Το άρθρο που ακολουθεί δίνει τον τόνο των προβληματισμών μέσα σε κύκλους των κυβερνητικών ελίτ της Βραζιλίας, σε σχέση με το κεντρικό ζήτημα της αποδολαριοποίησης. Επισημαίνονται με κάποιες δόσεις επιφυλακτικότητας που αντιστοιχούν στη διεθνή θέση της Βραζιλίας, η ανάγκη προώθησης της απεμπλοκής από το δυτικό νομισματικό μονοπώλιο και οι σχετικές βλέψεις του χώρου των BRICS, αλλά και η συνθετότητα και οι πολύ σοβαρές δυσκολίες που επηρεάζουν το εγχείρημα και τους ρυθμούς προώθησής του. Ο Paulo Nogueira Batista Jr., Βραζιλιάνος οικονομολόγος, είναι πρώην αντιπρόεδρος της Νέας Αναπτυξιακής Τράπεζας (NDB) των BRICS και πρώην εκτελεστικός διευθυντής για τη Βραζιλία και άλλες χώρες στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ). Το άρθρο δημοσιεύτηκε μαζί με τις τοποθετήσεις τριών κινέζων, έγκριτων ακαδημαϊκών, σε αφιέρωμα της ευρέως γνωστής κινεζικής επιθεώρησης Wenhua Zongheng, στο πλαίσιο αφιερώματος με τίτλο: «Οι BRICS και η αποδολαριοποίηση: Ευκαιρίες και προκλήσεις». Αρκετές από τις απόψεις του βρίσκονται στο ίδιο μήκος κύματος με τις αντίστοιχες κινεζικές.

 του Paulo Nogueira Batista Jr.

Όπως είναι γνωστό, η αποδολαριοποίηση έχει γίνει καυτό θέμα από το 2022, όταν οι ΗΠΑ και οι Ευρωπαίοι αποφάσισαν να δεσμεύσουν ένα μεγάλο μέρος των διεθνών αποθεματικών της Ρωσίας ως απάντηση στην εισβολή στην Ουκρανία. Δυτικοί αξιωματούχοι και εμπειρογνώμονες παραδοσιακά κάνουν διαλέξεις στις αναπτυσσόμενες χώρες για την ανάγκη υιοθέτησης πολιτικών «οικοδόμησης εμπιστοσύνης» και σεβασμού των δικαιωμάτων ιδιοκτησίας. Εκ των υστέρων, αυτό είναι πραγματικά εκπληκτικό. Το πάγωμα των ρωσικών περιουσιακών στοιχείων και οι πιο πρόσφατες απειλές να προχωρήσουν σε πλήρη δήμευσή τους είναι σημαντικά βήματα «καταστροφής της εμπιστοσύνης», που κάνουν μεγάλη ζημιά στο δολάριο ΗΠΑ και στο ευρώ. Οι ενέργειες αυτές σήμαναν συναγερμό για χώρες όπως η Κίνα, που είναι ένας σημαντικός κάτοχος ομολόγων δολαρίου ΗΠΑ ως μέρος των διεθνών αποθεματικών της. Κάθε χώρα που βιώνει συγκρούσεις με τις ΗΠΑ και την υπόλοιπη Δύση συνειδητοποίησε αμέσως ότι απαιτούνται μέτρα για να μειωθεί η εξάρτησή της από το δολάριο ΗΠΑ και το δυτικό χρηματοπιστωτικό σύστημα. Οι προσπάθειες εντάθηκαν σε πολλά μέρη του κόσμου για τη χρήση εθνικών νομισμάτων στις διεθνείς συναλλαγές, για τη δημιουργία ή την ενίσχυση εναλλακτικών συστημάτων πληρωμών, για τη μεγαλύτερη στήριξη στο κινεζικό γιουάν, ακόμη και για τη δημιουργία ενός νέου νομίσματος αναφοράς των BRICS. Αναμφισβήτητα, αυτό που είδαμε είναι ένα σημαντικό πλήγμα που κατέφεραν οι ΗΠΑ και η Ευρώπη στον εαυτό τους.

Η ΔΗΜΟΤΙΚΟΤΗΤΑ του θέματος της αποδολαριοποίησης σε ευρύτερους κύκλους και στα Μέσα Ενημέρωσης δεν συνοδεύεται συνήθως από την κατανόηση της πολυπλοκότητάς του. Υπάρχει μια ευρέως διαδεδομένη προσδοκία ότι οι BRICS θα αναπτύξουν, στο εγγύς μέλλον, μια εναλλακτική λύση στο δολάριο ΗΠΑ. Είναι όμως αυτή η προσδοκία ρεαλιστική; Ίσως όχι.

