Του Κώστα Σταυρόπουλου* Ποιητής του αυτονομημένου εικαστικού λόγου των μορφών του, σήμερα, είναι ο Νίκος Κασκούρας, αλλά και το ακραίο παράδειγμα σε όσους σας έχω αναφερθεί ως τώρα περί της αθέατης πλευράς της ιστορίας.
Γεννήθηκε σ’ ένα μικρό χωριό, την Κουτσοχέρα, του Νομού Ηλείας. Ήρθε νωρίς εσωτερικός μετανάστης από την επαρχία στην Αθήνα και σε λίγο μετανάστευσε στην Ιταλία. Εκεί δούλεψε για τον επιούσιο κι έκανε ελεύθερες σπουδές κοντά στον καθηγητή Sadro Trotti, αλλά περισσότερο τον στηρίζει το ταλέντο κι η αφοσίωσή του στα είδη τέχνης που διάλεξε να εκφραστεί, τη ζωγραφική και τη γλυπτική.
Την εικαστική του παιδεία ο Κασκούρας την απέσπασε ακολουθώντας τις αρχαιοελληνικές αντιλήψεις, όπως οι μαθητές ασκούνταν κοντά στο φιλόσοφο, το ναυπηγό, τον καλλιτέχνη, ζωγράφο ή γλύπτη κι απ’ αυτή τη θητεία της αμεσότητας προχώρησε πιο γρήγορα τη δουλειά του χωρίς να τον μπερδεύουν οι σημερινές θεωρίες-κομφούζιο, οι θεωρίες αχταρμά.
Τον γύρισε πίσω απ’ την Ιταλία η άσβεστη νοσταλγία για την Ελλάδα κι από τότε μένει μόνιμα στην Αθήνα, στα Εξάρχεια. Δουλεύει ακατάπαυστα αλλά εκθέσεις κάνει αραιά και που, προκειμένου να κρατήσει την ποιότητα της δουλειάς του στις αυστηρές προδιαγραφές της αυθεντικής εικαστικής δημιουργίας και να μη πέσει αμαχητί στα δόντια του ακόρεστου εικαστικού μινώταυρου του άκρατου επαγγελματισμού.
Ξεκινώντας ο Κασκούρας βούτηξε στα βαθιά νερά των καλλιτεχνικών κινημάτων της μοντέρνας τέχνης. Περισσότερο σ’ αυτή τη φάση τον επηρέασε ο γερμανικός εξπρεσιονισμός και το είδος γραφής της τρανσαβανκάρντια, που πρότεινε διεθνώς η Ιταλία.
Τα τελευταία 10 χρόνια απεξαρτήθηκε απ’ αυτές τις επιρροές και μπήκε στην ευθεία της αυτονόμησής του. Απ’ αυτά τα σημεία οράσεως όχι μόνο απελευθερώθηκε η γραφή του αλλά ενισχύθηκε και η κριτική διείσδυση της τέχνης του, αντιδρώντας κάθετα ενάντια σε κάθε μορφή απαιτήσεων της ανώδυνης τεχνεμπορίας.
Αυτό είναι και το κύριο αμάρτημά του: δεν συμμορφώθηκε με τις ρηχές υποδείξεις της θηριώδους ευημερίας του κοινωνικού κομφορμισμού, στη φάση κυριαρχίας του ηλεκτρονικού μετακαπιταλισμού. Άρα, χρεώνεται σε πρώτο βαθμό ενοχής το χαρακτηριστικό του ανυπάκουου και απείθαρχου.
Αυτά που είπα ώς εδώ για τον Κασκούρα δεν είναι τίποτ’ άλλο παρά ο προσδιορισμός της ταυτότητας της ζωής του και της καλλιτεχνικής εικαστικής δημιουργίας του.
