαμβάνει τους κινδύνους, τις θυσίες, τα ρίσκα της.
Επειδή το ζητούμενο είναι να μην καταλήξουμε σε μια τρύπα στο νερό η εν λόγω περίπτωση ίσως έχει τύχη ως λύση αποδοχής των τετελεσμένων, όπως συνέβη και στο μοιραίο 1974(Κύπρος), όπου, όμως, οι ένοχοι, τουλάχιστον, τιμωρήθηκαν. Αλλιώς θα αναζητηθούν νέα πρόσωπα, εντός της χώρας ή σε παρθένες περιοχές π.χ. της Ομογένειας.
Το «ούτε Μητσοτάκης, ούτε Τσίπρας» λέγεται ότι το έθεσε ο κ. Ανδρουλάκης με υπόδειξη Λαλιώτη. Η αποχώρηση και των δυο πολιτικών αρχηγών σημαίνει τη ριζική αναδιάρθρωση του πολιτικού σκηνικού κάτι που ξεπερνάει κατά πολύ και τους πιο ευφάνταστους εγχώριους πολιτικούς σχεδιαστές. Επειδή οι συνέπειες ξεπερνάνε τα όρια, τις ικανότητες και τα ρίσκα που μπορεί να προβλέψουν και να αναλάβουν ντόπιοι παράγοντες με δική τους αποκλειστικά πρωτοβουλία και ευθύνη.
Εξυπακούεται ότι το εκλογικό αποτέλεσμα θα υποχρεώσει σε αναπροσαρμογές όλα τα σχέδια επί χάρτου. Αλλά όλες οι προσαρμογές θα αναγκαστούν να… αναπροσαρμοστούν στους σχεδιασμούς του ξένου παράγοντα για την Ελλάδα και συνολικότερα για την περιοχή, από τα Βαλκάνια στην ξηρά ως το Αιγαίο και τη Ν.Α. Μεσόγειο στη θάλασσα.
Η Τουρκία θέλει να γίνει περιφερειακή δύναμη και αυτό δεν μπορεί να το πετύχει χωρίς να έχει στην κατοχή της θάλασσα και συγκεκριμένα το Αιγαίο. Όχι το ένα τρίτο ή το μισό Αιγαίο αλλά ολόκληρο το Αιγαίο με τυπική ή ουσιαστική κατοχή (επικυριαρχία) των απαραίτητων νησιών
Τι θέλει η Τουρκία
Σ’ αυτούς τους στρατηγικούς σχεδιασμούς, δηλαδή με μόνιμη προοπτική, εντάσσονται οι απαιτήσεις της Τουρκίας στο Αιγαίο. Με απλά λόγια η Τουρκία θέλει να γίνει περιφερειακή δύναμη και αυτό δεν μπορεί να το πετύχει χωρίς να έχει στην κατοχή της θάλασσα και συγκεκριμένα το Αιγαίο. Όχι το ένα τρίτο ή το μισό Αιγαίο αλλά ολόκληρο το Αιγαίο με τυπική ή ουσιαστική κατοχή (επικυριαρχία) των απαραίτητων νησιών, σταδιακά, στον χρόνο που θα απαιτηθεί (βλέπε προεκλογικό σποτ με χάρτη Ερντογάν) όπου όσα διαβάζετε εδώ είναι το ελάχιστο. Μοναδική προϋπόθεση επιτυχίας είναι να παραιτηθεί από τα δικαιώματά της η Ελλάδα με διάφορες δικαιολογίες, όπως αυτή ότι η Τουρκία έχει μεγάλη ακτογραμμή, παρακάμπτοντας τη Λωζάνη που καθορίζει τα τουρκικά δικαιώματα. Χαρακτηριστικά, η πρώτη και μοναδική φορά που άκουσα ένα αόριστο αλλά σχετικό υπαινιγμό ήταν όταν κάποιος παράγοντας του υπουργείου Άμυνας «αμόλησε» τη μυστηριώδη φράση «θέλουν να μας μετατρέψουν σε στεριανή χώρα» την εποχή που ο Άκης Τσοχατζόπουλος ήταν υπουργός Άμυνας, προ τριάντα ετών, περίπου. Το θέμα ξεχάστηκε, ο παράγοντας σιώπησε.
Όλα τα προηγούμενα οδηγούν στο συμπέρασμα ότι το δίλημμα «αυτοδυναμία ή κυβέρνηση συνεργασίας» δεν θέτει το ερώτημα ουσίας: Μπορούμε, άραγε, και πως να αποφύγουμε τους εν λόγω σχεδιασμούς που υπαινίσσονται διάφοροι πολιτικοί και άλλοι παράγοντες του τόπου;
Τελικά, δηλαδή, το αναφέρω ως παράδειγμα, οι οικονομικές, δικαστικές ή ερωτικές περιπέτειες της κ. Καϊλή, απασχολούν την κ. Καϊλή και το Ευρωκοινοβούλιο όσο χρειάζεται για να καλύπτει το πόσο μακριά δάχτυλα έχει π.χ. η φον ντερ Λάιεν. Αλλά δεν μπορεί να απασχολούν εμάς πέραν μιας παραγράφου σε ρεπορτάζ σκανδαλοθηρικών εντύπων. Διότι ήδη το σπίρτο καίει τη γούνα μας. Αν αρχίσουμε να φωνάζουμε «φωτιά, καιγόμαστε, βοήθεια νερό» αφού κλείσουν οι κάλπες θα είναι μάλλον αργά. Και μη μου πείτε κάλλιο αργά παρά ποτέ.