Η πολυπλοκότητα του θέματος είναι διττή – πολιτική και τεχνική. Από την πολιτική πλευρά, θα μπορούσε κανείς να αναφέρει δύο μεγάλες δυσκολίες: α) τη διαβόητη αντίσταση των ΗΠΑ να εγκαταλείψουν αυτό που οι Γάλλοι τη δεκαετία του 1960 αποκάλεσαν το «υπερβολικό προνόμιο» του να έχουν το εθνικό τους νόμισμα –που εκδίδεται και η διαχείρισή του γίνεται σύμφωνα με τα εθνικά συμφέροντα των ΗΠΑ– να χρησιμεύει ως το πρωτεύον παγκόσμιο νόμισμα και β) τη δυσκολία να βρεθούν πραγματικά οι χώρες BRICS μαζί σ’ αυτή την προσπάθεια. Επιτρέψτε μου να προσπαθήσω να συζητήσω αυτές τις δύο μεγάλες δυσκολίες, βασιζόμενος εν μέρει στην πρακτική μου εμπειρία ως διευθυντής του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ), εκπρόσωπος της Βραζιλίας στη διαδικασία των BRICS και αργότερα ως αντιπρόεδρος της Νέας Αναπτυξιακής Τράπεζας (NDB).

ΔΕΝ ΘΑ πρέπει ποτέ να παραβλέψουμε το ότι οι ΗΠΑ θα χρησιμοποιήσουν, κατά πάσα πιθανότητα, όλα τα πολυάριθμα μέσα που διαθέτουν για να αγωνιστούν ενάντια σε κάθε προσπάθεια εκθρόνισης του δολαρίου από τη θέση του ως άξονα του διεθνούς νομισματικού συστήματος. Αυτό έκαναν πάντα, αρχής γενομένης από τις νομισματικές και οικονομικές διαπραγματεύσεις που έλαβαν χώρα κατά το τέλος και αμέσως μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Οι ιδέες του Κέυνς για ένα διεθνές νόμισμα απορρίφθηκαν σθεναρά από πλευράς των ΗΠΑ. Αργότερα, οι ΗΠΑ μπλόκαραν, χρησιμοποιώντας τη δύναμη βέτο που διαθέτουν στο ΔΝΤ, κινήσεις που θα μπορούσαν να οδηγήσουν στο να γίνουν τα Ειδικά Τραβηχτικά Δικαιώματα (ΕΤΔ) αυτού του οργανισμού ένα πλήρες νόμισμα διεθνούς στάτους. Μέχρι σήμερα, τα ΕΤΔ, παραμένουν περιθωριοποιημένα, χωρίς σχεδόν καμία σημασία εκτός του ΔΝΤ. Οι ΗΠΑ αντιμετωπίζουν με βαθιά δυσπιστία τις αρχόμενες συζητήσεις για την αποδολαριοποίηση μεταξύ των χωρών BRICS και είναι πιθανό ότι θα παρεμβαίνουν σε κάθε ευκαιρία για να εμποδίσουν τις σχετικές πρωτοβουλίες και να δημιουργήσουν διάσταση εντός των BRICS. Μπορεί κανείς να αναρωτηθεί, για παράδειγμα, αν η Ινδία και η Νότια Αφρική θα είναι απρόσβλητες από τις πιέσεις που προέρχονται από τις ΗΠΑ για το θέμα αυτό. Η δική μου χώρα, η Βραζιλία, ακολουθεί επί του παρόντος μια ανεξάρτητη εξωτερική πολιτική υπό τον πρόεδρο Λούλα Ντα Σίλβα, αλλά μια μελλοντική κυβέρνηση διαφορετικού προσανατολισμού θα μπορούσε κάλλιστα να δείξει απροθυμία να δυσαρεστήσει τις ΗΠΑ σε ένα τόσο κρίσιμο ζήτημα.

