Επιλέγοντας να μεταφέρει στο σινεμά, σε διαφορετική χώρα και εποχή, το αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα του Τζακ Λόντον (1876-1916) «Μάρτιν Ήντεν» (1909), ο 44χρονος Ιταλός ντοκιμαντερίστας Πιέτρο Μαρτσέλλο δημιουργεί στη δεύτερη μυθοπλαστική ταινία του «Μάρτιν Ήντεν» (2019), ένα αμφίσημο ιδεολογικό κράμα που συνδυάζει τις δημοκρατικές πεποιθήσεις του νεαρού Λόντον, υπό την επίδραση ακόμα των θεωριών του ατομικισμού του Χέρμπερτ Σπένσερ, πριν ο συγγραφέας αναγεννηθεί ως σοσιαλιστής, με την ισχυρή αμφισβήτηση των σοσιαλιστικών θέσεων του πρώην μαρξιστή Μπερνάρντο Μπερτολούτσι. Στον απόηχο του ιταλικού πολιτικού σινεμά των δεκαετιών του ’60 και του ’70, ο Μαρτσέλλο εμπνέεται κυρίως από τις ταινίες-σταθμούς «Πριν την Επανάσταση» (1964) και «1900» (1976), του Μπερτολούτσι, καθώς και από το πνεύμα πολιτικής αμφισβήτησης των Αδερφών Ταβιάνι, σε ταινίες όπως «Ο Σαν Μικέλε είχε έναν κόκορα» (1972) και «Αλονζανφάν» (1974).

Από τους πρώτους Αμερικανούς συγγραφείς που βιοπορίστηκαν από το έργο τους, ο πρωτοπόρος και αυτοδίδακτος Τζακ Λόντον μορφώθηκε κυρίως διαβάζοντας στη δημόσια βιβλιοθήκη του Σαν Φρανσίσκο. Εργάστηκε από πολύ μικρή ηλικία, συνεισφέροντας στο φτωχικό οικογενειακό εισόδημα, στα 15 του ξεκίνησε μια περιπετειώδη και επικίνδυνη ζωή, με εμπόριο χρυσού και κυνήγι φώκιας. Οι προσπάθειές του να εισχωρήσει δυναμικά στο χώρο των εκδόσεων καταγράφονται στο αυτοβιογραφικό «Μάρτιν Ήντεν», όπου εμφανίζεται και ο αγαπητός φίλος του ποιητής Τζωρτζ Στέρλινγκ, μέσα από τον χαρακτήρα του Ρους Μπρίσσεντεν. Εξέδωσε πάνω από 50 βιβλία και δημιούργησε μια προσωπική βιβλιοθήκη με πάνω από 15.000 τίτλους, ενώ εκτός από τη συγγραφή, αγαπούσε και τα σπορ, ιδιαίτερα την πυγμαχία.

Στο λιμάνι της Νάπολης, στην προπολεμική Ιταλία, ο ρωμαλέος ναύτης Μάρτιν Ήντεν (Λούκα Μαρινέλλι), ξυπνάει βλέποντας έναν λιμενοφύλακα να κακομεταχειρίζεται έναν αδύναμο νεαρό. Δίχως δεύτερη σκέψη τον υπερασπίζεται και η τύχη του αλλάζει. Γεμάτος ευγνωμοσύνη ο νεαρός, γόνος της αριστοκρατικής οικογένειας Ορσίνι, τον προσκαλεί στο αρχοντικό του, όπου ο Μάρτιν μαγεύεται από την όμορφη αδερφή του, την Έλενα (Τζέσικα Κρέσι), που παίζει πιάνο, μιλάει γαλλικά και του δανείζει βιβλία με τα ποιήματα του Μπωντλαίρ. Βαθιά ερωτευμένος ο Μάρτιν αποφασίζει να μάθει να μιλάει και να σκέφτεται όπως οι Ορσίνι. Στρώνεται στο διάβασμα και στέλνει ανελλιπώς τα ποιήματά του στην Έλενα, αναφερόμενος στην «αδιάκοπη προέλασή του στο βασίλειο της γνώσης, όπου διαβάζει σαν αχόρταγος ψαράς, κάνοντας φίλες του όλες τις νέες λέξεις». Πεπεισμένος πως μπορεί να γίνει συγγραφέας, αφοσιώνεται στον σκοπό του, ταξιδεύει στην επαρχία, δουλεύοντας κοπιαστικά σε φάρμες, ενώ γράφει και διαβάζει τα βράδια, επιχειρώντας διακαώς να δημοσιεύσει ιστορίες του σε λογοτεχνικά περιοδικά. Στους κήπους των Ορσίνι, ο Μάρτιν συναντά τον πνευματώδη ποιητή κάποιας ηλικίας Ρους Μπρίσσεντεν (Κάρλο Τσέκι), νιώθοντας πως βρήκε την αδερφή-ψυχή του, ενώ ο Μπρίσσεντεν αναφέρει πως «βρήκε ένα αετόπουλο που ήθελε να σκαρφαλώσει σε μια φωλιά με κουκουβάγιες». Ακολουθώντας τον, έρχεται σε επαφή με πολιτικές ομάδες και ξεκαθαρίζει τις ιδεολογικές διαφωνίες του με σοσιαλιστές και φιλελεύθερους, παλεύοντας να καθιερωθεί ως συγγραφέας. Προκλητικός και συγκρουσιακός ως το κόκαλο, ο Μάρτιν απομακρύνεται ολοένα από την Έλενα.

