Μέσα στην καραντίνα, στην απομόνωση του κόβιντ, στον περιορισμό των ταξιδιών, να που έρχεται ένα βιβλίο να μας συντροφεύσει και να μας οδηγήσει σε έναν διαφορετικό γύρο του πλανήτη. Από τις νότιες εσχατιές της Χιλής μέχρι τη Νορβηγία, από την Παπούα Νέα Γουινέα μέχρι την Ελβετία, από τη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό μέχρι τον Καναδά. Αν τις μέτρησα σωστά κοντά στις πενήντα διαφορετικές χώρες, με ιλιγγιώδεις διαφορές από κάθε άποψη. Ο Νίκος Μικρόπουλος είναι ο ταξιδιώτης-αφηγητής που μας οδηγεί σε αυτόν τον Γύρο του κόσμου σε 80 ιστορίες, όπως είναι ο τίτλος του πρώτου του βιβλίου που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Βακχικόν.
Θα μπορούσα εύκολα να φανταστώ τον συγγραφέα να μας τις αφηγείται κάποια καλοκαιρινή νύχτα σε μια παραλία κάτω από τον έναστρο ουρανό, δίπλα στο τζάκι κάποιο χειμώνα, σε ένα ταβερνάκι καθώς αδειάζουμε τα μισόκιλα του κρασιού ή στον πάγκο ενός μπαρ κάπου μετά τα μεσάνυχτα.
Είναι τόσο διαφορετικές οι εμπειρίες που μοιράζεται μαζί μας. Και δεν γράφει έναν ταξιδιωτικό οδηγό, αν και δεν απουσιάζουν εξαιρετικά ενδιαφέρουσες πληροφορίες. Μπαίνει στην ουσία των κόσμων που επισκέπτεται. Κάνει γνωριμίες, ρισκάρει, αποφεύγει την επιδερμική ανακάλυψη των πολιτισμών. Αυτό φυσικά κρύβει κινδύνους και ταλαιπωρίες, αλλά, καθώς φαίνεται, για τον ίδιο κάτι τέτοιο είναι αποδεκτό. Είναι η διαφορά του τουρίστα από τον ταξιδιώτη.
Οι ιστορίες είναι σύντομες και η ποικιλία τους μεγάλη, αλλά πάντα με αφηγηματική δεινότητα, χιούμορ και –όπου χρειάζεται– αυτοσαρκασμό. Δεν παρουσιάζεται ωραιοποιημένη εικόνα, ούτε ο αφηγητής γίνεται… σούπερ ήρωας. Ολοζώντανες οι περιγραφές που θα σας κάνουν συχνά να ζηλέψετε αλλά κι άλλες φορές να σκεφτείτε πως καλά θα κάνατε να αποφύγετε κάποια από τα ταξίδια.
Σε κάθε περίπτωση, η γνωριμία με ανθρώπους και πολιτισμούς, μέσα από την καθαρή ματιά του ταξιδιώτη που προσπαθεί να μάθει με όσο το δυνατόν λιγότερες προκαταλήψεις, που σέβεται το «διαφορετικό», που δεν αντιμετωπίζει τίποτα αφ’ υψηλού, αλλά με ταπεινότητα μας βοηθά κι εμάς να αναλογιστούμε το πόσο «μικροί» είμαστε. Μια ακόμη κουκκίδα στον χάρτη. Εξωτικοί κι εμείς για κάποιους άλλους.
Αυτό δεν σημαίνει πως υποτιμούμε τον εαυτό μας, αλλά πως αναγνωρίζουμε την ισοτιμία με τους άλλους. Το πραγματικό ταξίδι είναι κι ένα –ίσως το σημαντικότερο– αντίδοτο εναντίον του ρατσισμού.
Στα βάθη της ζούγκλας συναντάς συχνά πιο πολιτισμένους ανθρώπους από αυτούς που κόπτονται συνεχώς για την ανωτερότητά τους.
Σε κάθε περίπτωση ένα απολαυστικό βιβλίο που θα σας κάνει να ταξιδέψετε νοερά και θα ανοίξει δρόμους και για δικά σας πραγματικά ταξίδια στον κόσμο…
Συνέντευξη στον Κώστα Στοφόρο
Πώς αποφασίσατε να γράψετε αυτό το βιβλίο;
Υπάρχουν ηθικοί αυτουργοί, οι φίλοι μου: «Συναρπαστικές αυτές οι ιστορίες που μας λες απ’ τα ταξίδια σου. Γιατί δεν γράφεις ένα βιβλίο;»
Τι είναι αυτό που σας γοητεύει περισσότερο στα ταξίδια;
Οπωσδήποτε το καινούργιο, το άγνωστο, το διαφορετικό. Στα τοπία, τις κοινωνίες, τους ανθρώπους. Και οπωσδήποτε η «αυτοψία» για μακρινά πράγματα και αξίες που μας κάνουν να σκεφτούμε.
