Στην Αθήνα διαδραματίζεται η νέα ταινία Τζέισον Μπορν του Πολ Γκρίνγκρας
Της Ιφιγένειας Καλαντζή
Τα εμπορικά βιβλία του Ρόμπερτ Λάντλαμ, με ήρωα τον υπερκατάσκοπο Τζέισον Μπορν, μεταφέρθηκαν στη μεγάλη οθόνη το 2002, ανανεώνοντας τις χολιγουντιανές κατασκοπευτικές ταινίες, στον απόηχο της 11/9/2001.
Με πρωταγωνιστή και πάλι τον ωριμότερο πλέον Ματ Ντέιμον, η νέα ταινία Τζέισον Μπορν, από μια σειρά με συνολικές εισπράξεις που ξεπέρασαν τα 1,5 δισ. παγκοσμίως, αποτελεί την τρίτη ταινία με τη ρεαλιστική σκηνοθετική υπογραφή του 61χρονου Άγγλου Πολ Γκρίνγκρας (Ματωμένη Κυριακή/ 2002).
Ο άρτια εκπαιδευμένος ειδικός πράκτορας Τζέισον Μπορν, μετά την αναζήτηση ταυτότητας έπειτα από αμνησία, την εκδίκηση και την εξαφάνισή του από την ενεργό δράση, εμφανίζεται μια δεκαετία αργότερα στα… ελληνοαλβανικά σύνορα, να βγάζει νοκ άουτ με την πρώτη γροθιά έναν ντόπιο ορεσίβιο, σε μια σκηνή που λες και ξεπήδησε από το Fight Club. Καταδιωκόμενος από τον αρχηγό της CIA (Τόμι Λι Τζόουνς), εντοπίζεται στην Αθήνα ανάμεσα σε επεισοδιακές διαδηλώσεις. Μετά από άγριο κυνηγητό, ο Μπορν βρίσκεται στο Λονδίνο, περνώντας από τη Ρώμη και το παρακμιακό Βερολίνο και καταλήγει σε μια εντυπωσιακή βραδινή καταδίωξη στο λαμπερό Λας Βέγκας, αναζητώντας τον δολοφόνο του πατέρα του που σχετίζεται με δική του μπλεγμένη ιστορία. Εκεί, σ’ ένα τεχνολογικό συμπόσιο παρουσιάζεται ένα νέο διαδικτυακό πρόγραμμα, υποσχόμενο προστασία προσωπικών δεδομένων, με δυνατότητα όμως αξιοποίησής του από μυστικές υπηρεσίες, για άντληση στοιχείων στο βωμό καταπολέμησης της διεθνούς τρομοκρατίας.
Το σκηνοθετικό στιλ του Γκρίνγκρας, που τυποποιήθηκε σε ταινίες δραματοποίησης αληθινών γεγονότων, χαρακτηρίζεται από μια καταγραφή με κάμερα στο χέρι, που στρέφεται με απότομες εστιάσεις ή απομακρύνσεις σε πρόσωπα και λεπτομέρειες, προσδίδοντας μεγαλύτερη αληθοφάνεια. Το επεξεργασμένο ντεκουπάζ γρήγορων κοφτών πλάνων δημιουργεί φρενήρη ρυθμό στις εντυπωσιακές σκηνές καταδίωξης, που συνήθως καλύπτουν σεναριακές αδυναμίες και προβληματική δόμηση χαρακτήρων. Στη δραματοποίηση συμβάλλει η πρωτότυπη μουσική, που θυμίζει ειδησεογραφικά τηλεοπτικά ρεπορτάζ. Σε αντίθεση με την αυτοπεποίθηση και το κυριλέ σεξαπίλ των υπερκατασκόπων περασμένης γενιάς, ο Μπορν εμφανίζεται σε ψυχολογική σύγχυση. Απαλλαγμένος από το σεξισμό του Βρετανού Τζέιμς Μποντ και τον άκρατο κοσμοπολιτισμό του, που τροφοδότησε ένα δυτικό καταναλωτισμό, παράλληλα με τον ψυχροπολεμικό αντικομμουνισμό, ο Τζέισον Μπορν, όχι τυχαία με τα ίδια αρχικά, ήρθε ως εκσυγχρονισμένη αμερικάνικη εκδοχή, στην εποχή του Διαδικτύου και των κινητών, εστιάζοντας στην «τρομοκρατία» σε ταινίες που αποτέλεσαν αισθητικό και ιδεολογικό προϊόν τής μετά το 2001 εποχής.
