Παιχνίδια απαξίωσης και ξεπουλήματος στις πλάτες του λαού. Του Δημήτρη Σιανίδη
Μέσα στα αλλεπάλληλα σοκ που δέχεται τελευταία ο ελληνικός λαός από την μείωση των μισθών και των συντάξεών του, από τους φόρους και τα «χαράτσια» που καλείται καθημερινά να πληρώνει, η είδηση για την επικείμενη αύξηση του ηλεκτρικού ρεύματος, από την 1η Ιανουαρίου 2012, πέρασε μάλλον απαρατήρητη στους περισσότερους. Σύμφωνα με τις τελευταίες πληροφορίες, η αύξηση αυτή θα είναι περίπου 15% και θα αφορά αδιακρίτως όλους τους καταναλωτές. Σκοπός της αύξησης είναι η κάλυψη των ελλειμμάτων της εταιρίας που, σύμφωνα με τους διοικούντες της, υπερβαίνουν σήμερα τα 5.000.000.000 ευρώ!
Ευλόγως θα αναρωτηθείτε: Μια επιχείρηση που αποτελεί μονοπώλιο στην αγορά ηλεκτρικής ενέργειας πώς είναι δυνατόν να είναι ζημιογόνα;
Πώς είναι δυνατόν μια επιχείρηση που επί σειρά ετών καθορίζει και επιβάλλει στους καταναλωτές μονομερώς και δικτατορικά την τιμή του ρεύματος, να παρουσιάζει ζημιές και όχι κέρδη;
Είναι δυνατόν μια επιχείρηση που μέχρι πρότινος μας την παρουσίαζαν ως πολύφερνη νύφη, λόγω της δυναμικής της και των επενδύσεών της, που σφάζονταν στα πόδια της εγχώριοι και ξένοι «γαμπροί» για να την αποκτήσουν, να έχει καταντήσει επαίτισσα;
Και αν πράγματι έτσι έχουν τα πράγματα, υπάρχει στον κόσμο σοβαρός επενδυτής που θα θελήσει να την αγοράσει;
Ως απλοί πολίτες δεν είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε την πραγματική εικόνα της ΔΕΗ και ούτε φυσικά περιμένουμε μια πειστική εξήγηση για τα αίτια της διαφαινόμενης (όπως τουλάχιστον παρουσιάζεται) χρεοκοπίας της. Και επίσης δεν θα μάθουμε ποτέ εάν η παρούσα οικονομική της δυσπραγία είναι ή όχι αναστρέψιμη.
Εκείνο, όμως, που μας κάνει εντύπωση είναι ότι όλες σχεδόν οι επιχειρήσεις που ελέγχει άμεσα ή έμμεσα το κράτος, εμφανίζονται σήμερα απαξιωμένες. Φαίνεται πως μεθοδευμένα διοχετεύεται σε όλους μας η εικόνα πως είναι προβληματικές, ότι υπάρχει κακοδιαχείριση, διαφθορά κ.λπ. έτσι ώστε εμείς να αγανακτήσουμε και να πούμε στο τέλος: «Καλύτερα ας πουληθούν, βρε αδερφέ, για να μην τις πληρώνουμε από τη τσέπη μας…».
Όμως, οι λίγο καχύποπτοι ίσως αναρωτηθούν: Μήπως δεν είναι ακριβώς έτσι τα πράγματα αλλά όλο αυτό το σκηνικό, σχετίζεται με τη μνημονιακή υποχρέωση των πολιτικών μας να ξεπουλήσουν (συγγνώμη, να αποκρατικοποιήσουν), όλη τη δημόσια περιουσία μας; Και μήπως αυτό πρέπει να γίνει τάχιστα, αφού έχουν απέναντί τους και έναν λαό που τους φωνάζει καθημερινά «δεν πάει άλλο» και που πλέον δεν μπορούν να ελέγξουν;
Και για να μας αποδείξουν οι καχύποπτοι αυτοί ότι έχουν δίκιο, θα μας φέρουν το παράδειγμα της Εγνατίας Οδού, μιας κρατικής, δηλαδή, εταιρίας, η οποία σήμερα ξεπουλιέται, ενώ όχι μόνο είναι υγιής και έχει ευοίωνο μέλλον, αλλά, όπως λένε οι εργαζόμενοί της, έχει αναλάβει προσεχώς να εκτελέσει στην Ελλάδα και στα Βαλκάνια έργα αξίας 2.000.000.000 ευρώ! Το τραγικό (και το ύποπτο) είναι ότι πουλιέται τώρα ακριβώς που εγκαταστάθηκαν οι σταθμοί διοδίων, από τα έσοδα των οποίων θα μπορούσε να χρηματοδοτηθεί η συντήρηση του μεγαλύτερου οδικού άξονα της χώρας!
