του Κώστα Μελά*

Ο πληθωρισμός είναι μια δυναμική διαδικασία, γεγονός που σημαίνει ότι μπορεί να γίνει κατανοητή ιστορικά. Η εκθετική του μεγέθυνση προέρχεται από θετικές ανατροφοδοτήσεις μεταξύ τιμών και κόστους. Η δυναμική του πληθωρισμού συχνά έχει τις ρίζες της σε κοινωνικές συγκρούσεις. Υψηλότερα κέρδη και αυξημένα κόστη λόγω αύξησης των τιμών των εισαγωγών συμπεριλαμβάνονται, μαζί με το μοναδιαίο κόστος εργασίας σε αυτές τις συγκρούσεις. Συγκρούσεις μεταξύ μισθών και κερδών καθώς και μεταξύ στοιχείων ενεργητικού και παθητικού στους ισολογισμούς των επιχειρήσεων μπορεί να οδηγήσουν σε αύξηση των τιμών. Η διεκδίκηση της κατανομής του παραγόμενου πλεονάσματος αποτελεί τον χώρο εκδήλωσης της σύγκρουσης μεταξύ κερδών και μισθών. Αλλά και οι τρόποι που χρησιμοποιούνται για να μειώσουν τον ρυθμό πληθωρισμού είναι συγκρουσιακοί. Συγκεκριμένα ο τρόπος που επιλέχθηκε για να μειωθεί ο παγκόσμιος πληθωρισμός, την περίοδο 1980-2020, οδήγησε σε δραματική συρρίκνωση του ποσοστού των μισθών στο ΑΕΠ με παράλληλη αύξηση αντιστοίχως του ποσοστού των κερδών (γραφική παράσταση 1 και 2 αντίστοιχα για την περίπτωση των ΗΠΑ). Ο λόγος αυτής της εξέλιξης είναι απλός: ο πραγματικός μισθός (το πραγματικό ωρομίσθιο συγκεκριμένα) δεν ακολούθησε την αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας. Η σταθεροποίηση του πληθωρισμού, που αρχίζει στις ΗΠΑ, μετά τη μεγάλη αύξησή του τη δεκαετία του 1970 και τις αρχές του 1980, υπό τον Paul Volcker, πραγματοποιήθηκε με την εφαρμογή πολύ στενής νομισματικής πολιτικής και μείωσης των μισθών.

Η πολιτική αυτή είχε εφαρμοστεί από το ΔΝΤ πριν τριάντα χρόνια στις αναπτυσσόμενες χώρες. Το κόστος της πολιτικής αυτής ήταν η συνεχής μείωση του ποσοστού εργασίας στο ΑΕΠ στην αμερικανική οικονομία. Παράλληλα ήταν η αρχή μιας περιόδου (περίπου τριάντα χρόνων) χαμηλών επιτοκίων τα οποία αποτέλεσαν τη βάση στήριξης των υψηλών τιμών των στοιχείων ενεργητικού (real estate και των μετοχών των εταιρειών). Η Wall Street βοηθήθηκε τα μέγιστα από τα χαμηλά επιτόκια και τον χαμηλό πληθωρισμό. Συγχρόνως όμως αυξήθηκαν στο έπακρο οι ανισότητες στην κατανομή του εισοδήματος μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας θυμίζοντας έντονα την αντίστοιχη κατανομή του εισοδήματος των αρχών του περασμένου αιώνα. Μετά τις ΗΠΑ ακολούθησαν και οι υπόλοιπες χώρες του πλανήτη.

Γραφική παράσταση 1
Γραφική παράσταση 2

Στη γραφική παράσταση 3 παρουσιάζεται η μείωση του μεριδίου της εργασίας στο ΑΕΠ στις αναπτυγμένες οικονομίες (πάνω πάνελ) και στις αναπτυσσόμενες (κάτω πάνελ).

Η σύγκρουση γίνεται με έναν τρόπο που εξ’ αρχής ευνοεί τους επιχειρηματίες, για τον απλό λόγο ότι η αύξηση των τιμών ελέγχεται από τους επιχειρηματίες, ενώ ο ονομαστικός μισθός είναι υποκείμενος σε διαπραγμάτευση μεταξύ επιχειρηματιών και εργαζομένων. Το γνωστό επιχείρημα της κυρίαρχης οικονομικής θεωρίας ότι λόγω του υπάρχοντος ανταγωνισμού το markup είναι εξωγενώς καθορισμένο και εξ αντικειμένου, νομίζω ότι μόνο γέλωτες μπορεί να προκαλέσει. Η παγκόσμια οικονομία βρίθει ολιγοπωλιακών και μονοπωλιακών καταστάσεων. Τα καρτέλ κυριαρχούν. Το ίδιο συμβαίνει και στην ελληνική οικονομία και ίσως σε μεγαλύτερο βαθμό. Παράλληλα, στην Ελλάδα πρωτίστως, το πρόσφατο θεσμικό πλαίσιο για την αγορά εργασίας λειτουργεί αποφασιστικά στην αποδυνάμωση της διαπραγματευτικής δύναμης των εργαζομένων και των συνδικαλιστικών ενώσεών τους.

