Της Αριάδνης Αλαβάνου.
Έχει, όμως, τη δύναμη να το καταφέρει;
Την ώρα που γράφονται τούτες οι γραμμές, Πέμπτη 24/2, τα διεθνή πρακτορεία μεταδίδουν ότι η ανατολική περιοχή της χώρας περί τη Βεγγάζη, την Αλ-Μπάιντα και το Τομπρούκ, καθώς και η μεγάλη πόλη στα δυτικά Μισράτα και πολλές περιοχές του νότου βρίσκονται στα χέρια των εξεγερμένων Λίβυων, ενώ μαίνονται οι συγκρούσεις στην περιοχή κοντά στην Τρίπολη, ανάμεσα σε διαδηλωτές και δυνάμεις του στρατού κυρίως μισθοφορικές δυνάμεις παντοειδούς προέλευσης: Νοτιοαφρικανούς, Ανατολικοευρωπαίους, Βαλκάνιους, μισθοφόρους από την υποσαχάρια Αφρική.
Οι νεκροί είναι πολλές εκατοντάδες, ίσως και χιλιάδες όπως και οι τραυματίες. Το καθεστώς μίλησε ανοιχτά ότι θα χρησιμοποιήσει ακραία βία και η χρήση επιθετικών ελικοπτέρων και βομβαρδιστικών εναντίον των εξεγερμένων το επιβεβαιώνει. Ο Καντάφι που ελέγχει ελάχιστες περιοχές είναι πολιτικά απομονωμένος, αλλά παίζει το χαρτί του ισλαμικού κινδύνου για να τρομάξει τους Αμερικανούς και να εκμαιεύσει, έμμεσα, την υποστήριξη μέσω της γνωστής πολιτικής της «σταθερότητας» (τι ειρωνεία!) και η μοίρα των πηγαδιών και των εγκαταστάσεων πετρελαίου, μαζί με τις ανησυχίες για το χρήμα που χάνεται και για την τιμή που προβλέπεται να πετάξει απασχολεί τα μέγιστα τους Δυτικούς.
Η κωδική ονομασία της ανησυχίας τους είναι «ανθρωπιστική επέμβαση». Οι εκτιμήσεις για τις προοπτικές επικεντρώνονται στο εξής: Στη Λιβύη είναι μάλλον απίθανο να υπάρξει μια εξέλιξη τύπου Αιγύπτου ή Τυνησίας. Το καθεστώς Καντάφι ή θα επικρατήσει με μεγάλη αιματοχυσία ή θα αποσυντεθεί πλήρως. Ο Καντάφι, από ό,τι φαίνεται, δεν θα διστάσει να εξαπολύσει ακόμα και εμφύλιο.
Αποσκιρτήσεις
Αν και μέχρι στιγμής αρκετοί υψηλά ιστάμενοι παράγοντες του καθεστώτος έχουν παραιτηθεί ή αποστασιοποιηθεί, όπως πολλοί διπλωμάτες, δύο τουλάχιστον υπουργοί (Εσωτερικών και Δικαιοσύνης), και ο αρχηγός του στρατού, ο οποίος βρίσκεται σε κατ’ οίκον περιορισμό, η κατάσταση δεν έχει ακόμη κριθεί. Ο παράγοντας στρατός δεν είναι πολύ σημαντικός, αρκετές μονάδες έχουν στασιάσει, αλλά οι επίλεκτες δυνάμεις όπως το 32ο τάγμα που διοικεί ο γιος του Καντάφι Καμίς και τα μισθοφορικά στρατεύματα είναι απίθανο να ακούσουν τις εκκλήσεις να ενωθούν με το λαό.
