Ανάμεσα στην πονηριά και την ανοησία του, το πολιτικό προσωπικό της χώρας θέτει «σοβαρά ερωτήματα», αναγκάζοντάς μας να αντιμετωπίσουμε πιο συνολικά τα πράγματα. Η πανδημία, εκτός όλων των άλλων, έρχεται να επιβάλει κι έναν τρόπο σκέψης που μας καλεί να συμφιλιωθούμε με την οποιαδήποτε συνθήκη και κατάσταση, σαν αυτές να προέκυψαν ξαφνικά, σαν να μην έχουν αιτίες, υπεύθυνους κ.ο.κ. Για να κουμπώσει έπειτα ομαλά μια τάχα αναγκαστική διαχείριση του ζητήματος. Ορισμένα παραδείγματα από το χώρο της εκπαίδευσης:
ΑΦΟΥ για μια ακόμα φορά, η κουστωδία που μας κυβερνά έδωσε όρκους πίστης στο αναντικατάστατο της δια ζώσης διδασκαλίας… τα σχολεία έκλεισαν ξανά. Για να χωνέψουμε για τα καλά ότι το ερώτημα «κολλάει ή δεν κολλάει στα σχολεία» θα απαντιέται κατά το δοκούν και ανάλογα με τις προτεραιότητες του πολιτικού χειρισμού/κοροϊδίας. Στις επιστημονικές συνεδριάσεις δεν υπάρχουν παιδιά που «καίγονται», έφηβοι που σχεδόν δεν έχουν ζήσει Λύκειο, γονείς σε παράκρουση με ό,τι αυτό σημαίνει, όπως κυρίως δεν υπάρχει η υποψία σοβαρών μέτρων για τα σχολεία. Όχι «για να μην κολλάει» αλλά για να κολλάει λιγότερο. «Ο ιός καθοδηγεί τις αποφάσεις μας» δηλώνουν σε διάφορους τόνους οι ειδικοί, για να αποδειχτεί έτσι, όχι απλά μια πολιτική συνενοχή αλλά και η γύμνια ενός σύγχρονου τρόπου «να γίνεται επιστήμη». Μονωμένη, στατική, δειλή και με μοντέλα τα οποία αδιαφορούν για παράγοντες που λείπουν ή και καταστρέφονται. Η «αλληλεξάρτηση» και τα «συστήματα» φτάνουν μέχρι ενός ορίου, όχι ακριβώς επιστημονικού.
ΠΡΙΝ λίγες μέρες άλλωστε, η βουλευτής Κυκλάδων της Ν.Δ., Κατερίνα Μονογυιού, με κοινοβουλευτική της ερώτηση στην Υπουργό Παιδείας, αναρωτιέται «εάν σκοπεύει να δημιουργήσει, με γνώμονα την εμπειρία που έχει αποκτηθεί από τις καλές πρακτικές που έχουν εφαρμοστεί κατά τη διάρκεια της καραντίνας, ειδικές μόνιμες δομές τηλεκπαίδευσης που θα απευθύνονται σε μαθητές νησιών όπου δεν υπάρχουν δομές δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, ώστε να δοθεί η δυνατότητα στα παιδιά αυτά να μπορέσουν να συνεχίσουν την εκπαίδευσή τους χωρίς να χρειαστεί να εγκαταλείψουν τον τόπο τους». Η βουλευτής αναφέρεται κυρίως στα μικρονήσια, δηλαδή σε νησιά κάτω των 300 κατοίκων, συμπληρώνοντας ότι «είτε τα παιδιά έπρεπε να ζήσουν μόνα τους σε μεγαλύτερα νησιά, είτε έπρεπε να μετακινηθεί όλη η οικογένεια με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την ίδια αλλά και για τα μικρά νησιά που ερημώνουν». Και αναρωτιόμαστε: Γιατί δηλαδή μόνο στα μικρονήσια; Το νούμερο 300, αυτό που σήμερα φαντάζει εξαιρετικά μικρό, αύριο θα μπορούσε άνετα να είναι 500, 1.500 και βάλε. Αλλά και σε μια σειρά ακόμα περιοχές, ορεινά χωριά για παράδειγμα, για ποιο λόγο να μη δοκιμαστούν τέτοιες λύσεις; Εν προκειμένω, έχουμε την «ερήμωση των νησιών». Από αυτό το αναπόδραστο δεδομένο θα ξεκινήσουν οι τυχόν λύσεις, που με τη σειρά τους θα συντηρήσουν ή θα επιτείνουν σε ένα φαύλο κύκλο το πρόβλημα. Θα μπορούσε όμως κάποιος να ισχυριστεί ότι η μόνη λύση είναι να βρεθούν τρόποι ώστε να γεμίσουν ξανά τα νησιά μας με κόσμο; Έτσι ώστε, το δικαίωμα κάθε παιδιού στο δάσκαλο και το σχολείο να μην μπορεί να παζαρεύεται τόσο εύκολα και φθηνά με την τηλεκπαίδευση. Σε συνθήκες μάλιστα όπου η πολεοποίηση και η μεγάλη συγκέντρωση πληθυσμών χτυπάει πια καμπανάκια που αφορούν με δραματικό τρόπο τα ζητήματα της δημόσιας υγείας. Βέβαια εδώ το πρόβλημα δεν είναι τα ελάχιστα μικρονήσια. Αυτά αποτελούν απλά το πρώτο λιθαράκι ακριβώς για να περάσει η παραπάνω «λογική», για να ανοίξει η φάμπρικα των «εφικτών και αναγκαίων λύσεων».