Ξαναγυρνώντας στο θέμα της αύξησης του ρεύματος που επιζητά η ΔΕΗ και βλέποντας το θέμα νομικά αλλά και από την ηθική του δικαίου, έχω να παραθέσω τα εξής:
Ως καταναλωτές ηλεκτρικού ρεύματος υπογράψαμε κάποτε όλοι μας ένα συμβόλαιο με τη ΔΕΗ το οποίο για να μας δεσμεύει και να είναι έγκυρο, πρέπει να είναι σύμφωνο με τους γενικούς κανόνες των συναλλακτικών ηθών και να μην είναι καταπλεονεκτικό σε βάρος μας. Συγκεκριμένα, ο νόμος, (ο Αστικός Κώδικας για τους νομικούς) θεωρεί ότι μια σύμβαση αντίκειται στα συναλλακτικά ήθη και είναι άκυρη όταν:
α. Με το περιεχόμενό της δεσμεύεται υπέρμετρα η ελευθερία του προσώπου ή όταν
β. Με το περιεχόμενό της, κάποιος εκμεταλλεύεται την ανάγκη, την κουφότητα ή την απειρία του άλλου και με τον τρόπο αυτό πετυχαίνει να πάρει για τον εαυτό του περιουσιακά ωφελήματα, τα οποία βρίσκονται σε προφανή δυσαναλογία με την παροχή του.
Εξάλλου, ως καταναλωτές, προστατευόμαστε από το νόμο 2251/94, ο οποίος ορίζει ότι: «Γενικοί όροι συμβάσεων που έχουν ως αποτέλεσμα τη σημαντική διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων σε βάρος του καταναλωτή, απαγορεύονται και είναι άκυροι».
Στο πλαίσιο αυτό οποιαδήποτε αύξηση στην τιμή του προϊόντος πρέπει κατ’ αρχήν να υπαγορεύεται από ειδικά και συγκεκριμένα κριτήρια και να μη θέτει σε δυσμενή θέση τον καταναλωτή ο οποίος, μάλιστα, αποτελεί και το «αδύνατο» συμβαλλόμενο μέρος της σύμβασης.
Επομένως, η αύξηση της αξίας του ρεύματος σε διψήφιο ποσοστό, όπως θέλει η ΔΕΗ, σε μια μάλιστα χρονική περίοδο ύφεσης, όπου τα ελληνικά νοικοκυριά πραγματικά στενάζουν, δεν μπορεί και δεν πρέπει να γίνει αποδεκτή από κανένα μας, πολύ δε περισσότερο, αφού δεν σχετίζεται με κάποια επιπλέον ωφέλεια που θα μας προσφέρει η ΔΕΗ.
Και πρέπει να σημειωθεί ότι η επικείμενη αύξηση βρίσκει αντίθετους και τους ίδιους τους Έλληνες βιομήχανους, οι οποίοι δικαίως διαμαρτύρονται, αφού το κόστος των ελληνικών προϊόντων που παράγουν θα επιβαρυνθεί σημαντικά, με αποτέλεσμα να μην είναι ανταγωνιστικά στην αγορά, σε σχέση με τα εισαγόμενα.
Το ηλεκτρικό ρεύμα είναι κοινωνικό αγαθό, όπως ο αέρας και το νερό, και απόλυτα απαραίτητο για την επιβίωσή μας. Οποιαδήποτε προσπάθεια ασύδοτης εμπορευματοποίησής του πρέπει να θεωρείται έγκλημα. Έχει επίσης, ως παροχή, καθαρά ανταποδοτικό χαρακτήρα. Συνεπώς, κανείς από τους κρατούντες δεν μπορεί να ισχυρισθεί σήμερα ότι φταίμε εμείς οι καταναλωτές για το έλλειμμα της ΔΕΗ, στο στυλ τού «μαζί τα φάγαμε». Ας βρουν, επομένως, τον τρόπο οι διοικούντες της ΔΕΗ με τους παχυλούς μισθούς τους να το καλύψουν και εμείς ας αντισταθούμε στο νέο αυτό χαράτσι. Αν είναι να γυρίσουμε πίσω στην εποχή της γκαζόλαμπας, αυτό ας γίνει από δική μας επιλογή και όχι επειδή κάποιοι μας το επέβαλαν.
