Η Αριστερά δεν μπορεί να είναι φορέας αποφυγής, υποβάθμισης και συσκότισης των σοβαρών ζητημάτων που «τρέχουν» στην περιοχή
Του Αριστοτέλη Ζωγράφου
Στα πυκνά, σε ρυθμό και σημασία, γεγονότα που ανοίγουν ή κλείνουν νέους κύκλους στην πολιτική κονίστρα, δεν μπορεί να διαφύγει της προσοχής μας ότι εισερχόμαστε σε έναν προθάλαμο νέων προδιαγραφών για τη διέξοδο από την καθολική κρίση που διαπερνά την χώρα μας.
Εξηγούμαστε: Η μετατόπιση της οικονομικής κρίσης σε γεωπολιτικές αναμετρήσεις, με ενεργές δύο μεγάλες εστίες πολέμου σε Ουκρανία και Συρία-Ιράκ, καθώς και η αναζωπύρωση του τουρκικού επεκτατισμού υπό τον μανδύα του νεοοθωμανισμού και το δίδυμο Ερντογάν-Νταβούτογλου, οδηγούν σε μια διαπίστωση: Η διέξοδος της χώρας δεν είναι οικονομικό θέμα, δεν περνά από αποφάσεις του ECOFIN, αλλά συνδέεται με κοινωνικά και εθνικά προβλήματα και αναγκαστικά θα στροβιλιστεί στη δίνη των γεωπολιτικών αναταράξεων.
Η τουρκική προκλητικότητα δεν προκαλείται για τους λόγους που επικαλούνται διάφοροι πολιτικοί παράγοντες και αναλυτές στην Ελλάδα. Δεν αποσκοπεί στο να σταματήσει τις συνομιλίες των δύο κοινοτήτων που οδηγούσαν σε μια εκκόλαψη ενός Σχεδίου Ανάν-2, δεν προκλήθηκε από κινήσεις της ελληνικής πλευράς (π.χ. από τις τριμερείς συνομιλίες Ελλάδας, Κύπρου, Αιγύπτου, όπως επισημαίνει η Αυγή σε χθεσινό κύριο άρθρο της), ούτε πρόκειται για «μπλόφα» ώστε να απαλύνει τον αντίκτυπο αποτυχιών της Τουρκίας σε άλλα μέτωπα.
Στρατηγικός σχεδιασμός
Η τουρκική έξοδος στο Αιγαίο, την Κύπρο και την Ανατολική Μεσόγειο εκφράζει στρατηγικούς σχεδιασμούς επαναχάραξης των συνόρων και παρέμβασης στους συσχετισμούς στην περιοχή, εντάσσεται σε μεγαλοκρατικά σχέδια υπό το φιλόδοξο δόγμα του νεοοθωμανισμού.
Η πίεση της Δύσης για πολιτική σύγκλιση στην Ελλάδα είναι υπαρκτή. Αποσκοπεί στην εξασφάλιση μιας νέας πολιτικής σταθερότητας, επουλώνοντας τις πληγές του πολιτικού συστήματος από τη μνημονιακή διαχείριση, αλλά και στην πλήρη ευθυγράμμιση της χώρας στο ευρωατλαντικό πλαίσιο. Η ατζέντα της συναίνεσης, προς το παρόν, ποικίλλει αλλά σίγουρα συνδέεται τόσο με το κοινωνικό όσο και με το εθνικό ζήτημα και τη διαχείρισή τους για τη μετάβαση στην περιβόητη «μεταμνημονιακή» κανονικότητα.
Πάντως, πρέπει να αναγνωριστεί ότι το Ελληνοτουρκικό θα διαπεράσει και θα επικαθορίσει πολλές προτεραιότητες και δεσμεύσεις. Ο στρουθοκαμηλισμός δεν βοηθά σε τίποτα και η εποχή των χειροκροτημάτων και της ευδαιμονίας μπορεί εύκολα να δώσει τη θέση της σε «βροχή» λαϊκής αποδοκιμασίας απέναντι σε όσους θα υποτιμήσουν κρίσιμα θέματα.
Για να μην παίζουμε με τη φωτιά, που πλησιάζει επικίνδυνα, πρέπει να επισημανθούν ορισμένες αλήθειες:
α) Ό,τι είναι εθνικό δεν είναι κατά ανάγκη εθνικιστικό. Η εθνική κυριαρχία, η εδαφική ακεραιότητα, τα κυριαρχικά δικαιώματα της χώρας δεν είναι ταυτόσημα με τον εθνικισμό.
β) Δεν μπορεί να νοηθεί σήμερα αριστερή ταυτότητα και ειδικά έτσι όπως περιπλέκεται η κατάσταση, χωρίς να υπάρχει το εθνικό-πατριωτικό στοιχείο μαζί με το κοινωνικό και ταξικό. Δεν μπορεί, για παράδειγμα, να υπάρχει αδιαφορία για την άμυνα μιας χώρας απέναντι σε προκλήσεις και απειλές. Δεν μπορεί να μη θεωρείται η άμυνα το ίδιο σημαντική, για παράδειγμα, υπόθεση με την παραγωγική ανασυγκρότηση μιας χώρας.