Το πρόβλημα δεν είναι τα ελάχιστα μικρονήσια. Αυτά αποτελούν απλά το πρώτο λιθαράκι ακριβώς για να περάσει μια «λογική», για να ανοίξει η φάμπρικα των «εφικτών και αναγκαίων λύσεων»
ΚΑΤΙ ΑΝΑΛΟΓΟ θα μπορούσε να ειπωθεί και για το θέμα των «επιλογών προτίμησης» για τις σχολές της τριτοβάθμιας, με αφορμή τη συζήτηση του νέου νόμου. Και εδώ μια αντινεοφιλελεύθερη πολιτική, που θα αποδέχεται όμως σαν αντικειμενικό δεδομένο την «ατομική προτίμηση» δεν είναι αρκετή. Ας αναρωτηθούμε τι υπάρχει πίσω από το μοτίβο του «τι θέλει να σπουδάσει ο καθένας». Ποια επαγγέλματα, ποιες δραστηριότητες έχουν πέραση στους νέους και γιατί; Τότε ίσως γίνει φανερό ότι η Αγορά δεν αλώνει την Εκπαίδευση μονάχα σε σχέση με την κατάργηση του «δημόσιου και δωρεάν» αλλά και με την απόσυρση του ερωτήματος «τι είδους εκπαίδευση έχει ανάγκη η χώρα». Στην πραγματικότητα βέβαια, η Υπουργός απαντά μια χαρά στο ερώτημα, δηλώνοντας για τα πανεπιστήμια: «Άλλο αυτοδιοίκητο και άλλο αυτονομία». Πρακτικά: Το κράτος κρατάει την αυτονομία να καθορίζει τις βασικές συντεταγμένες (κατηγοριοποίηση, εμπορευματοποίηση κ.λπ.) και το αυτοδιοίκητο παραμένει ίσα-ίσα για να προσαρμόσει το τοπίο σε αυτές.
ΤΕΛΟΣ, ο Θανάσης (Παφίλης) ξεφτίλισε, λέει, την κυβέρνηση καταθέτοντας στη Βουλή τις αφίσες της ΔΑΠ-ΝΔΦΚ με τα διάφορα «party μωρή άρρωστη». Καλά έκανε, δεν είναι όμως και καμιά σπουδαία παρέμβαση. Εκατοντάδες χιλιάδες φοιτητές τις γνωρίζουν από πρώτο χέρι, εκατοντάδες πανεπιστημιακοί δάσκαλοι συναγελάζονται στην ίδια πολιτική οικογένεια με τους αφισοκολλητές (και παραμένουν δάσκαλοι ε;) ενώ η παράταξη είναι πρώτη δύναμη στις φοιτητικές εκλογές. Δεν είναι σίγουρο το τι ακριβώς σημαίνει όταν αυτή η κατάντια μπαίνει στο ανώτατο κομματικό παιχνίδι. Γιατί μπορεί αυτό να κρύβει κάτω από το χαλί έναν διαρκή πολιτικό κομφορμισμό παρά τις καταγγελίες, τις εντυπώσεις και τις «τάπες». Ένας φίλος λέει, με αφορμή το κίνημα με τις καταγγελίες για σεξουαλικές παρενοχλήσεις, ότι πέρα από τον προφανή θύτη και το προφανές θύμα, έχει μεγάλη σημασία και το «χωριό». Κατά μία έννοια, η ελληνική βουλή, το χωριό, λειτουργεί εξαιρετικά κανονικά για μια τόσο έκτακτη και δραματική περίοδο. Γιατί αν όντως η δημοκρατία κινδυνεύει, πέρα από τις καταψηφίσεις υπάρχουν και οι παραιτήσεις.