Ζακ Λακαριέρ, Το ελληνικό καλοκαίρι εκδόσεις Ι. Χατζηνικολή, Αθήνα 1980

 

«Η Κύπρος είναι ένα ελληνικό νησί, εννοώ ένα νησί που η γλώσσα του και η κουλτούρα του υπήρξαν ελληνικές από τους αρχαιότερους σχεδόν χρόνους. Αυτούς τους χρόνους μπορούμε να τους προσδιορίσουμε με ακρίβεια, γιατί οι ανασκαφές έφεραν στο φως συναρπαστικές μαρτυρίες επί του προκειμένου που δύσκολα θα μπορούσαν ν’ αμφισβητηθούν. Αυτό που προκύπτει απ’ αυτές τις μαρτυρίες είναι ότι μιλούσαν μια γλώσσα συγγενική με την ελληνική από την κρητομινωική εποχή, δηλαδή δεκαοχτώ αιώνες πριν από τον Ιησού Χριστό, και ότι μιλούσαν μια γλώσσα απόλυτα ελληνική περίπου έξι αιώνες αργότερα, με τον ερχομό των Αχαιών. Από εκείνη την ημερομηνία έως σήμερα, η γλώσσα και η κουλτούρα της Κύπρου βέβαια με τους χαρακτήρες τους τοπικούς και των διαλέκτων της δε θα πάψουν να είναι Ελληνικές. Αυτό που βρίσκω σημαντικό είναι ότι η Κύπρος παρουσιάζει τη μοναδική περίπτωση ενός χώρου και μιας κουλτούρας ελληνόφωνης ενώ το νησί δεν υπήρξε ποτέ ελληνικό ούτε προσαρτημένο με οποιοδήποτε τρόπο στην Ελλάδα. Θα προσθέσω μάλιστα ότι, αντίθετα, δεν έπαψε για μια διάρκεια περίπου τριάντα αιώνων (με την εξαίρεση δύο περιόδων σχετικής ανεξαρτησίας στις αρχές των βυζαντινών χρόνων) να κατέχεται, να κυριαρχείται και να απολυτρώνεται από μια ατελείωτη σειρά κατακτητών, πολλοί από τους οποίους δεν είχαν εγκατασταθεί και τόσο προσωρινά: Ασσύριοι, Αιγύπτιοι, Πέρσες, Φοίνικες, Πτολεμαίοι, Ρωμαίοι πριν από τη χριστιανική εποχή, κατόπιν, όταν άρχισαν οι Σταυροφορίες: Φράγκοι, Βενετοί, Σαρακηνοί, Άραβες, Τούρκοι (για αρκετούς αιώνες) και για να τελειώνουμε Άγγλοι (που αγόρασαν το νησί από τους Τούρκους το 1878).

Η Κύπρος δεν θα βρεθεί επιτέλους ελεύθερη και ανεξάρτητη παρά πολύ πρόσφατα, μετά από τις συνθήκες της Ζυρίχης, το 1959. Βλέπομε λοιπόν ότι τριάντα δύο αιώνες δεινά, λεηλασίες, κατοχές, κυριαρχίες, εισαγωγές ξένων γλωσσών, θρησκειών και πολιτισμών, δεν μπόρεσαν να παραμερίσουνε τον πολιτισμό και τη γλώσσα της Κύπρου. Προσωπικά, βρίσκω το γεγονός εξωφρενικό, έστω και αν αυτή η συνέχεια κλονίζει ή αναιρεί ορισμένες γλωσσολογικές θεωρίες. Τίποτα δεν είναι πιο συναρπαστικό, συγκλονιστικό και αποκαλυπτικό όπως τόσο καλά το εξέφρασε ο Σεφέρης σ’ ένα ποίημα του αφιερωμένο στην Κύπρο με τίτλο Έγκωμη από το να ξαναβρείς μέσα στο χώμα, πάνω σε μια γη που έχει υποβληθεί σε τόσες πιέσεις και καταπιέσεις του ξένου, μάρμαρα, πέτρες, τάφους είκοσι αιώνων που φέρουν ελληνικά ονόματα, ορισμένα από τα οποία είναι καταληπτά ακόμα και σήμερα. Τι άλλο χρειάζεται για να καταλάβουμε ότι τα ελληνικά δεν είναι στην Κύπρο μια γλώσσα που έχει και πάλι εισαχθεί ή και πάλι μαθευτεί, αλλά η παμπάλαιη γλώσσα, η πάντα ζωντανή, του νησιού;