ΑΥΤΟ ΜΑΣ φέρνει απευθείας στη δεύτερη διάσταση που αναφέρθηκε παραπάνω. Έχουν οι BRICS επαρκή συνοχή ως ομάδα για να αντιμετωπίσουν αυτή την πολύπλοκη πρόκληση; Βασιζόμενος στην πρακτική μου εμπειρία από τη διαδικασία των BRICS, θα προειδοποιούσα να μην είμαστε υπερβολικά αισιόδοξοι ως προς την απάντηση σ’ αυτό το ερώτημα. Ακόμα και όταν υπήρχαν μόνο πέντε χώρες γύρω από το τραπέζι, η δυσκολία επίτευξης συμφωνίας για συγκεκριμένα προχωρήματα, ιδίως όσον αφορά τη δημιουργία και την υλοποίηση του νομισματικού ταμείου των BRICS (Contingent Reserve Arrangement, CRA) και της Νέας Αναπτυξιακής Τράπεζας (New Development Bank, NDB), ήταν πραγματικά εντυπωσιακή. Πρώτον, λόγω των διαφορών ως προς τις προοπτικές και τα εθνικά συμφέροντα ανάμεσα στις πέντε χώρες. Δεύτερον, δυστυχώς, λόγω της έλλειψης έφεσης και τεχνικής επάρκειας πολλών από τους αξιωματούχους που εκπροσωπούσαν τις πέντε χώρες στις διαπραγματεύσεις αυτές και στους χρηματοπιστωτικούς μηχανισμούς που προέκυψαν. Αυτή είναι αυστηρή τοποθέτηση, το αντιλαμβάνομαι πλήρως, αλλά αν θέλουμε σοβαρά να αντιμετωπίσουμε τα τρομακτικά ζητήματα της αποδολαριοποίησης και των εναλλακτικών λύσεων απέναντι στο αμερικανικό νόμισμα, πρέπει να είμαστε ρεαλιστές και να έχουμε ένα ελάχιστο επίπεδο αυτοκριτικής.

ΤΩΡΑ, Η επέκταση των BRICS, που θα ξεκινήσει το 2024, θα επιδεινώσει ακόμη περισσότερο τα προβλήματα συντονισμού και τις πολιτικές αδυναμίες. Με εννέα ή δέκα χώρες-μέλη (ανάλογα με το αν η Σαουδική Αραβία αποδεχθεί την πρόσκληση για ένταξη), μπορεί κανείς να προβλέψει ότι θα αποτελέσει πολύ μεγαλύτερη πρόκληση η πρόοδος σε οποιοδήποτε πρακτικό θέμα. Οι μη ειδικοί, οι εξωτερικοί παρατηρητές και ακόμη και οι καλά προετοιμασμένοι ακαδημαϊκοί συχνά αγνοούν αυτές τις δυσκολίες. Ορισμένοι από αυτούς προσθέτουν τα ακαθάριστα εγχώρια προϊόντα (ΑΕΠ) και τους πληθυσμούς των BRICS ή των BRICS+ και καταλήγουν βιαστικά στο συμπέρασμα ότι η ομάδα έχει γίνει μια μεγάλη δύναμη στον κόσμο. Ορισμένες χώρες, μεταξύ των οποίων πιστεύω ότι συγκαταλέγονται η Κίνα και η Ρωσία, θέλουν να διευρύνουν ακόμη περισσότερο την ομάδα. Στη δημοσιογραφική ρητορική, τα διευρυμένα BRICS υποτίθεται ότι πρόκειται να γίνουν ένα φόρουμ για τον Παγκόσμιο Νότο. Αυτό μπορεί να ακούγεται ωραίο, αλλά θα μπορούσε κανείς να αναρωτηθεί: μήπως μια μεγάλη και γρήγορη αύξηση του αριθμού των μελών της ομάδας δεν θα οδηγήσει τελικά στο να γίνουν οι BRICS+ κάτι σαν «ΟΗΕ του Νότου», ίσως εξίσου αναποτελεσματική με τον ίδιο τον ΟΗΕ;Ωστόσο, ας μην είμαστε υπερβολικά αρνητικοί. Γεγονός παραμένει ότι η ομάδα BRICS περιλαμβάνει σημαντικές χώρες. Τα τέσσερα αρχικά μέλη –Βραζιλία, Ρωσία, Ινδία και Κίνα– συγκαταλέγονται μεταξύ των γιγάντων του κόσμου. Η Κίνα είναι πλέον η μεγαλύτερη οικονομία, από την άποψη του ΑΕΠ σε ισοτιμία αγοραστικής δύναμης, έχοντας ξεπεράσει τις ΗΠΑ με ικανή διαφορά. Οι χώρες BRICS μοιράζονται μια μακροχρόνια δυσαρέσκεια με την υπάρχουσα διεθνή νομισματική και χρηματοπιστωτική αρχιτεκτονική. Οι λόγοι δυσαρέσκειας έχουν μόνο αυξηθεί σ’ αυτές τις πρώτες δεκαετίες του 21ου αιώνα. Οι χρηματοπιστωτικές, οικονομικές και πολιτικές αβεβαιότητες έχουν αυξηθεί δραματικά, αλλά η Δύση δεν δίνει κανένα σημάδι ότι θα προβεί στις αναπροσαρμογές και στις παραχωρήσεις που απαιτούνται για να ικανοποιήσει τις χώρες BRICS και άλλες χώρες των αναδυόμενων αγορών. Η δυσλειτουργία του διεθνούς νομισματικού συστήματος που βασίζεται στο δολάριο, που πάει πίσω στη δεκαετία του 1960, γίνεται όλο και πιο εμφανής.