Μετά τη μεγάλη οικονομική κρίση που οδήγησε στην απώλεια του 25% του εθνικού εισοδήματος, σχεδόν ένα στα δύο νοικοκυριά δήλωνε το 2020 αδυναμία να καλύψει έκτακτες δαπάνες. Τώρα η κατάσταση έχει σαφώς χειροτερέψει

ΣΗΜΕΡΑ ΒΡΙΣΚΟΜΑΣΤΕ σε μια περίοδο αύξησης των τιμών. Πρόκειται για μια κατάσταση ιδιαίτερη σε σχέση με ό,τι έχουμε ζήσει τα τελευταία 20-25 έτη όπου ο πληθωρισμός είχε αναδειχθεί στο μέγιστο κακό με βάση την ιδεολογία του κυρίαρχου νεοφιλελεύθερου υποδείγματος. Πρώτος στόχος ήταν ο χαμηλός πληθωρισμός, και όλα τα υπόλοιπα έπονταν ιεραρχικά: το ποσοστό ανεργίας, οι αμοιβές των εργαζομένων, οι ρυθμοί μεγέθυνσης, η αύξηση της ανισοκατανομής του εισοδήματος, η αύξηση της φτώχειας κ.λπ. Η κατάσταση αυτή ξενίζει, προκαλεί αντιδράσεις. Προσοχή, οι αντιδράσεις προέρχονται πρωταρχικά από όλους όσοι εκμεταλλεύτηκαν την προηγούμενη περίοδο το χαμηλό επίπεδο πληθωρισμού αποκομίζοντας τεράστια οφέλη, τα οποία εμφατικά φαίνονται από τις γραφικές Παραστάσεις 1 και 2 που έχουμε παραθέσει. Και να σκεφτεί κανείς ότι τουλάχιστον μέχρι τώρα όλες αυτές οι επιχειρήσεις δεν έχουν υποστεί καμία ζημιά, λόγω του ότι όποιες αυξήσεις στο κόστος παραγωγής (που δεν οφείλεται στην αύξηση του μισθολογικού κόστους) τις έχουν περάσει αναλογικά και ίσως και περισσότερο στις τιμές των καταναλωτών, συνεχίζοντας να απολαμβάνουν το ίδιο ποσοστό κέρδους μέσω της επιβολής markup επί των τελικών τιμών.

Οι μόνοι ζημιωμένοι μέχρι τώρα είναι οι εργαζόμενοι, οι οποίοι βλέπουν την αγοραστική τους δύναμη να μειώνεται. Όπως είναι γνωστό πρόκειται για πληθωρισμό κόστους. Αύξηση υπερβολική των τιμών ενέργειας (φυσικού αερίου, πετρελαίου, ηλεκτρισμού), του κόστους μεταφοράς λόγω της διάσπασης της εφοδιαστικής αλυσίδας, διαφόρων πρώτων υλών και ημικατεργασμένων λόγω του ότι ακόμα δεν έχει αποκατασταθεί η αλυσίδα προσφοράς προς την αυξημένη ζήτηση μετά την επιλογή των κυβερνήσεων να ανοίξουν πάλι οι οικονομίες οι οποίες είχαν κλείσει με δικιά τους διοικητική απόφαση.

Οι όποιες διεκδικήσεις των εργαζομένων για τη διατήρηση του πραγματικού ωρομισθίου (κάτι που προφανώς δεν αρκεί να ανατρέψει τη συνεχή μείωση του μεριδίου της εργασίας στο ΑΕΠ) είναι εύλογες και απολύτως δικαιολογημένες.

