Ο Κώστας Βάρναλης γράφει για την ανδραγαθία του πολεμιστή και την «ανδραγαθία» του ποιητή

Στο – όχι τόσο γνωστό – κείμενο που δημοσιεύει εδώ ο Δρόμος (με μια μικρή περικοπή λόγω χώρου), ο Κώστας Βάρναλης αναπτύσσει τις σκέψεις του για το γεγονός ότι ο Διονύσιος Σολωμός δεν πήρε μέρος στην Επανάσταση του ’21 στο πεδίο των μαχών, αλλά «επιστράτευσε» τον Λόγο του. Ο Βάρναλης απορρίπτει την άποψη ότι η τέχνη είναι ανώτερη από τον πολεμικό αγώνα, ωστόσο με περίτεχνο τρόπο, εξηγεί γιατί ο Σολωμός «ήτανε πλάι στο αγωνιζόμενο έθνος», θυμίζοντάς μας αναπόφευκτα τον στίχο ενός ακόμα ποιητή: «Ο καθείς και τα όπλα του»…

 

©_Μουσείο_Μπενάκη,_Αθήνα
Χρυσή σφραγίδα του Διονυσίου Σολωμού (1798-1857) με το μονόγραμμα του στο κέντρο και περιμετρικά την επιγραφή Verum Amo Verum Volo δλδ την αλήθεια αγαπώ, την αλήθεια θέλω

Κανενού δεν του πέρασε από το μυαλό(1) να κατηγορήσει τον υμνωδό της Ελευθερίας, γιατί δεν πήγε να πολεμήσει. Όλοι ξέρουμε, πως ο Σολωμός ούτε μία φορά δεν πάτησε το πόδι του στην Ελλάδα κι όταν αυτή αγωνιζότανε για τη λευτεριά της κι όταν κατόπι ελευθερώθηκε.

Μερικοί υποθέτουνε, πως ήταν και μυημένος της Φιλικής Εταιρείας (μάλλον δεν ήτανε). Πάντως κανένας δεν κατηγόρησε μήτε τον Σολωμό, μήτε τον Κοραή, μήτε τον Κάλβο, μα ήτανε κι οι τρεις τους πνευματικοί οδηγοί του Έθνους, γιατί δεν ήτανε συγχρόνως και στρατιώτες του. Η απουσία και των τριών τους από τον αγώνα των αρμάτων δε μικραίνει καθόλου τη μεγάλη τους παρουσία στον αγώνα της Ελευθερίας. Γιατί, απλούστατα, και οι τρεις αυτοί μεγάλοι άντρες του Γένους, ήταν με το Γένος και όχι εναντίον του. Κι αυτός ο ηρωισμός τους και η τιμή τους και η αθανασία τους. Ήταν και οι τρεις αγωνιστές της Ελευθερίας και όχι της δουλείας.

Αλλά ας περιορίσουμε το θέμα μας στον Σολωμό. Την απουσία του από τον ένοπλο αγώνα δεν την προσέξανε οι εχθροί του, παρά οι «φίλοι» του, με σκοπό να την δικαιολογήσουν ή να την ηρωοποιήσουν.

Αυτήν την απουσία την ονομάσανε, μεταφορικά εννοείται, ανδραγαθία και ηρωισμό. Δεν είχε καμία ανάγκη ο Ποιητής από συνηγόρους. Ο ίδιος δε σκέφτηκε ποτέ του να απολογηθεί ή να καυχηθεί. Δεν πολέμησε, γιατί δεν ήτανε το σκαρί του τέτοιο. Έκαμνε ό,τι μπορούσε. Είχε αφιερώσει την ψυχή του στο έθνος και το βοηθούσε με τη μοναδική του αξιοσύνη στον αγώνα του για την ελευθερία. Κι ο ηρωισμός του είναι ακριβώς ετούτος, όπως είναι και όλων των αληθινών συγγραφέων, όλων των καιρών ο «ηρωισμός»: ν’ αγωνίζονται υπέρ της «ελευθερίας» (με τη γενικότερη ονομασία της) του έθνους και όχι εναντίον της, υπέρ του συνόλου και όχι υπέρ των ολίγων, υπέρ του λαού κι όχι υπέρ των «κυριών» του (με τη γενικότατη, πάλι σημασία της λέξης «κύριος»).