Ποιητικός χρησμός του τίποτα
Στο δεύτερο επίπεδο παρεμβαίνει ο συγγραφικός θεωρητικός κριτικός στοχασμός του γράφοντα ως τεχνοκριτικού κι αισθητικού της τέχνης. Και μια και μιλάμε για ταυτότητα καλλιτεχνική, ο Κασκούρας συνοδοιπορεί με τη ρήση του «τίποτα», που είχε πει ο Σάμουελ Μπέκετ και ο Γιοτ, συνταξιδεύοντας κι οι τέσσερίς μας μαζί πάνω σ’ ανοιχτή σχεδία του αφηρημένου και του ιστορικού χρόνου, ο καθένας με τη δική του τέχνη σε θραύσματα ποιητικών ελεγείων, απόμακροι απ’ το δεδομένο της υλικής και της ιδεαλιστικής δοξασίας. Η πιο ευφυής προσέγγιση του τίποτα θα χρειασθεί να προσληφθεί εννοιολογικά ως ποιητικός χρησμός. Κι αυτό το προνόμιο το έχει η τέχνη, ταξιδεύοντας με άνεση σε άχρονα τοπία και πέρα απ’ τα ακρωνύμια του σύμπαντος. Και δεν εννοώ, προσέξτε το, το χάος ή τη θεωρία των παλλουσών χορδών, που η Κβαντική Θεωρία θέλει να ορίζει το περιεχόμενό τους. Σήμερα, στην Αστροβιολογία πέφτει το χρέος ν’ ανιχνεύσει ψηλαφίζοντας το καλλιτεχνικό είναι.
Το έργο του Κασκούρα, ποιητικός χρησμός του τίποτα, κυλάει στο χρωματικό παραλήρημα ποταμός, διάτρητος από διαυγάσεις φωτός κι ενισχύεται από το άδολο παιδικό εικαστικό αίσθημα του ευφυούς ποιητικού ενστίκτου, εικαστική αδεία.
Χαρισματικός είναι και στο ζωγραφικό σχέδιό του, καθώς καταργεί τους ορίζοντες και επεκτείνεται στη δική του περίπτωση με τα απροσμέτρητα μεγέθη της άμεσης άγιας καθημερινότητας. Στοιχεία τα οποία υπακούουν, τρόπος του λέγειν, στο εμπνευσμένο ένδον τοπίο της ψυχοδιανοητικής ρευστότητας, που εκφράζει το άυλο και το υλικό του κοινωνικού γίγνεσθαι, αποδεχόμενος πλήρως την ετυμηγορία της αριστοτελικής ρήσης, που είπε ότι απ’ τα άψυχα προέκυψαν τα έμψυχα.
Αντιπαρατίθεται συνειδητά -κι ευτυχώς- στην αρνητική πλευρά της ηλεκτρονικής τεχνολογικής κοινωνικής επανάστασης, τον ηλεκτρονικό τεχνολογικό ολοκληρωτισμό και δρα στη θετική πλευρά της, τον ψηφιακό τεχνολογικό πολιτισμό.
|Ο κριτικός στοχασμός και η τέχνη στις μέρες μας επιχειρούν εν όπλοις βαθιές ανατροπές στο στίβο των κοινωνικών ιδεών κι αυτό το δεσπόζον τίποτα είναι και το έπος της σημερινής εξέλιξης, η οποία μεταβάλλει δραματικά τις σύγχρονες σχέσεις του χρόνου και του χώρου, προκειμένου η τέχνη να συλλάβει τη μέσα διαδικασία, τι θα πει πραγματικό και τι εστί υλιστικό, το ίδιο και τι θα πει άφθαρτο και φθαρτό, από τα σημεία οράσεως των κωδίκων διαδικασίας του κβαντικού διαδικτύου επικοινωνίας, γνήσιο τέκνο της ηλεκτρονικής νοημοσύνης, που σε υποχρεώνει να καταδύεσαι ως καλλιτέχνης και στοχαστής στον πυρήνα του υπάρχω και γιατί υπάρχω.
Το ζωγραφικό σχέδιο και οι πλατιές χειρονομίες των εικαστικών μνημειακών συνθέσεων του Κασκούρα διευκολύνουν τις ηχοροές των εικαστικών φωτεινών ακτίνων, πυκνά σωματίδια του ήλιου. Έτσι ο Κασκούρας συνδιαλέγεται, οξυδερκής ζωγράφος, με τη φωταύγεια του άδολου εικαστικού παιδικού βλέμματος και ζωγραφίζει στα 60 του σαν παιδί, αλλά όχι παιδικά.
