του Χρύσανθου Ξάνθη

Κυριακή πρωί. Βαρύς και εγώ και ο καιρός. Ο πρώτος καφές γαλλικός. Τα παιδιά κοιμούνται. Το ταίρι μου βαρύ και αυτό. Χαμογελάμε με ένα κάποιο ψήγμα αντοχής, που θυμίζει τάληρο ξεχασμένο στο τσεπάκι από ένα πουκάμισο καλοκαιρινό. Με αυτό το τάληρο πληρώνουμε τον καφέ στο φούρνο. Πρέπει να βαδίζω όσο περισσότερο γίνεται. Η εφαρμογή στο κινητό αρχίζει και μας μετρά.

153 βήματα
Προχωράμε. Πεδίον Άρεως. Παγκάκι. Καφές. Τσιγάρο. Περαστικοί. «Ρε συ» μου λέει το ταίρι μου, «κοίτα το ‘χουν φροντισμένο». «Αλήθεια είναι» της απαντώ. Ένας 55άρης κοντός υπάλληλος με μία λαβίδα μαζεύει κάποια ελάχιστα σκουπίδια. Δεν κάνει κρύο. Μία ήρεμη μελαγχολία ξεπροβάλλει ανάμεσα από τους εκατοντάδες περιπατητές. Όλες διαφορετικές φιγούρες. Μικροί, μεγάλοι, άνδρες, γυναίκες, καλοστεκούμενοι, ταλαιπωρημένοι, αδιάφοροι, μοναχοί και παρέες. Κοιτώ τα σκυλιά. Κανένα δεν μοιάζει με το άλλο. Όπως οι άνθρωποι.

1.285 βήματα
Εργάτες του Δήμου καθαρίζουν το δρόμο με τα αγάλματα των Ηρώων του ‘21. Κάποιες είχαν γράψει με ροζ μαρκαδόρο «ΕΙΜΑΣΤΕ ΠΡΟΔΟΤΡΕΣ» στο άγαλμα της Μπουμπουλίνας. Λέω «αν μπορούσε να απαντήσει θα τους έλεγε στ’ αρχίδια μας». «Μην γίνεσαι προκλητικός», μου λέει το ταίρι μου (όχι η Μπουμπουλίνα) και προχωρούμε. Συνεχίζω να κοιτώ τους ανθρώπους και τα σκυλιά. Ένα παζλ ξεδιπλώνεται μπροστά μου. Και δεν χρειάζεται να μπει σε καμία τάξη. Μία εσωτερική συνοχή, άγνωστο πώς, συνταιριάζει τα ανθρώπινα κομμάτια. Μία αισιοδοξία, έστω μελαγχολική, περιδιαβαίνει τα δρομάκια, και εμείς μαζί.

2.950 βήματα
Τρεις τύποι έχουν στήσει όργανα, ηχεία, μικρόφωνα. 30-40 ετών. Λαϊκές φάτσες, αταίριαστοι φαινομενικά μεταξύ τους. Σαντούρι, βιολί, λαούτο και στην καβάτζα μπουζούκι. Τραγουδούν και παίζουν νησιώτικα, σμυρναίικα, παραδοσιακά. Κάνουν νόημα σε μία κοπέλα μάλλον γνωστή τους να τραγουδήσει. Ταλαιπωρημένη, άνευρη, μορφάζει αρνητικά. Με τα πολλά παίρνει το μικρόφωνο. Αυτά που φοράει είναι αταίριαστα. Και αν τα έβαζες όλα μαζί δεν θα άξιζαν παραπάνω από 50 ευρώ. Ρούχα και παπούτσια από πανέρια λαϊκών ή από τα φτωχομάγαζα της Αχαρνών. Αρχίζει να τραγουδά το «Μενεξέδες και Ζουμπούλια». Είναι καλή. Βγαίνει αβίαστα, από μέσα της. Ταξιδεύω…

97.875 βήματα
Έρχονται και τα παιδιά με τα ποδήλατα. Ξύπνησαν και όταν άκουσαν τραγούδια από το τηλέφωνο ξεσηκώθηκαν. Σε ένα οργανικό από τη Λέσβο μία κυρία ανταριάζεται. «Είμαι από τη Λέσβο» λέει όλο χαρά και συγκίνηση. Τηλεφωνούμε στον Γιώργη από τα Βατερά. «Όλοι καλά, πότε θα ανταμώσουμε;» ρωτάει και γελάμε. Ένας δουλεμένος και ηλικιωμένος άνθρωπος πλησιάζει. Καφέ σακάκι, τζόκεϊ και μπλε σκούρο παντελόνι. Βγάζει ένα χιλιοδιπλωμένο, ταλαιπωρημένο τάληρο (λες και ήταν το ίδιο με το δικό μου), τους το δίνει και τους ζητά να παίξουν ένα κομμάτι…

145.765 βήματα
Είναι 2 το μεσημέρι, Κυριακή, και ο καιρός είναι βαρύς. Η κοπέλα αρχίζει να τραγουδά το «Συννεφιασμένη Κυριακή». Ο παππούς χορεύει όμορφα, ήρεμα, εσωτερικά. Ανατριχιάζω. Σφίγγομαι να μην δακρύσω. Γυρνάω για να μην με δουν τα παιδιά. Ο χορός τελειώνει. Κοιτάω τα αγάλματα και τους ανθρώπους. Τα σκυλιά και τα δένδρα. Παίρνω τρεις ανθρώπους που μπορούν να νιώσουν. Τον Φώντα, τον Τάσο και τον Γιώργο. Τους μιλώ για την Ελλάδα που αντέχει.

275.876 βήματα
Είμαι κάπως οργισμένος. Με την καραγκούνα-Αγγελοπούλου που ποζάρει λες και είναι σε γκαλά… Με την τύπα που βανδάλισε το άγαλμα και νομίζει πως κάνει μπανάσταση. Με τον Μητσοτάκη που είπε πως το έθνος συγκροτήθηκε το 1821. Με όλ@ που ακούνε πατρίδα και βρίζουν. Με τον «γκραφιτά της επανάστασης» που έχει φτιάξει και άλλα γκράφιτι που μάλλον θα έπρεπε να κοσμούν τα απομεινάρια της Μακρονήσου. Με αυτούς που άλλαξαν τη σημαία με τη δική τους σημαία…

0 βήματα
Επιστρέφουμε. Κυριακή μεσημέρι. Στην ψυχή γλυκόπικρη γεύση.

1821 βήματα
Έτσι γιόρτασα τη δική μου 25η Μαρτίου και δεν μου καίγεται καρφί για όποιον δεν νιώθει…

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!