Πρώτος ο Παλαμάς (Προλεγόμενα στα «Άπαντα του Σολωμού», έκδοση Κ. Ελευθερουδάκη), χρησιμοποίησε τον όρο ανδραγαθία, μεταφορικά όπως είπαμε. «Θα μπορούσε να στοχαστεί κανείς: παλικάρι χρόνων ως εικοσιπέντε, σαν τον Σολωμό τότε, άνεργα έκλαιγε και του έφτανε να θυσιάζει μακριάθε τα περιστέρια του! Παλικάρι(2), τράβα ίσα εκεί κατά τη φωτιά και πρόσφερε το χέρι και το αίμα σου! Τέτοιος στοχασμός, όσο κι αν κριθεί εύλογος από μιας αρχής, δεν μπορεί να κρατηθεί σε βαθύτερο βασάνισμα… Ένα καλλιτέχνημα αξίζει ίσα με μιαν ανδραγαθία. Ο Σολωμός, αν δεν εκράτησε όπλο, με τη λίρα πλήρωσε το μεγάλο φόρο προς την Πατρίδα».

Θα ήτανε περιττή κάθε τέτοια υπεράσπιση του Ποιητή, αν δεν ξεχνούσαμε, πως η ανδραγαθία (κυριολεχτικά) του πολεμιστή και η ανδραγαθία (μεταφορικά) του ποιητή είναι δυο διαφορετικές κι ασύγκριτες αξίες. Και κανένα από τα δυο τούτα πράματα δεν είναι μήτε ανώτερο μήτε κατώτερο από τ’ άλλο. Και πως κανένας μεγάλος άνθρωπος δεν είναι σ’ όλα του τα φανερώματα ισάξια μεγάλος. Κι επειδή δεν είναι, δεν μπορούμε γι’ αυτό να τον πούμε μικρόν.

Ο Σολωμός μπορούσε να ‘ναι μεγάλος ποιητής και καθόλου πολεμιστής. Μα μπορούσε να ‘ναι και μεγάλος πολεμιστής και καθόλου ποιητής. Κι αν δε βοήθησε και δόξασε την πατρίδα του με τα όπλα, τη βοήθησε και τη δόξασε (όσο κανένας!) με τον Λόγο του.

Ό Φώτος Πολίτης πήγε πιο πέρ’ από τον Παλαμά. Υποστηρίζει, πως καλά έκανε ο Σολωμός και δεν κατέβηκε στην Ελλάδα να πολεμήσει! «Ο Σολωμός διέκρινε αμέσως την γλώσσαν αγκαλιασμένην με την ελευθερίαν, διέκρινε καθαρά, ότι οι αλυσίδες του σοφολογιωτατισμού είναι όμοιες με τις αλυσίδες της τούρκικης σκλαβιάς και έκρινεν, ότι ο υπέρτατος ηρωισμός απαιτεί εκ μέρους του όχι κάθοδον εις τα πεδία των μαχών, αλλά την αφιέρωσίν του εις τον αγώνα της γλωσσικής απολυτρώσεως.  Διότι ή γλώσσα είναι το παν… Πόσον ευκολότερον, -πόσον ακοπότερον θα ήτο δια τον Σολωμόν να περάσει εις τον Μοριάν και να γίνει ένας ήρως και αύτος μεταξύ τόσων ηρώων!… Υπέρ της ελευθερίας και της αναπλάσεως της Ελλάδος ηγωνίσθη εις την θέσιν όπου ο θεός τον έταξεν. Και απεδείχθη ο λαμπρότερος, ο ηρωικότερος μεταξύ όλων των ηρώων του Εθνικού Αγώνος».

Διορθώνουμε δυο μικρά λάθη. Πρώτον. Η γλώσσα δεν είναι σκοπός υπέρτατος για την πνευματική δημιουργία. Σκοπός είναι το ποίημα. Και στην πραγμάτωση αυτού του σκοπού ο Σολωμός στάθηκε ο πρώτος.