Λόγω της φυλετικής κοινωνικής δομής της Λιβύης, σημαντικό ρόλο παίζει η στάση των μεγάλων φυλών. Προς το παρόν, η φυλή Warfala, των δυτικών περιοχών, που στήριξε επί μακρόν το καθεστώς, έχει ταχθεί με τους εξεγερμένους. Ο παραιτηθείς υπουργός Δικαιοσύνης ανήκει σε μια άλλη μεγάλη φυλή, που σημαίνει ότι και αυτή παίρνει αποστάσεις από τον Καντάφι. Ένας λόγος που πιθανώς θα αποτρέψει τις φυλές, οι οποίες αντιτάχθηκαν στον Καντάφι, να υπαναχωρήσουν είναι ο «Κώδικας Τιμής» του 1997 που ψηφίστηκε από το Κοινοβούλιο, ο οποίος εισάγει τη συλλογική τιμωρία. Συνεπώς τα αντίποινα, σε περίπτωση επιβίωσης του Καντάφι, θα είναι σοβαρά. Ακόμη και οι ιμάμηδες που στις αρχές Ιανουαρίου συμβούλευαν τον κόσμο να μην εξεγείρεται, εξέδωσαν φετφά που ορίζει ως «ιερό καθήκον» την αντίσταση στον Καντάφι. Ωστόσο, φαίνεται πως η διάθεση των καθεστωτικών δυνάμεων για βίαιη καταστολή δεν υποστέλλεται. Υπάρχει το ενδεχόμενο εσωτερικές δυνάμεις του καθεστώτος και μάλιστα πολύ κοντινές στον Καντάφι να κρίνουν ότι δεν τις συμφέρει πλέον να τον υπερασπίζονται; Από τις πληροφορίες δεν είναι ακόμη ορατό κάτι τέτοιο. Η πιθανότητα όμως να τις σαρώσει η εξέγερση, η οποία έχει αποκτήσει, σύμφωνα με τους New York Times, «χαρακτήρα ένοπλου επαναστατικού κινήματος» (όση εμπιστοσύνη μπορεί να έχει κανείς στην εν λόγω εφημερίδα) είναι ορατή.
Δυσδιάκριτο κοινωνικό στίγμα
Η εξέγερση των Λίβυων, λιγότερο πιθανή εκ πρώτης όψεως από τη στιγμή που άρχισε να πέφτει το αραβικό ντόμινο, είναι αποτέλεσμα σύγκλισης πολλών παραγόντων, ενώ είναι ακόμη δυσδιάκριτο το κοινωνικό στίγμα της, εν αντιθέσει προς το πολιτικό που συμπυκνώνεται στην απαλλαγή από το καθεστώς Καντάφι και τη διαφθορά του, και τη θέσπιση δημοκρατικού συντάγματος. Οι βαθύτερες κοινωνικο-οικονομικές αιτίες είναι πανομοιότυπες με των άλλων αραβικών χωρών και όλες παραπέμπουν στο νεανικό πληθυσμό (μ.ό. ηλικίας 24,5 έτη) και στην επιδείνωση της οικονομικής και κοινωνικής κατάστασης της λαϊκής πλειοψηφίας,μετά την εφαρμογή νεοφιλελεύθερης πολιτικής. Το ένα τρίτο του πληθυσμού είναι βυθισμένο στη φτώχεια. Η ανεργία κυμαίνεται στο 30%, σε μια χώρα που παράγει το 2% της παγκόσμιας ημερήσιας παραγωγής πετρελαίου. Η κατάργηση φόρων και δασμών που εφάρμοσε ο Καντάφι στα τέλη Ιανουαρίου, με το φόβο της μετάδοσης των εξεγέρσεων της Αιγύπτου και Τυνησίας, δεν μπόρεσαν να αναστρέψουν την αγανάκτηση. Ούτε η απελευθέρωση κάποιων πολιτικών κρατουμένων, μεταξύ των οποίων και ισλαμιστές.
Νεοφιλελευθερισμός και ΔΝΤ
Η χώρα η οποία, μετά την ανάληψη της εξουσίας από τον Μ. Καντάφι και τους νασερικούς αξιωματικούς, το 1969, αφιέρωσε τις προσόδους από το πετρέλαιο στην υγεία, την παιδεία (82,5% του πληθυσμού αποτελείται από εγγράμματους), τη λαϊκή στέγη, που ενθάρρυνε τους εργάτες να αναλάβουν τη διαχείριση κρατικών και ιδιωτικών επιχειρήσεων, που έδιωξε τις εκμεταλλευτικές πολυεθνικές και αναδιένειμε σημαντικό μέρος του πλούτου, στα τέλη της δεκαετίας του 1980, με μια «επανάσταση μέσα στην επανάσταση» ή «λαϊκό καπιταλισμό», όπως τον αποκάλεσε το καθεστώς, στράφηκε προς τον νεοφιλελευθερισμό. Οι αιτίες είναι πολύπλοκες, όμως είναι ασφαλές να πει κανείς ότι η κατάπνιξη της δημοκρατίας και η αφαίρεση του ελέγχου των πολιτικών και οικονομικών πραγμάτων από τη λαϊκή πλειοψηφία εξάλειψε κάθε πιθανό εμπόδιο σ’ αυτή την πορεία.