Στην Ελλάδα, σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ: Από τη σύγκριση του Γενικού ΔΤΚ του μηνός Νοεμβρίου 2021 με τον αντίστοιχο Δείκτη του Νοεμβρίου 2020 προέκυψε αύξηση 4,8% έναντι μείωσης 2,1% που σημειώθηκε κατά την αντίστοιχη σύγκριση του έτους 2020 με το 2019. Ο Γενικός ΔΤΚ κατά τον μήνα Νοέμβριο 2021, σε σύγκριση με τον Οκτώβριο 2021, παρουσίασε αύξηση 0,5% έναντι μείωσης 0,9% που σημειώθηκε κατά την αντίστοιχη σύγκριση του προηγούμενου έτους. Ο μέσος ΔΤΚ του δωδεκαμήνου Δεκεμβρίου 2020-Νοεμβρίου 2021, σε σύγκριση με τον αντίστοιχο Δείκτη του δωδεκαμήνου Δεκεμβρίου 2019-Νοεμβρίου 2020, παρουσίασε αύξηση 0,6% έναντι μείωσης 1,0% που σημειώθηκε κατά την αντίστοιχη σύγκριση του δωδεκαμήνου Δεκεμβρίου 2019-Νοεμβρίου 2020 με το δωδεκάμηνο Δεκεμβρίου 2018-Νοεμβρίου 2019.

Παράλληλα, γεγονός που πιστοποιεί ότι πρόκειται για πληθωρισμό κόστους προερχόμενο σε μεγάλο βαθμό από τις εισαγωγές αποτελούν τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ: ο γενικός δείκτης τιμών εισαγωγών στη βιομηχανία αυξήθηκε κατά 33,9% τον Οκτώβριο του 2021 σε σύγκριση με τον Οκτώβριο του 2020. Διαμορφώθηκε μάλιστα στις 131,70 μονάδες, στην υψηλότερη τιμή που έχει καταγραφεί τα τελευταία 21 χρόνια. Υπενθυμίζεται ότι τον Σεπτέμβριο ο δείκτης είχε σημειώσει επίσης ρεκόρ από το 2000, το οποίο καταρρίφθηκε μόλις έναν μήνα μετά, με την τιμή που έλαβε τον Οκτώβριο.

Η μεγαλύτερη αύξηση τιμών καταγράφηκε στον κλάδο άντλησης αργού πετρελαίου και φυσικού αερίου (108,7% σε ετήσια βάση) και ακολουθεί ο κλάδος παραγωγής οπτάνθρακα και προϊόντων διύλισης πετρελαίου με αύξηση 101,7%. Κατά 31,1% αυξήθηκαν οι τιμές εισαγωγής στον κλάδο παραγωγής βασικών μετάλλων, κατά 8,8% στον κλάδο παραγωγής χημικών ουσιών και προϊόντων, κατά 6,8% στον κλάδο κατασκευής ηλεκτρονικών υπολογιστών, όπως επίσης και στον κλάδο της φαρμακοβιομηχανίας. Σημαντικές αυξήσεις παρατηρούνται επίσης στις τιμές εισαγωγής στον κλάδο της κλωστοϋφαντουργίας (4,3%), στον κλάδο κατασκευής ηλεκτρολογικού εξοπλισμού (3,7%) και στη χαρτοβιομηχανία (3,6%).

Η άνοδος των τιμών έρχεται να επιδεινώσει την ήδη βεβαρημένη οικονομική κατάσταση των νοικοκυριών, δεδομένου ότι εκτός από την αύξηση των τιμών ενέργειας (Νοέμβριος 2020-2021: Φυσικό αέριο 180,9%, Πετρέλαιο θέρμανσης 45,2%, Ηλεκτρικό 37,2%) έχουν να αντιμετωπίσουν και σημαντική αύξηση στα τρόφιμα (π.χ. ελαιόλαδο 18,5%, αρνί κατσίκι 21,3%, πατάτες 11,9%). Τα στοιχεία από την ΕΛΣΤΑΤ.

 ΜΕΤΑ ΤΗ ΜΕΓΑΛΗ οικονομική κρίση που οδήγησε στην απώλεια του 25% του εθνικού εισοδήματος, σχεδόν ένα στα δύο νοικοκυριά δήλωνε το 2020 αδυναμία να καλύψει έκτακτες δαπάνες. Τώρα η κατάσταση έχει σαφώς χειροτερέψει.

Το ότι χρειάζονται νέα μέτρα για την αντιμετώπιση των προβλημάτων που δημιουργούν οι ανατιμήσεις των προϊόντων και υπηρεσιών στην αγοραστική δύναμη των εργαζομένων είναι απολύτως επιβεβλημένο και αναγκαίο. Η αύξηση του κατώτατου μισθού, κατ’ αρχάς, θα πρέπει να συμπεριλάβει τόσο την αύξηση της παραγωγικότητας όσο και την αύξηση του πληθωρισμού.

* O Κώστας Μελάς είναι οικονομολόγος και πανεπιστημιακός

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!