Του Χρύσανθου Ξάνθη
Το 1975, ακριβώς δεν θυμάμαι πού, κάπου στο κέντρο και προφανώς σε κάποια παρέλαση, παιάνιζαν εμβατήρια. Ο πατέρας μου στα νιάτα του ήταν στον εφεδρικό ΕΛΑΣ, ο θείος μου εθνικόφρων κλασικός. Ακριβώς πίσω μου και οι δύο, τσακώνονταν στα μουλωχτά για τους στίχους ενός εμβατηρίου. Ήταν το «Μαύρη είναι η νύχτα στα βουνά». Η φασαρία ήταν για τη λέξη που προηγούταν του ρήματος «Ξεσπαθώνει». Ο ένας έλεγε «κλέφτης», ο άλλος «Έλλην»…
Θυμήθηκα αυτό το περιστατικό, όταν σερφάροντας έπεσα πάνω σε μία από τις χιλιάδες αντιπαραθέσεις. Το ζήτημα εδώ ήταν για τις παρελάσεις, για τα εθνικιστικά εμβατήρια. Ρώτησα 2-3 φίλους μου, όλοι αριστεροί και πέρα, τη γνώμη τους για το συγκεκριμένο εμβατήριο. Αλλά ρώτησα και τον εαυτό μου. Όλοι συμφώνησαν πως πρόκειται για ένα εθνικιστικό, πατριδοκάπηλο, μιλιταριστικό εμβατήριο. Λίγο η περιέργεια, λίγο η ανάμνηση του ’75, με οδήγησαν να ψάξω περισσότερο.
Ο Αλέξανδρος Ραγκαβής, το 1825 σπουδάζει στη Στρατιωτική Ακαδημία του Μονάχου. Συγγράφει ποιήματα και συνθέτει διάφορα τραγούδια που συμπυκνώνουν δύο τάσεις. Από τη μια, τον ριζοσπαστισμό του Ευρωπαϊκού Ρομαντισμού ενάντια στην τυραννία και την εξουσία των ισχυρών. Από την άλλη, την πατριωτική φλόγα που εμπνέεται από την Ελληνική Επανάσταση του ‘21. Στη Γερμανία τότε, βρίσκεται σε ανάπτυξη το κίνημα Θύελλα και Ορμή, μία έκφραση του Ρομαντισμού με ενσαρκωτές τον Γκαίτε και τον Σίλερ. Το ποίημα «Κλέφτης» κυκλοφορεί το 1837, με υπότιτλο «Σκοπός των Ληστών του Σχιλλέρου» (απόδοση στα ελληνικά, του ονόματος του Σίλερ!) (1). Μόνο αυτό δείχνει τη σύνδεση του Ραγκαβή με όλα όσα διαδραματίζονταν στο περιβάλλον του.
Οι στίχοι του είναι καθαρά επαναστατικοί. Καμιά αναφορά δεν υπάρχει στους Τούρκους, αλλά ο κύριος εχθρός είναι οι «Τύραννοι χλωμοί», «ο δόλος διοικεί», «τα πλούτη έχουν οι κακοί», «μεγάλοι έμποροι πωλούν τα Έθνη». Ο εχθρός είναι η παγκόσμια τυραννία. Έτσι αντιμετωπιζόταν και το 1821, σαν κομμάτι μιας γενικότερης προσπάθειας λαών και εθνών να απελευθερωθούν από τα δεσμά. Αυτό τουλάχιστον ήθελε να εκπέμψει ο Φαναριώτης Ραγκαβής.
