Το βιβλίο του Γιώργου Παναγιωτίδη με τον ερωτηματικό τίτλο «Ο Κομμουνισμός είναι Μαρξιστικός ή Χριστιανικός;» και με τον ενδιαφέροντα υπότιτλο «από το συμφέρον στην αγάπη», όσο μικρό είναι σε έκταση τόσο θέτει επιτακτικά ζητήματα της θεολογικής και φιλοσοφικής σκέψης που άπτονται άμεσα της κοινωνικής και πολιτικής σφαίρας. Όλα τούτα επιτυγχάνονται με αφορμή την έρευνα για τον όρο «κομμουνισμός», δηλαδή για το πότε πρωτοειπώθηκε και πρωτοεμφανίστηκε και από ποιους διατυπώθηκε, αλλά στην πραγματικότητα διαβλέπω μια απόπειρα του συγγραφέα να θέσει κοινωνικά τον χριστιανισμό και να επαναθεμελιώσει τις χριστιανικές αξίες σε ένα επίπεδο πολιτικό, προκειμένου να συνδέσει την χριστιανική πίστη με τον άνθρωπο και τις ανάγκες του. Ο συγγραφέας επιχειρεί να αναδείξει τον χριστιανισμό επιχειρώντας να δημιουργήσει μια θεολογία του προσώπου που παρεμβαίνει μέσα στην κοινωνία. Τούτο το επιτυγχάνει αποπειρόμενος συστηματικά μέσα από πηγές να αναδείξει ότι ο κομμουνισμός είναι πρώτα από όλα η κοινοκτημοσύνη των πρωτοχριστιανών και κατά δεύτερο λόγο ότι ο όρος αυτός πρωτοχρησιμοποιήθηκε από χριστιανούς ιερωμένους στην Ευρώπη. Επομένως, αποδεικνύει μέσα στο βιβλίο ότι η χριστιανική κουλτούρα σαφέστατα ώθησε τον Μαρξ να δανειστεί τον όρο για να περιγράψει την υλιστική του κατά βάση φιλοσοφία.
* * *
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον, όμως, παρουσιάζει ο υπότιτλος του βιβλίου: από το συμφέρον στην αγάπη. Η φράση αυτή αποτελεί το κλειδί της οποιασδήποτε πολιτικής λύσης και ταυτόχρονα η έλλειψη συνειδητότητας αυτής της φράσης, σε ατομικό και σε δημόσιο επίπεδο, οδηγεί σε καταστρεπτικές συνέπειες τις κοινωνίες. Η έννοια του συμφέροντος δηλώνει εμφατικά το δικαίωμα του ατόμου να κατέχει αντικείμενα στην ιδιοκτησία του. Το ύψιστο αγαθό της ατομικής ιδιοκτησίας προσδιορίζει, εν πολλοίς, τον τρόπο ύπαρξης, με την έννοια της ταύτισης της κατοχής με το Είναι. Συνέπεια τούτου είναι ότι, όταν κάποιος δεν κατέχει υλικά αγαθά, ταυτόχρονα είναι και τίποτα ως οντότητα. Μέσα, λοιπόν, στο πλαίσιο αυτό επιχείρησε η μαρξική θεωρία να αντιμετωπίσει τούτο το πρόβλημα, αλλά είναι βέβαιο ότι, όταν αποπειράται κάποιος να αντιμετωπίσει ένα πρόβλημα, δίχως να διοράται την αιτία του προβλήματος, συνέπεια αυτού είναι να εγκλωβίζεται στην ίδια λογική. Είναι γνωστό ότι ο ακραίος ορθολογιστής αρνείται το συναίσθημα. Μάλιστα θεωρεί ότι τούτο συνιστά και αδυναμία και γι’ αυτόν τον λόγο είναι ενοχλητικό. Τα χαρακτηριστικά του ακραίου ορθολογιστή είναι ότι εξαντικειμενοποιεί τον κόσμο, εργαλειοποιεί ακόμα και τον ίδιο του τον εαυτό, τα βλέπει όλα ως αντικείμενα έτοιμα προς χρήση. Έτσι, όμως, δεν υπάρχει ούτε ο ίδιος, αφού δεν αναγνωρίζει ούτε τον εαυτό του ως υποκείμενο. Ένα μόνο συναίσθημα τον διατρέχει και αυτό δεν είναι άλλο από το να θέλει διακαώς να κυριαρχεί στους άλλους και στα πράγματα, πάντα ως αντικείμενα. Οπότε, όταν εκφράζει δημόσια μια άποψη ένας μη αποκλειστικά ορθολογιστής, ενοχλεί τον κυνισμό του ορθολογιστή. Ο ορθολογιστής προσδιορίζει την ύπαρξή του από την κατοχή υλικών αγαθών. Ο άνθρωπος δεν Είναι, αλλά Έχει μόνο. Η ανθρώπινη αυτή στάση προσδιορίζει σε μεγάλο βαθμό τη συνολικότερη συμπεριφορά του ανθρώπου στην ίδια του τη ζωή. Παραμένει το Είναι απρόσωπο, δίχως να τίθεται στα πράγματα. Ο άλλος τρόπος Ύπαρξης εμφαίνεται όταν το Είναι ασκεί το χαρακτηριστικό του Ανθρώπινου, που είναι η διάθεση για κίνηση. Η κίνηση ενεργοποιεί την Ανθρωπινότητα και θέτει σε κίνηση τον υποκειμενικό παράγοντα· θέτει σε κίνηση το Είναι. Με άλλους λόγους το Είναι είναι ή δεν είναι σε σχέση με το κρίσιμο ζήτημα της αρχής της κίνησης της Ύπαρξης. Δεν Είναι αν δεν υπάρχει και γι’ αυτόν τον λόγο η Ύπαρξη προηγείται του Είναι. Δεν μπορεί να υπάρξει κίνηση δίχως οποιουδήποτε είδους αλλαγής ή μεταβολής. Η διακύμανση της δύναμης της μεταβολής είναι το συναίσθημα.