γ) Δεν μπορεί να υπάρχει αδιαφορία για το ζήτημα της αναγκαίας εθνικής ενότητας απέναντι στους κινδύνους μιας καθολικής καταστροφής, ενός διαμελισμού, διάλυσης της χώρας. Μόνο που η εθνική ενότητα δεν -τονίζουμε δεν- ταυτίζεται με τον πολιτικό κόσμο και το πολιτικό σύστημα που είναι ένοχο για πολλές καταστροφές. Ταυτίζεται με την ενότητα λαϊκών και πολιτικών δυνάμεων που συσπειρώθηκαν σε μια αντιμνημονιακή βάση, η οποία ένωσε ορισμένες στιγμές τη μεγάλη πλειοψηφία (σχηματικά, ακόμα και το 85%) του ελληνικού λαού. Αυτή η μεγάλη πλειοψηφία πρέπει να εκφραστεί από μια πρόταση πολιτικής, οικονομικής, κοινωνικής και εθνικής διεξόδου της χώρας.
Απαραίτητες κινήσεις
Την ίδια στιγμή, σήμερα, πρέπει να διεκδικούνται όσα είναι απαραίτητα για την ανάσχεση της τουρκικής προκλητικότητας, θεσμικά και πολιτικά.
Θεσμικά, θα πρέπει να καταγγελθούν οι παράνομες ενέργειές της στο Συμβούλιο Ασφαλείας, να μπλοκαριστούν σε όλα τα όργανα της Ε.Ε. (με ελληνικό ή κυπριακό βέτο) οι ενταξιακές διαπραγματεύσεις, να γίνουν ανοίγματα προς δυνάμεις που μπορούν να υποβοηθήσουν (π.χ. Ρωσία, Αίγυπτος) και να υπάρξει οργανωμένη επαναπροσέγγιση Ελλάδας-Κύπρου, μακριά από τη μεταπολιτευτική πολιτική αποστάσεων και αποξένωσης. Να μην αφεθεί η Κύπρος μόνη και απροστάτευτη.
Πολιτικά, είναι αναγκαίες μια σειρά κινήσεις που έχουν μεγάλη σημασία, ιδιαίτερα για την Αριστερά:
Πολιτική αφύπνισης και ενημέρωσης. Να πάψει η Αριστερά να είναι φορέας αποφυγής, υποβάθμισης, συσκότισης των σοβαρών ζητημάτων που είναι σε εξέλιξη.
Απαλλαγή από την πολιτική επικοινωνιακών σκοπιμοτήτων που αναιρούν ή αγνοούν το εθνικό πρόβλημα.
Άνοιγμα αντίστοιχων ιδεολογικών μετώπων παντού και μέσα στην ίδια την Αριστερά. Ό,τι είναι εθνικό δεν είναι εθνικιστικό και δεν μπορεί να εκχωρείται σε άλλες δυνάμεις, ακόμα και στη φασιστική Χ.Α.
Αξιολόγηση της άμυνας ως σοβαρού και κυριαρχικού δικαιώματος μιας χώρας, μέσα στο σημερινό επικίνδυνο περιβάλλον.
Το εθνικό συνδέεται με το κοινωνικό ζήτημα. Δεν υπάρχει ανάταξη της χώρας έξω από άξονες όπως: Παραγωγική ανασυγκρότηση, πραγματική δημοκρατία, εθνική ανεξαρτησία, άμυνα, κοινωνική αξιοπρέπεια, ανοικοδόμηση.
Συμπαράταξη και αδελφοποίηση Ελλάδας και Κύπρου (από τη σκοπιά της κοινωνίας, του λαού, του κινήματος).
Πρόκειται για τα απλά και, κυρίως, στοιχειώδη. Για άλλους, που η ψυχή τους πάλλεται από πεπερασμένο ευρωπαϊσμό και νοσταλγία για μια πολιτική τύπου ΕΑΔΕ (το «γκουγκλάρισμα» μπορεί να βοηθήσει τους νεότερους, οι παλιότεροι θα τη θυμούνται ως ενότητα με τη Δεξιά του Καραμανλή για τη μη επάνοδο των χουντικών, όταν αυτοί είχαν ήδη κλειστεί στον Κορυδαλλό…), κοινώς μια πολιτική «να μην αγριεύουμε το θηρίο», όλα αυτά μπερδεύουν. Έτσι, φροντίζουν συχνά να ξεμπλέξουν, βαφτίζοντάς τα εθνικιστικά. Η πραγματικότητα θα αποκαταστήσει την αλήθεια ορισμένων εννοιών, το θέμα είναι με ποιο τρόπο.