Πεδίο δράσης στην ταινία Τζέισον Μπορν είναι η Αθήνα της κρίσης. Οι συγκρούσεις ανάμεσα στις δυνάμεις καταστολής και τις λαϊκές μάζες στην Πλατεία Συντάγματος, που κυριαρχούν στο πρώτο μισάωρο, βασίζονται στις εικόνες που πριν από λίγα χρόνια έκαναν το γύρο του κόσμου. Φυσικά δεν πρόκειται για την πραγματική Αθήνα, τα γυρίσματα έγιναν στην Τενερίφη, παρουσιάζοντας μια «επικίνδυνη» εξεγερμένη μάζα, με κόκκινες, μαύρες και ελληνικές σημαίες να βροντοφωνάζει συνθήματα, ενώ κουκουλοφόροι πετούν μολότοφ από ταράτσα, σε μια γειτονιά με εξαρχειώτικο άρωμα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ισοπέδωσης μιας εξέγερσης αυτή η ταινία, με τη στερεοτυπική χρήση εικόνων από λαϊκούς αγώνες να χρησιμοποιούνται απλά ως φόντο που γεμίζει με πλήθη την οθόνη, για να τα διασχίσουν τρέχοντας οι καταδιωκόμενοι πρωταγωνιστές. Η επιλογή της Αθήνας, εκτός από την επίφαση σύγχρονης επικαιρότητας, λειτουργεί και ως αστικό στερεότυπο τριτοκοσμικής αποσταθεροποίησης, αντίστοιχα με το εδώ και χρόνια κινηματογραφικό φόντο ισοπεδωμένων από βομβαρδισμούς πόλεων της Μέσης Ανατολής, ενώ σε πλάνα από το Λονδίνο ή τη Βιρτζίνια διατηρείται ο καθωσπρεπισμός του «πολιτισμένου» κόσμου, συντηρώντας μια αποικιοκρατική αντίληψη, που ποτέ δεν εξαλείφθηκε.
Θολώνοντας περισσότερο τις έννοιες του απόρρητου, της ιδιωτικοποίησης και της προστασίας των προσωπικών δεδομένων στο Διαδίκτυο, γίνεται όχι τυχαία και ονομαστική αναφορά στον Έντουαρντ Σνόουντεν, αφήνοντας να εννοηθεί πως οι αποκαλύψεις του περί αντισυνταγματικής παρακολούθησης πολιτών έρχονται σε σύγκρουση με την αναγκαιότητα για εθνική ασφάλεια. Ακόμα κι αν ο «κακός» της ταινίας είναι ο αρχηγός της CIA, ως μεμονωμένη περίπτωση διαφθοράς, η ταινία θέτει ως βασικό ιδεολογικό πρόσταγμα το (ψευτο)δίλημμα «ελευθερία ή ασφάλεια». Έτσι, ο πράκτορας Μπορν, με μοναδικό κίνητρο την αποκάλυψη του δολοφόνου του πατέρα του, χαρακτηρίζεται επίμονα ως «πατριώτης», δηλώνοντας ευθαρσώς πως δεν συντάσσεται με την εναντίωση στον κοινωνικό έλεγχο από διεφθαρμένες κυβερνήσεις, απαξιώνοντας με την α-πολίτικη στάση του «δυσνόητα» ιδεολογικά μορφώματα, σε μια ταινία πιο αποτελεσματική και από το ανελέητο κυνηγητό των περίφημων μακαρθικών Επιτροπών.
Στην κατασκοπευτική ταινία Δημόσιος Κίνδυνος/1998, τονίζεται η ύπαρξη ενός ολοκληρωτικού ελέγχου από ένα πανίσχυρο σύστημα, όπου μια κεντρική υπηρεσία αξιοποιεί το οπτικό υλικό αμέτρητων καμερών. Η ανάδειξη της χρήσης ενός κομβικού κέντρου επιχειρήσεων στις σύγχρονες κατασκοπευτικές ταινίες όπως και στον Μπορν, όπου οι «εγκέφαλοι» κατευθύνουν τις μυστικές επιχειρήσεις έχοντας πλήρη πρόσβαση σε αρχεία πολιτών, αντιμετωπίζουν με δέος τις δυνατότητες της τεχνολογίας, προδικάζοντας ως ανέφικτη ακόμα και την παραμικρή σκέψη ανατροπής. «Ο στόχος είναι στο μυαλό», όπως έχει επισημάνει εύστοχα και η Κατερίνα Γώγου.
* Η Ιφιγένεια Καλαντζή, θεωρητικός-κριτικός κινηματογράφου
[email protected]