Με βάση τους δύο περιγραφόμενους τρόπους Ύπαρξης λειτουργεί η γνώση που αποτελεί καθοριστικό παράγοντα στον τρόπο αντίληψης της ζωής.
* * *
Σήμερα θα πρέπει να αρχίσουμε να συζητάμε για τους όρους του Ανθρώπινου και του Αντι-ανθρώπινου και αυτοί οι όροι να αποτελέσουν τους οδοδείκτες του μέλλοντος. Αυτές οι δύο έννοιες θα αντιμάχονται μεταξύ τους και θα αποτελέσουν το πεδίο των μελλοντικών πολιτικών αντιπαραθέσεων. Ποιο, όμως, είναι το περιεχόμενο που χαρακτηρίζει τον έναν όρο και ποιο τον άλλον; Αν συμφωνήσουμε ότι η ανθρωπιά χαρακτηρίζει εκείνον που επιθυμεί το καλό, τη δικαιοσύνη, το δίκαιο, εκείνον που θέλει την ειρήνη, την επιθυμία του ανθρώπου να εξυψώνεται πνευματικά, να επιθυμεί να βοηθά τους συνανθρώπους του και τέλος να έχει ενσυναίσθηση, τα στοιχεία αυτά αποτελούν πρώτιστα ανθρωπολογικά πολιτιστικά χαρακτηριστικά και κατά συνέπεια και πολιτικά. Πιστεύω ότι δεν υπάρχει κάποιος που να μην συμφωνήσει με τα παραπάνω, ότι δηλαδή όλα τούτα δεν θα συνιστούσαν αυτό που ονομάζεται Ανθρώπινο. Το Αντι-ανθρώπινο τι είναι; Ακριβώς, βέβαια, οι αντίθετοι χαρακτηρισμοί. Το Ανθρώπινο χαρακτηρίζεται αναγκαστικά από τον ορθό λόγο και το συναίσθημα και το αντιανθρώπινο χαρακτηρίζεται μόνο από τον ακραίο ορθολογισμό. Διότι ο κυνικός ορθολογισμός, που επικρατεί μέχρι στιγμής στο πεδίο της πολιτικής, οδηγεί σε αυτόν τον παραλογισμό του Αντι-ανθρώπινου που όλοι τον αντιλαμβανόμαστε αλλά δεν τον κατανοούμε πολλές φορές.
Έχω, λοιπόν, την ισχυρή πεποίθηση ότι η φράση αυτή του υπότιτλου του βιβλίου του Γιώργου Παναγιωτίδη είναι μια βαθιά πολιτική φράση, η οποία αν αναλυθεί σε βάθος θα δώσει μια καινούργια πολιτική διέξοδο στα σημερινά πολιτικά αδιέξοδα. Η δύναμη εκείνη που θα περάσει από το συμφέρον στην αγάπη, από την ιδιοτέλεια στην ανιδιοτέλεια, από την κυριαρχικότητα στην υπηρέτηση του άλλου ανθρώπου, και εν τέλει από το αντιανθρώπινο στο Ανθρώπινο, τότε αυτή η δύναμη θα οδηγήσει τις κοινωνίες σε ανθρωπινότερες ατραπούς.
Εν κατακλείδι, έχω την απόλυτη πίστη ότι το βιβλίο του Γιώργου Παναγιωτίδη θα αποτελέσει στο μέλλον σημείο αναφοράς και σε πολιτικά κινήματα που θα διεκδικήσουν καλύτερους όρους ζωής και θα λειτουργήσει ως μια θρυαλλίδα νέων αντιλήψεων πολιτικής συμμετοχής, ειδομένης υπό την οπτική της δημόσιας ανιδιοτέλειας που προσφέρει η πραγματική αγάπη.