Δεύτερο. Ναι, το ποίημα είναι ο σκοπός. Άλλα ποιος είναι ο σκοπός του ποιήματος. Κι από το είδος του σκοπού κρίνεται η αξία του έργου. Αν ο Σολωμός είχε για σκοπό (θέμα, ιδέα, αντικείμενο), να ευχαριστήσει τους αριστοκράτες, γράφοντας ερωτικά ή βακχικά ή εγωιστικά τραγούδια, όσο κι αν αποδειχνότανε δεξιοτέχνης του στίχου κι αρχιμάστορας του γλωσσικού οργάνου, θα έμνησκε ένας αντικοινωνικός, αντιδραστικός ποιητής χωρίς καμιάν απήχηση πέρ’ από τους τέσσερις τοίχους των αρχοντόσπιτων (αν και για τούτο ακόμη αμφιβάλλω!) μακριά από το έθνος και τις τύχες του.

Αλλά ο Σολωμός έβαλε σκοπό του τη διαφώτιση, το ξύπνημα, το φρονηματισμό τού έθνους για την πραγμάτωση του μεγαλύτερου ιδανικού όλων των λαών και των εποχών, της Ελευθερίας! Της πολιτικής, της κοινωνικής, της πνευματικής. Έτσι στάθηκε στο ύψος της αποστολής του. Κι έτσι μονάχα μπορεί να χαρακτηριστεί ο λαμπρότερος κι ο ηρωικότερος μεταξύ όλων των πνευματικών αγωνιστών του Εικοσιένα, αγωνιστών του Έθνους κι όχι του εαυτού τους ή της τάξης τους!

Ό Σολωμός ούτε σκέφτηκε καθόλου να ξεγελάσει με τέτοια κακής ποιότητος επιχειρήματα τον εαυτό του και τους άλλους. Κι ούτε να ισχυριστεί, πως είναι κι ευκολότερο κι ακοπότερο πράμα, ο πόλεμος από την ποίηση και τη γλώσσα. Και μάλιστα πως το να ζήσει κανείς για να φκιάσει ποίηση και γλώσσα είναι πράμα ανώτερο από το να πεθάνει για την πατρίδα.

Και δεν είχε καν το δικαίωμα να ισχυριστεί τέτοιο πράμα ο Σολωμός, τότε που έγραφε τούς «Ύμνους» του. Ήτανε σχεδόν ακόμα παιδί 25 χρονών. Δεν μπορούσε ν’ απαντήσει στο κάλεσμα της Πατρίδας:

– Δεν έρχομαι! Πολεμάω εδώ να σας φκιάσω γλώσσα. Γιατί, ως τότες, ή γλώσσα του ήτανε πολύ ανακατεμένη με λόγια στοιχεία, τυπικά και συνταχτικά, και πολύ κατώτερη από τη γλώσσα των δημοτικών τραγουδιών, της Κρητικής λογοτεχνίας και του Βηλαρά.

Πολύ περισσότερο δεν μπορούσε ν’ απαντήσει:

– Δεν έρχομαι! Γιατί, αργότερα, θα σας κάνω γλώσσα ! Αυτό δεν το ξερε κι ο ίδιος.

Ό Σολωμός ήταν άνθρωπος της θεωρίας κι όχι της πράξης. Είχε ηρωισμόν, αλλά των στίχων και «του χείλου». Ωστόσο καταλάβαινε πολύ καλά την αξία του πατριωτικού χρέους στη μάχη. Το λέγει ο ίδιος στον «Ύμνο εις την Ελευθερίαν» με το στόμα του Πατριάρχη:

Έχει ορθάνοιχτο το στόμα, λες πως θε να ξαναβγεί

ή κατάρα που είχε αφήσει, λίγο πριν αδικηθεί,

εις όποιον δεν πολεμήσει και ημπορεί να πολεμεί!

Από το απόσπασμα τούτο (χρονιά του 1822) φαίνεται καθαρά πόσον ο ποιητής θεωρούσεν «υπέρτατον ηρωισμό» το να πολεμάει ο νέος κι όχι να φιλολογεί. Κι από το ίδιο απόσπασμα δείχνεται, πως ή γλωσσοπλαστική αξιοσύνη των στίχων του ήτανε τότε πολύ αδύνατη κι επομένως δεν του ‘δινε το δικαίωμα ν’ απαντήσει στο κάλεσμα της μάχης:

– Εδώ ‘ναι το πόστο μου. Ιδού το έργο μου: γλώσσα – θάμα!…

Όπου υπάρχει υποχρεωτική θητεία δεν μπορείς να ξεχωρίσεις μέσα στο στρατό του μετώπου ποιος είναι και ποιος δεν είναι ήρωας, ξέρεις όμως, ότι όσοι μένουνε στα μετόπισθεν, στα γραφεία, στα μουλάρια κ.τ.λ. είναι οι καταφερτζήδες κι oι κουραμπιέδες. Όπου όμως πολεμάνε μονάχα όσοι θέλουνε (αύτο γίνεται στις επαναστάσεις και στις εθνικές αντιστάσεις, όπως σ’ εμάς στα Εικοσιένα και στο Σαρανταένα), μπορείς εύκολα να τραβήξεις μια γραμμή ανάμεσα στους γενναίους και στους «άλλους». Αύτο όμως δεν προδικάζει, πως oι «άλλοι» είναι όλοι τους μικρόψυχοι κι άμαχοι – κι άχρηστοι.

Στο Εικοσιένα δεν πολεμήσανε μονάχα παλικάρια του επαγγέλματος (αρματολοί, κλέφτες, κουρσάροι), παρά κι επιστήμονες και ποιητές κι ιερωμένοι – κι όχι μονάχα λαός, παρά κι αριστοκράτες. Για τους ποιητές η Τέχνη δεν ήταν εμπόδιο για να μην πολεμήσουν, όπως και για τους πολεμιστάδες δεν ήταν ο πόλεμος εμπόδιο για να μην τραγουδήσουν («κι εμπόδισμα δεν είναι στις κορασιές να τραγουδούν και στα παιδιά να παίζουν»). Πολλά απ’ τα κλέφτικα κι ηρωικά τραγούδια του Αγώνα είναι φκιαγμένα (ποίηση και μέλος) από τους ίδιους τούς πολεμάρχους.

Στην Ιστορία των Γραμμάτων βρίσκουμε ποιητές και πεζογράφους, που ήτανε μαζί και πολεμιστές. Μερικοί απ’ αυτούς είναι από τους μεγαλύτερους δημιουργούς που γέννησε η Ανθρωπότητα. Αν σκοτωνόντανε στον πόλεμο, η απώλεια για τον πνευματικό μας πολιτισμό θα ήταν ανεπανόρθωτη. Παραδείγματα: Αισχύλος, Καμόενς, Θερβάντες, Μπάιρον, Κλάιστ, Τολστόη…

Ο Σολωμός, κι αν ήτανε λυμένο το γλωσσικό μας ζήτημα στον καιρό του, πάλι δε θα έπαιρνε τα όπλα να πολεμήσει. Πολεμούσε αλλού, όχι με όπλα, με το Λόγο. Ήτανε πλάι στο αγωνιζόμενο έθνος, όχι εναντίον του έθνους. Σ’ αυτό το χρέος στάθηκε ο πρώτος «ήρωας». Άνηκε με όλη του την υπέρτατην αξία στην Πρωτοπορία κι όχι στην Αντίδραση του έθνους, που την χτυπάει κι αύτος («Γυναίκα της Ζάκυθος») κι ο Κάλβος («Ο Προδότης») κι ο Κοραής. Συγκρίνατε τη στάση που πήρε ο Σολωμός στον απελευθερωτικόν αγώνα του Εικοσιένα με τη στάση που πήρανε πολλοί «ανεξάρτητοι» λόγιοι του καιρού μας στον αγώνα της Εθνικής Αντίστασης. Κι όμως αυτοί οι τελευταίοι διεκδικούνε τον τίτλο του «υπέρτατου ήρωα!».

Συνοψίζουμε. Δεν υπάρχει ζήτημα για το ποιος ηρωισμός είναι ανώτερος ή «υπέρτατος», των όπλων ή του Λόγου. Ένα είναι το ζήτημα, πού και πώς είναι τοποθετημένος ο «πολεμιστής», σε ποιαν παράταξη μάχεται, υπέρ τίνος και κατά τίνος.

 

(1) Μόνο του Χατζηδάκι

(2) Λένε πως ο Σολωμός άκουγε από το λόφο της Ζάκυνθος τις κανονιές του Μεσολογγίου κι έκλαιγε. Και πως μια φορά συχισμένος από τα μαρτύρια των πολιορκημένων δε θέλησε να φάει περιστέρια και είπε: «Την ώρα τούτη πεινάνε στο Μεσολόγγι. Δε θέλω περιστέρια!».

 

Τίτλος και υπότιτλος είναι της Σύνταξης του Δρόμου

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!