Το κομβικό σημείο ήταν η διαμόρφωση μιας νέας εκμεταλλευτικής τάξης περί την οικογένεια Καντάφι και τη φυλή Qadhadhfa, από την οποία προέρχεται, με μεταφορά πλούτου και κρατικών θέσεων που της επέτρεπαν να κάνει συμμαχίες και να αποκτήσει κοινωνική και πολιτική ισχύ. Οι φυλές στα ανατολικά της χώρας -επίκεντρο της εξέγερσης, όπου υπάρχουν πετρέλαιο και ουράνιο- έμειναν εκτός της νέας διανομής του πλούτου. Οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές, από το 1987 περίπου και μετά, με «μεταρρυθμίσεις» στη γεωργία και βιομηχανία κάτω από τα προγράμματα του ΔΝΤ οδήγησαν σε κατάργηση των ποσοστώσεων στις εισαγωγές και τις εξαγωγές, στις εκχωρήσεις δικαιωμάτων εκμετάλλευσης του πετρελαίου σε ξένες εταιρίες που ωφέλησαν εκείνες τις ομάδες και φυλές οι οποίες μπορούσαν να συμμετέχουν στο σύστημα διαφθοράς και πελατειακών σχέσεων. Τις νεοφιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις τις προώθησαν ολοταχώς δύο γιοι του Καντάφι, ο απόφοιτος του London School of Economics Σαΐφ Αλ-Ισλάμ αλ-Καντάφι και ο Μουατασίμ αλ-Καντάφι ο οποίος προώθησε ιδίως τις ζώνες εξαγωγών, και ο Σόκρι Γκάνεμ που από πρωθυπουργός ανέλαβε το πολύ πιο σημαντικό πόστο τού επικεφαλής της Εθνικής Εταιρίας Πετρελαίου και επεδίωξε να εξασφαλίσει ξένες επενδύσεις στον πετρελαϊκό τομέα μέσω της εκπλήρωσης των Κοινών Συμφωνιών Εξόρυξης και Παραγωγής με εταιρίες ενός μεγάλου φάσματος, από την αμερικανική Occidental Petroleum μέχρι την Εθνική Εταιρία Πετρελαίου της Κίνας και πολλές ευρωπαϊκές.
Καρικατούρα επανάστασης
Παράλληλα με τη στροφή προς το νεοφιλελευθερισμό, το πάλαι ποτέ επαναστατικό καθεστώς και ο ηγέτης του έγιναν μια καρικατούρα με απίθανους βαθμούς γελοιότητας. Σε διεθνές επίπεδο ο παλιός αντι-ιμπεριαλιστής και ισλαμιστής στρατεύτηκε ολόψυχα στον «πόλεμο κατά της τρομοκρατίας» του Τζ. Μπους, έγινε ακραία αντι-ισλαμιστής και αυτό αύξησε την εγγενή αντιδημοκρατικότητα του καθεστώτος και την εσωτερική καταστολή.
Η οικονομική και κοινωνική πολιτική του Καντάφι έστρεψε σχεδόν όλα τα κοινωνικά στρώματα εναντίον του, πλην μιας μειοψηφικής ελίτ. Παλιές δυσαρέσκειες ενώθηκαν με νέες που δημιούργησε η νεοφιλελεύθερη πολιτική. Έτσι, στο πλαίσιο αυτού του απρόβλεπτου αραβικού ντόμινο, κάποια στρώματα κινήθηκαν εναντίον του καθεστώτος από φυλετική άποψη, όπως φυλές των ανατολικών περιοχών παραδοσιακά αντίθετες με το καθεστώς. Άλλα γιατί δεν κατανοούν πώς μια τόσο πλούσια σε πόρους χώρα δεν έχει την όψη των Εμιράτων και πιο δυναμικά οι πληβειακές μάζες και οι νέοι για να απελευθερωθούν από τις μεταρρυθμίσεις και τη φτώχεια.
Οι πληροφορίες λένε πως τις ώρες τούτες από τις ανατολικές περιοχές κινούνται εξεγερμένοι προς την Τρίπολη για να ασκήσουν ακόμη μεγαλύτερη πίεση στον Καντάφι, ενώ αυξάνονται συνεχώς οι αποσκιρτήσεις στελεχών του καθεστώτος. Επίσης, ότι στις περιοχές που ελέγχουν οι εξεγερμένοι έχει δημιουργηθεί ένα είδος εξουσίας, με επίκεντρο τη Βεγγάζη, έχουν ανοίξει τον διεθνή Τύπο και ότι οι Δυτικοί αναζητούν μανιωδώς απάντηση στο ερώτημα: μετά τον Καντάφι τι;
(Πηγές: Der Spiegel, Counterpunch, Asia Times, Jadaliyya)