Μια παρέα νεαρών στη Γκάνα, που καθισμένοι στο χώμα μοιράζονται δυο κουτιά μπύρες και ξεκαρδίζονται στα γέλια σαν να έχουν όλο τον κόσμο δικό τους, σε κάνουν να προβληματίζεσαι για τη σχέση ευτυχίας και καταναλωτισμού.
Οι μαθητές Δημοτικού που φωτογραφίζονται χαμογελαστοί κάνοντας το σήμα της νίκης στο πολεμικό μουσείο της Χο Τσι Μινχ κάτω απ’ τις δεκάδες αιχμαλωτισμένες φοβερές πολεμικές μηχανές με τα αμερικανικά διακριτικά (τανκς, πυροβόλα, αεροπλάνα), σε κάνουν να προβληματίζεσαι για τις «ρεαλιστικές» πολιτικές.
Κι όταν χαζεύεις στις Βρυξέλλες τα μεγαλειώδη κτίρια, τα θαύματα της κομψότητας και του πολιτισμού της «χρυσής» εποχής του Λεοπόλδου, μπορείς πια να ξέρεις πως φτιάχτηκαν με τα τεράστια κέρδη από το καουτσούκ, με την καταναγκαστική εργασία των Κογκολέζων και την ομηρία των οικογενειών τους.
Ποιο ήταν το πρώτο σας ταξίδι εκτός Ελλάδος;
Με τον Σύλλογο της σχολής. Με πούλμαν στην Κεντρική Ευρώπη. Με πολλές νύχτες ύπνου στο λεωφορείο και πολλές κονσέρβες στον σάκο.
Με γοητεύει το καινούργιο, το άγνωστο, το διαφορετικό. Στα τοπία, τις κοινωνίες, τους ανθρώπους. Και οπωσδήποτε η «αυτοψία» για μακρινά πράγματα και αξίες που μας κάνουν να σκεφτούμε
Ποιο από τα ταξίδια σας ξεχωρίζετε και γιατί;
Όλα τα αγαπάω, είναι κομμάτι της ζωής μου, ακόμα κι αυτά που εξελίχτηκαν σε πολύ δύσκολα. Αν πρέπει να ξεχωρίσω κάποιο, ας το κάνω με κριτήριο την ακραία πολιτισμική διαφορετικότητα: η Παπούα-Νέα Γουινέα.
Έχω την εντύπωση, διαβάζοντας τις ιστορίες, πως κάποιες στιγμές ηθελημένα αναζητούσατε την περιπέτεια και τον κίνδυνο.
Δεν αναζητούσα τον κίνδυνο επί τούτου. Όμως πολλές φορές πρέπει να ρισκάρεις την περιπέτεια για να δεις καλύτερα έναν τόπο. Να ταξιδέψεις όπως ταξιδεύουν αυτοί, αν χρειαστεί να ανεβείς και στην οροφή του βαγονιού. Να φας τα φαγητά τους. Αν μπορέσεις, να μπεις στις παρέες τους, να πας στα δικά τους μέρη διασκέδασης, να γειωθείς όσο γίνεται εκεί. Φυσικά αυτός είναι κι ο τρόπος να ταξιδέψεις οικονομικά, άρα περισσότερο. Κατά τα άλλα παντού μπορείς να πας ως εύπορος «στεγανοποιημένος» τουρίστας και να μην πάρεις μυρωδιά.
Πότε φοβηθήκατε περισσότερο;
Όταν με παγίδεψαν και με λήστεψαν με μαχαίρι στο Μαρόκο και όταν στο Εκουαδόρ από τύχη δεν πέσαμε στους γκρεμούς των Άνδεων καθώς το λεωφορείο μας ανταγωνιζόταν σκληρά με ένα άλλο για τους επιβάτες του επόμενου χωριού.
Η ευκολία που υπάρχει και μας βοηθά να ταξιδεύουμε πιο εύκολα, δεν έχει και κάποιες αρνητικές επιπτώσεις για τους τόπους που κάποτε ήταν «ανέγγιχτοι»;
Καλό ερώτημα. Ναι. Αφ’ ενός ο τουρισμός μπορεί να αλλοιώσει, αφ’ εταίρου ποιος δικαιούται να απαιτήσει π.χ. από τους ιθαγενείς του Ικίτος στο Περού τη στέρηση αυτού του εσόδου απ’ το οποίο μπορεί φτιάχνουν τα σχολεία τους;
Άλλο παράδειγμα είναι η Κούβα που στη δεκαετία του ’90, με την κατάρρευση του σοβιετικού μπλοκ και το σκληρό αμερικανικό εμπάργκο, την κράτησε ζωντανή ο τουρισμός, με τα αρνητικά του βέβαια, πράγμα για το οποίο αναφέρομαι στο βιβλίο.
Το σωστό νομίζω βρίσκεται κάπου ανάμεσα. Με συνειδητούς ταξιδιώτες (επιθυμητό αλλά ιδεατό), οπότε κυρίως με τη θέσπιση ορίων απ’ τις τοπικές κοινωνίες.