Από την αντίθετη πλευρά, ο ποιητής κοσμεί τον κλέφτη και την κατάστασή του, ακόμα κι όταν εκείνος πεθαίνει: «Ελπίδα το ντουφέκι», «η αρετή κρυμμένη», «τα άρματα λαλούν», «ελεύθερος θα ζω, ελεύθερος θα πέσω». Τέλος, προσθέτει την ανθρώπινη διάσταση, είτε με τη μάνα («Ένα παιδί σου σε στερώ, όμως να ζήσω δεν μπορώ να ζω για να δουλεύω»), είτε με τους συντρόφους του («Σύντροφοι άσκεποι, πεζοί τον φέρνουν λυπημένοι, και τραγουδούν όλοι μαζί») και τέλος με την άρνησή του να συνθηκολογήσει («Πήγαινε, φίλει την ποδιά που δούλοι προσκυνούνε»).
Όλα τα παραπάνω αφορούν την «ιδεολογία» του ποιήματος. Υπάρχει όμως ακόμα μία διάσταση, αυτή της μελοποίησης, που προσθέτει ακόμα μεγαλύτερο ενδιαφέρον. Οι πηγές αναφέρουν πως σε παρτιτούρα ο Θούριος εμφανίστηκε ανάμεσα στα 1863 και 1874. Όμως, το τραγούδι-εμβατήριο είχε έρθει ήδη στην Ελλάδα σε «προφορική» μορφή. Σε μία καταπληκτική εργασία, η κα Αθηνά Γεωργαντά (2) αποδεικνύει πως η μελωδία είναι βασισμένη στη μουσική επένδυση μίας πράξης του θεατρικού έργου του Σίλερ «Οι Ληστές». Αλλά κι εδώ δεν υπάρχει συνθέτης και όλα δείχνουν πως βασίζονται σε ένα παραδοσιακό τραγούδι των Γερμανών φοιτητών. Ο Ραγκαβής το θυμόταν και όταν ήρθε στην Ελλάδα, με τη βοήθεια ενός Κεφαλλονίτη μουσικού, έδωσε τη μορφή που ξέρουμε σήμερα. Μία γραμμή που ξεδιπλώνεται βαθιά στην επαναστατική ιστορία…
Η βουτιά στην Ιστορία ενέχει δύο κινδύνους. Να δεις πόσα δεν ξέρεις ή γνωρίζεις στρεβλά και να αισθανθείς λίγος. Ο δεύτερος είναι να σε απορροφήσει τόσο που να μην ασχολείσαι με το επίκαιρο. Το οδυνηρό για την αριστερά είναι πως, είτε με την πνευματική μας τεμπελιά, είτε με το κυνήγι του «βασικού» και επίκαιρου, χαρίσαμε την «ιστορία» μας στους «απέναντι». Που μην ξέροντας τι έχουν «κερδίσει», τη μετασχημάτισαν σε εθνικιστική καρικατούρα και αδειανά κοστούμια. Το «γεγονός» πεθαίνει και από τα αριστερά και από τα δεξιά. Οποιαδήποτε αναφορά στο «γεγονός», θεωρείται εθνικισμός και προγονοπληξία.
Μετά τον Εμφύλιο, το «Έλλην» είχε επιβληθεί. Τώρα, στο διαδίκτυο επικρατεί το ορθό «κλεφτής». Μόνο κάτι χρυσαυγίτες με αγριοφωνάρες εμμένουν στο πρώτο. Όμως τώρα, μάλλον κανείς δεν ασχολείται. Και τελικά το ερώτημα είναι, μήπως χρειάζεται να ξαναενωθούμε με την Ιστορία μας;
Υ.Γ.: Όλοι όσοι εκστασιάζονται με τον Άρη, ας ξέρουν πως τα πρώτα αντάρτικα τμήματα, όταν έμπαιναν στην Ρούμελη, το «Μαύρη είναι η νύχτα στα βουνά» τραγουδούσαν και σκόρπιζαν ενθουσιασμό στην πλέμπα και τον λαουτζίκο…
(1) «Οι Ληστές» ήταν το πρώτο θεατρικό έργο του Σίλερ. Το έγραψε όταν ήταν 20 χρονών, το 1779. Ένα επιθετικό δράμα για το όραμα μιας εξεγερμένης συνείδησης που αγωνίζεται για κοινωνική δικαιοσύνη ενάντια στα πρότυπα και τους κανόνες της εξουσίας.