Λίγη αξιοπρέπεια χρειάζεται να δείξουμε. Τα άλλα θα έρθουν μόνα τους…
Ευλόγως θα αναρωτηθείτε: Μια επιχείρηση που αποτελεί μονοπώλιο στην αγορά ηλεκτρικής ενέργειας πώς είναι δυνατόν να είναι ζημιογόνα;
Πώς είναι δυνατόν μια επιχείρηση που επί σειρά ετών καθορίζει και επιβάλλει στους καταναλωτές μονομερώς και δικτατορικά την τιμή του ρεύματος, να παρουσιάζει ζημιές και όχι κέρδη;
Είναι δυνατόν μια επιχείρηση που μέχρι πρότινος μας την παρουσίαζαν ως πολύφερνη νύφη, λόγω της δυναμικής της και των επενδύσεών της, που σφάζονταν στα πόδια της εγχώριοι και ξένοι «γαμπροί» για να την αποκτήσουν, να έχει καταντήσει επαίτισσα;
Και αν πράγματι έτσι έχουν τα πράγματα, υπάρχει στον κόσμο σοβαρός επενδυτής που θα θελήσει να την αγοράσει;
Ως απλοί πολίτες δεν είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε την πραγματική εικόνα της ΔΕΗ και ούτε φυσικά περιμένουμε μια πειστική εξήγηση για τα αίτια της διαφαινόμενης (όπως τουλάχιστον παρουσιάζεται) χρεοκοπίας της. Και επίσης δεν θα μάθουμε ποτέ εάν η παρούσα οικονομική της δυσπραγία είναι ή όχι αναστρέψιμη.
Εκείνο, όμως, που μας κάνει εντύπωση είναι ότι όλες σχεδόν οι επιχειρήσεις που ελέγχει άμεσα ή έμμεσα το κράτος, εμφανίζονται σήμερα απαξιωμένες. Φαίνεται πως μεθοδευμένα διοχετεύεται σε όλους μας η εικόνα πως είναι προβληματικές, ότι υπάρχει κακοδιαχείριση, διαφθορά κ.λπ. έτσι ώστε εμείς να αγανακτήσουμε και να πούμε στο τέλος: «Καλύτερα ας πουληθούν, βρε αδερφέ, για να μην τις πληρώνουμε από τη τσέπη μας…».
Όμως, οι λίγο καχύποπτοι ίσως αναρωτηθούν: Μήπως δεν είναι ακριβώς έτσι τα πράγματα αλλά όλο αυτό το σκηνικό, σχετίζεται με τη μνημονιακή υποχρέωση των πολιτικών μας να ξεπουλήσουν (συγγνώμη, να αποκρατικοποιήσουν), όλη τη δημόσια περιουσία μας; Και μήπως αυτό πρέπει να γίνει τάχιστα, αφού έχουν απέναντί τους και έναν λαό που τους φωνάζει καθημερινά «δεν πάει άλλο» και που πλέον δεν μπορούν να ελέγξουν;
Και για να μας αποδείξουν οι καχύποπτοι αυτοί ότι έχουν δίκιο, θα μας φέρουν το παράδειγμα της Εγνατίας Οδού, μιας κρατικής, δηλαδή, εταιρίας, η οποία σήμερα ξεπουλιέται, ενώ όχι μόνο είναι υγιής και έχει ευοίωνο μέλλον, αλλά, όπως λένε οι εργαζόμενοί της, έχει αναλάβει προσεχώς να εκτελέσει στην Ελλάδα και στα Βαλκάνια έργα αξίας 2.000.000.000 ευρώ! Το τραγικό (και το ύποπτο) είναι ότι πουλιέται τώρα ακριβώς που εγκαταστάθηκαν οι σταθμοί διοδίων, από τα έσοδα των οποίων θα μπορούσε να χρηματοδοτηθεί η συντήρηση του μεγαλύτερου οδικού άξονα της χώρας!