Αυτό το φαινόμενο το ξαναβρίσκομε πανομοιότυπο στην Ελλάδα. Δεν εντυπωσιάζει όσο στην Κύπρο, φαίνεται φυσικό στο κάτω κάτω της γραφής να μιλάνε ελληνικά στην Ελλάδα, δεν παύει όμως να είναι αξιομνημόνευτο όταν σκεφθείς ότι από τον Όμηρο ως τον Σεφέρη πρόκειται για την ίδια γλώσσα, με την ηρακλειτική έννοια του όρου, με άλλα λόγια πανομοιότυπη μέσα από τις διαδοχικές αλλαγές της. Αρχαία ελληνικά στην αρχή, κατόπιν αλεξανδρινά, ελληνικά της εποχής των Ευαγγελίων αυτή που αποκαλούσαν κοινή γλώσσα σ’ όλη την Εγγύς Ανατολή βυζαντινά, δημοτική των ημερών μας»

 

Ποιος είναι ο Ζακ Λακαριέρ

Ο συγγραφέας και ελληνιστής Ζακ Λακαριέρ γεννήθηκε στη Λιμόζ της Γαλλίας στις 2 Φεβρουαρίου 1925. Σπούδασε νομικά και φιλολογία στο Παρίσι. Το 1950 ξεκίνησε με τα πόδια με προορισμό την Ινδία, αλλά τελικά προτίμησε την Ελλάδα και την Εγγύς Ανατολή, όπου έζησε πολλά χρόνια, κυρίως στην Ύδρα και στην Πάτμο, μέχρι το 1966. Επιστρέφοντας στη Γαλλία, μετά το πραξικόπημα των συνταγματαρχών, εγκαθίσταται στη Βουργουνδία, στο σπίτι του θείου του, ξυλουργού, όπου μένει για πάντα. Υπήρξε λάτρης της αρχαίας και -κυρίως- της σύγχρονης Ελλάδας. Με το πάθος που τον χαρακτήριζε, κατάφερε να αναδείξει στο εξωτερικό το σύγχρονο πρόσωπο της χώρας και να το συνδέσει με την ιστορία της. Εξέδωσε μυθιστορήματα, ποιήματα, ταξιδιωτικές εντυπώσεις, βιβλία τέχνης, κ.ά., και ένα από τα καλύτερα βιβλία που γράφτηκαν για την Ελλάδα στο εξωτερικό, “Το ελληνικό καλοκαίρι” (1976). Μετέφρασε στα γαλλικά Έλληνες συγγραφείς, ανάμεσα στους οποίους οι Πρεβελάκης, Αλεξάνδρου, Τσίρκας, Ταχτσής, Βασιλικός, Πλασκοβίτης, Φραγκιάς, Σεφέρης, Ελύτης, Ρίτσος, Πατρίκιος, Λαμπαδαρίδου-Πόθου. Στα ελληνικά εκδόθηκαν τα έργα του: “Οι γνωστικοί”, Χατζηνικολή, 1976, “Οι ένθεοι”, Χατζηνικολή, 1977, “Το ελληνικό καλοκαίρι”, Χατζηνικολή, 1980, “Ο Ηνίοχος” (μετ.: Μαρία Λαμπαδαρίδου-Πόθου) ‘Ικαρος, 1982, “Μαρία η Αιγυπτία”, Χατζηνικολή, 1984, “Αυτό το ωραίο σήμερα”, Χατζηνικολή, 1991, “Συγγραφική πορεία ενός φιλέλληνα”, Χατζηνικολή, 1992, “Με τα φτερά του Ίκαρου”, Χατζηνικολή, 1995, “Τα παιδικά χρόνια του Ίκαρου και άλλα ποιήματα” (μετ.: Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ), Πατάκη, 1997, “Η σκόνη του κόσμου”, Χατζηνικολή, 1999, “Ερωτικό λεξικό της Ελλάδας”, Χατζηνικολή, 2002, “Αφρόδυτοι έρωτες” (μετ.: Δημήτρης Κρανιώτης), Μίμνερμος, 2002, “Λευκωσία: Η νεκρή ζώνη”, Ολκός, 2003. Πέθανε απροσδόκητα στις 17 Σεπτεμβρίου 2005, λόγω επιπλοκών ύστερα από μια απλή χειρουργική επέμβαση στο γόνατο, σε ηλικία 79 ετών. Η σορός του αποτεφρώθηκε και η στάχτη σκορπίστηκε στη θάλασσα στ’ ανοιχτά των Σπετσών, στις 3 Νοεμβρίου, σύμφωνα με την τελευταία του επιθυμία.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!