(2) «“Ο Κλέφτης” του Α. Ραγκαβή, ένας επαναστάτης ήρωας και ένα πολεμικό εμβατήριο», της Αθηνάς Γεωργαντά.
Ο Κλέφτης (1837)
Μαύρ’ εἶν’ ἡ νύχτα ‘ς τὰ βουνά,
‘ς τοὺς βράχους πέφτει χιόνι.
Μὲσ’ ‘ς τ’ ἄγρια, ‘ς τὰ σκοτεινά,
‘ς ταῖς τραχαῖς πέτραις, ‘ς τὰ στενά,
ὁ κλέφτης ξεσπαθώνει.
‘Σ τὸ δεξὶ χέρι τὸ γυμνό
βαστᾷ ἀστροπελέκι.
Παλάτι ἔχει τὸ βουνό,
καὶ σκέπασμα τὸν οὐρανό,
κ ἐλπίδα τὸ τουφέκι.
Φεύγουν οἱ τύραννοι χλωμοὶ
τὸ μαῦρο του μαχαῖρι·
μ’ ἱδρῶτα βρέχει τὸ ψωμί·
‘ξέρει νὰ ζήσῃ μὲ τιμή,
καὶ νὰ πεθάνῃ ‘ξέρει.
Τὸν κόσμ’ ὁ δόλος διοικεῖ
κ’ ἡ ἄδικ’ εἰμαρμένη.
Τὰ πλούτη ἔχουν οἱ κακοί,
κ’ ἐδὼ ‘ς τοὺς βράχους κατοικεῖ
ἡ ἀρετὴ κρυμμένη.
Μεγάλοι ἔμποροι πωλοῦν
τὰ ἔθνη ‘σὰν κοπάδια.
Τὴν γῆν προδίδουν καὶ γελοῦν
Έδ ‘ όμως άρματα λαλούν,
‘ς τ’ ἀπάτητα λαγκάδια.
Πήγαινε, φίλει τὴν ποδιὰ
‘ποῦ δοῦλοι προσκυνοῦνε.
Ἐδῶ ‘ς τὰ πράσινα κλαδιὰ
μόν’ τὸ σπαθί τους τὰ παιδιὰ
καὶ τὸν Σταυρὸν φιλοῦνε.
Μητέρα, κλαῖς. Ἀναχωρῶ.
Να μ’ εὐχηθῇς γυρεύω.
Ἕνα παιδί σου σὲ στερῶ,
ὅμως νὰ ζήσω δὲν ‘μπορῶ
νὰ ζῶ γιὰ νὰ δουλεύω.
Μὴν κλαῖτε, μάτια γαλανά,
φωστῆρες ποῦ ἀρέσω.
Τὸ δάκρυό σας με πλανᾷ.
Ἐλεύθερός ζῶ ‘ς τὰ βουνά,
κ’ ἐλεύθερος θὰ πέσω.
Βαρεία, βαρειὰ βοΐζει ἡ γῆ.
Ἕνα τουφέκι πέφτει.
Παντοῦ τρομάρα καὶ σφαγή·
ἐδῶ φυγή, ἐκεῖ πληγή.
Τὸν σκότωσαν τὸν κλέφτη.
Σύντροφοι ἄσκεποι, πεζοὶ
τὸν φέρνουν λυπημένοι,
καὶ τραγουδοῦν ὅλοι μαζῆ:
«Ἐλεύθερος ο κλέφτης ζῇ,
κ’ ἐλεύθερος πεθαίνει.»
Δημιουργός: Αλέξανδρος Ραγκαβής (1809-1892)
Η απόδοση σε παρτιτούρα, εμφανίζεται για πρώτη φορά στη συλλογή «Μουσική Ανθοδέσμη», ανάμεσα στα 1863 και 1874.