Εικαστικός ποιητικός αναρχισμός
Η ζωγραφική του, απ’ τον καιρό που άφησε το παραδοσιακό καναβάτσο και πέρασε στο χαρτί, λειτουργεί στη φωτομετρική οντότητα από ευτελή υλικά, ένα σβησμένο αποτσίγαρο αποκαΐδι, ένα τρυπημένο εισιτήριο ή από ένα απόκομμα εφημερίδας που το κυνηγάει στο δρόμο ο άνεμος όπως τα κίτρινα φύλλα του φθινοπώρου, ποιητική ευδαιμονία του τίποτε. Το φωτομνησιακό αμάλγαμα της τέχνης από τα οποία συντίθεται.
Αυτά τα μεγάλα χαρτιά σε ακανόνιστο σχήμα τον οδηγούν ψυχοδιανοητικά στον εικαστικό ποιητικό αναρχισμό, δίνοντάς του την ευκαιρία να κάνει ό,τι θέλει, ενδόμυχη πορεία τέλεσης του έργου του μακριά από ατυχείς αυτοπεποιθήσεις. Από δω και πέρα δουλεύει στη μαγική γονιμική χρήση του χαρτιού, στο οποίο και απομυθοποιεί την εκ προθέσεως μαστοριά, κώλυμα, που επιμένει ακόμα να επηρεάζει κάποιους ως μακραίωνη τεχνική στο μουσαμά.
Εγώ, που δεν ανήκω στους θρησκόληπτους χιλιαστές τεχνοκριτικούς του επαγγέλματος, δεν φοβάμαι τις ανατροπές στην τέχνη και στον κριτικό στοχασμό. Ζυγίζομαι στην ορθοφωνία του γραπτού εικαστικού λόγου των μορφών, όπως μου ετάχθη.
Ο Ν. Κασκούρας επιμένει πάντα στη δουλειά του να εναρμονίζει τη μακρά διαδικασία της εικόνας και του εικάσματος, ταμιευτήρες ποιητικής αλκής αμφότερα.
Η αρχική εντύπωση που προκαλεί στον αναγνώστη, βλέποντας τη ζωγραφική του τον πείθει ότι κινείται στην παραστατική γραφή του μαγικού ρεαλισμού και κατ’ ανάγκη στην αναγκαία αφαίρεση, μείγμα ευφάνταστο και δικαιωμένο. Στη δεύτερη ανάγνωση παρακολουθεί τον ευδαιμονισμό οδύνης των φθαρτών και των άφθαρτων πραγμάτων. Ανοιχτό εικαστικό αίσθημα της αντικειμενικής και της υποκειμενικής πραγματικότητας, απελευθερωμένη από την κρυστάλλωση του ακινητοποιημένου χθες. Τώρα στο έργο του κυλούν ανεμπόδιστα χρώματα, ήχοι, οράματα, φως, χρόνος, όνειρο σε μέθεξη ως τα ακρωνύμια του απείρου. Χώρος και χρόνος, δομημένος πάνω στη βάση της φύσης και της ύλης, ανοιχτοί ορίζοντες στο μέλλον, μια συγκινησιακή ψευδαίσθηση και αυταπάτη κι αυτό της τέχνη και της ζωής.
Είμαι βαθιά ενθουσιασμένος με τη σημερινή εξέλιξη του Κασκούρα και δικαιωμένος συνάμα που τον συμπεριέλαβα στην ομαδική έκθεση των 33 εικαστικών καλλιτεχνών. Τίτλος της έκθεσης «Συναντήσεις- Επισημάνσεις- Αντιπαραθέσεις», που έλαβε χώρα το 1988, στη Δημοτική Πινακοθήκη Αθήνας και προσδιόριζε την καινούργια πρωτοπορία της γενιάς του ΄80, όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και σ’ ολόκληρο τον κόσμο, ιερά κιβωτός της εννοιολογικής τέχνης, που έπαιρνε τη σκυτάλη απ’ τα χέρια της μοντέρνας τέχνης.
Και να εξομολογηθώ, τέλος, στον αναγνώστη γνώμης της εφημερίδας Δρόμος της Αριστεράς ότι η Πολιτεία αυτά τα μεγέθη της καλλιτεχνικής δημιουργίας τα εκδικείται ρατσιστικά γιατί δεν υπακούν στις αλόγιστες επιθυμίες της. Τους παραγκωνίζει και τους αγνοεί με την προσφιλή μέθοδο της συνωμοσίας της σιωπής.
* Ο Κώστας Σταυρόπουλος είναι τεχνοκριτικός