Ο βίος και η πολιτεία του συναρπαστικού «γίγαντα της ζωής» Τζακ Λόντον ζωντανεύουν μέσα από τη δυναμική προσωπικότητα ενός αυθεντικού χαρακτήρα, του Μάρτιν Ήντεν, στην επεξεργασμένη και παράτολμα αλλαγμένη κινηματογραφική μεταφορά του Μαρτσέλλο. Ο κινηματογραφικός Μάρτιν παρουσιάζεται στιβαρός ψηλός γαλανομάτης, με ουλή στο μάγουλο. Απεικονίζεται να κάνει τα πάντα για το μεροκάματο. Ο εκδότης του άλλοτε τον χαρακτηρίζει «γερό σαν ταύρο», άλλοτε τον παρομοιάζει με τον Ομπλόμοφ, παρακμιακό ήρωα του Ιβάν Γκοντσάροφ. Ανήσυχο πνεύμα, λαίμαργος για ζωή, ειλικρινής αλλά και οξύθυμος, πιστεύει ακράδαντα πως «Κόντρα στη δύναμη του κόσμου, μπορεί να αντιτάξει τον εαυτό του, μόνο όσο έχει τη δύναμη των λέξεων». Ο ποιητικός του λόγος ανιχνεύεται μέσα από τις εκτός κάδρου αναγνώσεις της αλληλογραφίας του. Εκτός κάδρου ακούγονται και δείγματα της γραφής του, με αποκορύφωμα τη σκηνή επιρροής νουβέλ βάγκ, όπου σε συνεχόμενη λήψη, Μάρτιν και Έλενα σχολιάζουν καθώς περπατούν τη ρομαντική ταινία που μόλις είδαν, αποκαλύπτοντας το ιδεολογικό χάσμα που τους χωρίζει. Χαρακτηρίζοντας τη γραφή του «ωμή» με «πολύ θάνατο και πόνο», η Έλενα προσπαθεί να τον πείσει να «κοιτάξει τον κόσμο με άλλο μάτι». Ο Μάρτιν αρνείται «να σβήσει τα άσχημα για να δώσει ελπίδα» και οδηγεί την Έλενα στις κακόφημες φτωχογειτονιές, απ’ όπου εμπνέεται να γράψει «τις αλήθειες όσων βλέπει». Αυτή την «ωμή αμεσότητα», ακολουθεί και η ρεπορταζιακού τύπου κινηματογράφηση με κουνημένη κάμερα.

Το αμφίσημο πολιτικό διακύβευμα αποκαλύπτεται μέσα από τους διαλόγους πολιτικής αντιπαράθεσης επιρροής Μπερτολούτσι, όπου φανερώνονται οι πολιτικές θέσεις του πρωταγωνιστή, ένθερμου οπαδού του ατομικισμού και της θεωρητικής προσέγγισης της εξέλιξης, του Άγγλου φιλόσοφου της Βικτωριανής εποχής Χέρμπερτ Σπένσερ, αποσπάσματα του οποίου διαβάζει εκτός κάδρου, σαν Ευαγγέλιο ο Μάρτιν. Σε ευθεία σύγκρουση με σοσιαλιστές, συνδικαλιστές και με φιλελεύθερους αριστοκράτες, ο Μάρτιν προσεγγίζεται πολιτικά σε δυο κομβικές σκηνές.

Σε συγκέντρωση Ναπολιτάνων εργατών με φόντο κόκκινες σημαίες –σκηνή αναφορά στο «1900»- ο Μάρτιν ακούει προσεκτικά έναν εργάτη που διαφοροποιείται από την ιδεολογική γραμμή, παρά τα γιουχαΐσματα, ενώ σε άλλη συγκέντρωση, ο Μπρίσσεντεν παρακινεί τον Μάρτιν να μιλήσει για τους λόγους που διαφωνεί με τον σοσιαλισμό. Ο Μάρτιν επικαλείται παθιασμένα τον Σπένσερ «Όταν μια κοινωνία σκλάβων οργανώνεται χωρίς να λάβει υπόψη της τα άτομα που την αποτελούν, τότε αρχίζει η πτώση της και οι δυνατότεροι θα γίνουν τα νέα αφεντικά τους», προκαλώντας αντιδράσεις. Ωστόσο, σε άλλη σκηνή, ο διάσημος πλέον Μάρτιν δίνει λεφτά για τους σοσιαλιστές, ενώ αντιτίθεται σε ταβέρνα όπου επαινείται από οπαδό φασιστικού δόγματος. Στο επόμενο πλάνο, εντάσσεται αρχειακό υλικό με εικόνες όπου πετάνε βιβλία στην πυρά. Αυτή η επεξεργασία μιας αφηγηματικής δομής με πλήθος εμβόλιμων πλάνων, από βουβές ταινίες, ιστορικά επίκαιρα, παλιότερα οικογενειακά φιλμ ή προκατασκευασμένης αισθητικής εικόνες, χαρακτηρίζει την πειραματική αισθητική της ταινίας, ενώ θολώνει τα χρονολογικά πλαίσια, επιχειρώντας συνδέσεις και μέσω αναχρονιστικής μουσικής, με την εποχή του μυθιστορήματος του Λόντον αρχές 1900 και με την προπολεμική περίοδο, όπου τοποθετείται η ταινία.