Ξαναγυρνώντας στο θέμα της αύξησης του ρεύματος που επιζητά η ΔΕΗ και βλέποντας το θέμα νομικά αλλά και από την ηθική του δικαίου, έχω να παραθέσω τα εξής:
Ως καταναλωτές ηλεκτρικού ρεύματος υπογράψαμε κάποτε όλοι μας ένα συμβόλαιο με τη ΔΕΗ το οποίο για να μας δεσμεύει και να είναι έγκυρο, πρέπει να είναι σύμφωνο με τους γενικούς κανόνες των συναλλακτικών ηθών και να μην είναι καταπλεονεκτικό σε βάρος μας. Συγκεκριμένα, ο νόμος, (ο Αστικός Κώδικας για τους νομικούς) θεωρεί ότι μια σύμβαση αντίκειται στα συναλλακτικά ήθη και είναι άκυρη όταν:
α. Με το περιεχόμενό της δεσμεύεται υπέρμετρα η ελευθερία του προσώπου ή όταν
β. Με το περιεχόμενό της, κάποιος εκμεταλλεύεται την ανάγκη, την κουφότητα ή την απειρία του άλλου και με τον τρόπο αυτό πετυχαίνει να πάρει για τον εαυτό του περιουσιακά ωφελήματα, τα οποία βρίσκονται σε προφανή δυσαναλογία με την παροχή του.
Εξάλλου, ως καταναλωτές, προστατευόμαστε από το νόμο 2251/94, ο οποίος ορίζει ότι: «Γενικοί όροι συμβάσεων που έχουν ως αποτέλεσμα τη σημαντική διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων σε βάρος του καταναλωτή, απαγορεύονται και είναι άκυροι».
Στο πλαίσιο αυτό οποιαδήποτε αύξηση στην τιμή του προϊόντος πρέπει κατ’ αρχήν να υπαγορεύεται από ειδικά και συγκεκριμένα κριτήρια και να μη θέτει σε δυσμενή θέση τον καταναλωτή ο οποίος, μάλιστα, αποτελεί και το «αδύνατο» συμβαλλόμενο μέρος της σύμβασης.
Επομένως, η αύξηση της αξίας του ρεύματος σε διψήφιο ποσοστό, όπως θέλει η ΔΕΗ, σε μια μάλιστα χρονική περίοδο ύφεσης, όπου τα ελληνικά νοικοκυριά πραγματικά στενάζουν, δεν μπορεί και δεν πρέπει να γίνει αποδεκτή από κανένα μας, πολύ δε περισσότερο, αφού δεν σχετίζεται με κάποια επιπλέον ωφέλεια που θα μας προσφέρει η ΔΕΗ.
Και πρέπει να σημειωθεί ότι η επικείμενη αύξηση βρίσκει αντίθετους και τους ίδιους τους Έλληνες βιομήχανους, οι οποίοι δικαίως διαμαρτύρονται, αφού το κόστος των ελληνικών προϊόντων που παράγουν θα επιβαρυνθεί σημαντικά, με αποτέλεσμα να μην είναι ανταγωνιστικά στην αγορά, σε σχέση με τα εισαγόμενα.
Το ηλεκτρικό ρεύμα είναι κοινωνικό αγαθό, όπως ο αέρας και το νερό, και απόλυτα απαραίτητο για την επιβίωσή μας. Οποιαδήποτε προσπάθεια ασύδοτης εμπορευματοποίησής του πρέπει να θεωρείται έγκλημα. Έχει επίσης, ως παροχή, καθαρά ανταποδοτικό χαρακτήρα. Συνεπώς, κανείς από τους κρατούντες δεν μπορεί να ισχυρισθεί σήμερα ότι φταίμε εμείς οι καταναλωτές για το έλλειμμα της ΔΕΗ, στο στυλ τού «μαζί τα φάγαμε». Ας βρουν, επομένως, τον τρόπο οι διοικούντες της ΔΕΗ με τους παχυλούς μισθούς τους να το καλύψουν και εμείς ας αντισταθούμε στο νέο αυτό χαράτσι. Αν είναι να γυρίσουμε πίσω στην εποχή της γκαζόλαμπας, αυτό ας γίνει από δική μας επιλογή και όχι επειδή κάποιοι μας το επέβαλαν.
Λίγη αξιοπρέπεια χρειάζεται να δείξουμε. Τα άλλα θα έρθουν μόνα τους…
* Ο Δημήτρης Σιανίδης είναι δικηγόρος.
Σχόλια