ΣΥΝΕΠΩΣ, έχουμε καθήκον να προσπαθήσουμε να ανταποκριθούμε σε αυτές τις προκλήσεις. Εάν δεν μπορούμε να το κάνουμε αυτό ως ομάδα, ίσως η Κίνα πάρει απάνω της την προώθηση της αποδολαριοποίησης. Ωστόσο, δεν είναι καθόλου σαφές αν η Κίνα έχει τα μέσα και ενδιαφέρεται πραγματικά να αντικαταστήσει το δολάριο ΗΠΑ με το δικό της νόμισμα. Για μια οικονομία που δεν έχει ακόμη ωριμάσει πλήρως από χρηματοοικονομική άποψη και από άλλες πλευρές, το «υπερβολικό προνόμιο» μπορεί κάλλιστα να μετατραπεί σε «υπερβολική επιβάρυνση». Τίθενται δύσκολα ερωτήματα. Θα ήταν η Κίνα έτοιμη και θα ενδιαφερόταν να καταστήσει το γιουάν πλήρως μετατρέψιμο νόμισμα; Αυτό είναι πιθανώς προϋπόθεση προκειμένου να αντικαταστήσει το δολάριο ΗΠΑ σε έναν οποιονδήποτε υπολογίσιμο βαθμό. Θα ήταν η Κίνα έτοιμη να δεχθεί την ανατίμηση που θα προέκυπτε από την αύξηση της διεθνούς ζήτησης για το νόμισμά της; Ποιές επιπτώσεις θα είχε η ανατίμηση του γιουάν στην ανταγωνιστικότητα των εξαγωγών και στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών της Κίνας; Θα μπορούσε μια μεγάλη αύξηση του ρόλου του κινεζικού νομίσματος να μη έρθει σε σύγκρουση με τη μακροχρόνια και επιτυχημένη στρατηγική της χώρας να προστατεύει προσεκτικά την οικονομία και τα χρηματοπιστωτικά της συστήματα από τις διεθνείς αναταράξεις; Και, τέλος, είναι η Κίνα έτοιμη να υποστεί το χτύπημα του μένους των ΗΠΑ εναντίον οποιουδήποτε προσπαθεί σοβαρά να εκτοπίσει το δολάριο; Λόγω αυτών και άλλων αβεβαιοτήτων, είναι μάλλον δύσκολο να αναμένουμε από την Κίνα να ηγηθεί μόνη της, της διαδικασίας αποδολαριοποίησης.

ΑΥΤΟ ΜΑΣ φέρνει πίσω στα BRICS. Αν υποθέσουμε ότι η ομάδα θα είναι σε θέση να ξεπεράσει τα προβλήματα συντονισμού, τα πολιτικά τρωτά σημεία και την έλλειψη εξειδικευμένου προσωπικού, η προσπάθεια θα μπορούσε να κατανεμηθεί στις διάφορες χώρες μέλη. Το σημαντικό πολιτικό και τεχνικό βάρος θα μοιραζόταν τότε σε πολλές χώρες.

Η Ρωσία, ως προεδρεύουσα των BRICS το 2024, έχει ήδη αρχίσει να εργάζεται για την επανεξέταση του διεθνούς συστήματος και των πιθανών πρωτοβουλιών των BRICS στον τομέα αυτό. Λίγα είναι γνωστά σχετικά με το πόσο μακριά κατάφεραν να κινηθούν οι BRICS υπό τη ρωσική ηγεσία φέτος. Σε κάθε περίπτωση, μπορεί να αναμένεται ότι η Ρωσία, ως το κύριο θύμα μέχρι στιγμής της μετατροπής του αμερικανικού δολαρίου και του Δυτικού χρηματοπιστωτικού συστήματος σε όπλο, θα καταβάλει κάθε δυνατή προσπάθεια για να προχωρήσει η ατζέντα. Η Βραζιλία, η επόμενη προεδρεύουσα της ομάδας, το 2025, θα συνεχίσει, ελπίζω, από εκεί που σταμάτησε η Ρωσία.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!