Η αναχρονιστική διάσταση εμπλουτίζεται και ενδυματολογικά, με τις χρονολογικές ενδείξεις να ανακατεύονται με αμφιέσεις των αρχών του 20ου αιώνα, στην ίδια σκηνή με αυτοκίνητα του ’70. Η χρονική ασάφεια εντείνεται και μέσα από τη χρήση διαφορετικών φιλμικών υλικών, επιτρέποντας να εισχωρήσουν οικογενειακά φιλμ του ’80, αλλά και σκηνές βουβών ταινιών, ως παιδικές αναμνήσεις του ήρωα στο ’20, ως όνειρα, ως εικόνες που οραματίζεται γράφοντας ή ως ενδεικτικές της ψυχολογικής του κατάστασης. Άλλοτε πάλι εντάσσονται εικόνες από παλιότερα ντοκιμαντέρ δημιουργώντας αίσθηση σινεμά-βεριτέ, όπως στις φτωχογειτονιές της Νάπολης.

Ενίοτε υλικό από βουβές ταινίες εισάγεται σχολιάζοντας το φαινόμενο της μετανάστευσης αρχές του 20ου αιώνα.

Ο Μαρτσέλλο υποστηρίζει τον αναχρονισμό της μεταφοράς του μυθιστορήματος του Λόντον και μέσα από τις μουσικές του επιλογές, που δεν συμβαδίζουν αποκλειστικά με τη χρονική περίοδο της ταινίας. Σε μεταβατικές στιγμές χρησιμοποιείται η πρωτότυπη ηλεκτρονική μουσική των Μάρκο Μεσίνα και Σάσα Ρίτσι, ενώ επιλέγονται και σύγχρονα τραγούδια, όπως το «Salut» (1975/Τζό Ντασέν) με φόντο παλιότερα φιλμάκια με λιμενεργάτες και το «Piccere» (1979), του Μιλανέζου τραγουδοποιού Ντανιέλ Πασέ, στους τίτλους αρχής, με φόντο παλιά επιχρωματισμένα φιλμάκια της ιστορίας του εργατικού κινήματος. Στα πλαίσια της ναπολιτάνικης παράδοσης ακούγεται το «Lu cardillo», σε θλιμμένο κιθαριστικό βαλς. Το πρώτο φιλί του Μάρτιν με την Έλενα συνοδεύεται από το συμφωνικό «Noturno op.70 no.1» (1891) του Ναπολιτάνου Τζουζέπε Μαρτούτσι, σύνθεση μαλερικής έμπνευσης, με αναφορά και στον Βισκόντι. Η Έλενα παίζει στο πιάνο το 4ο μέρος «passepieds», της Σουίτας «Bergamasque» (1905) του Κλωντ Ντεμπυσσί, ενώ στους κήπους των Ορσίνι ακούγεται το «Πρελούδιο στο απομεσήμερο ενός φαύνου (1894).

Η σκληρή συνειδητοποίηση πως ο πρωταγωνιστής παρέμεινε κατά βάθος ένας «αλήτης ναυτικός» συνοδεύεται μοναδικά από το συμφωνικό άκουσμα της μεταγραφής της μουσικής του Μπαχ από τον Οττορίνο Ρεσπίγκι (1879-1936), μεταφέροντας παρόμοια διάσταση μοιραίου εξευγενισμού με το τραγικό τέλος του απόκληρου στο «Ακατόνε» (1961/Πιερ-Πάολο Παζολίνι).

Η ταινία κλείνει σε μια αμμουδιά, όπου με μεγάλο χρονολογικό χάσμα συνενώνεται μαγικά η φασιστική επέλαση των μελανοχιτώνων με την αναγγελία του πολέμου και η έλευση σύγχρονων Αφρικανών μεταναστών, περικλείοντας το διαχρονικό αντιπολεμικό μήνυμα που γράφεται από χέρι μετανάστη στον τοίχο «Όχι στη σφαγή των λαών».

* Η Ιφιγένεια Καλαντζή, θεωρητικός-κριτικός κινηματογράφου,
[email protected]

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!