Συνέντευξη στον Νίκο Ταυρή.

Μια σειρά από κρίσιμα και επίκαιρα ερωτήματα που απασχολούν όλους τους πολίτες θέτει με τη συνέντευξή του στο Δρόμο ο ευρωβουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ Νίκος Χουντής. Τα ερωτήματα αποκτούν δραματικό και επείγοντα χαρακτήρα, καθώς αποδεικνύεται ότι η κρίση δεν αποτελεί μονάχα ελληνικό πρόβλημα. Μέρα με τη μέρα αποκαλύπτεται ο δομικός χαρακτήρας των προβλημάτων του Συμφώνου Σταθερότητας και της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης (ΟΝΕ) της οποίας αμφισβητείται, πλέον, ευθέως η βιωσιμότητα…

Στις 25 Μάρτη το Συμβούλιο αρχηγών κρατών της Ευρωζώνης, υποτίθεται, ότι αποφάσισε ένα μηχανισμό χρηματοδοτικής υποστήριξης για την Ελλάδα που συνοδεύτηκε από πανηγυρισμούς από την πλευρά της κυβέρνησης και κριτική από την πλευρά σας. Πώς κρίνετε την απόφαση αυτή;

Η αξία της απόφασης που έλαβε το Eurogroup για την Ελλάδα φάνηκε την περασμένη Τετάρτη, όταν ξέσπασε ένα όργιο κερδοσκοπίας που τίναξε σε πρωτοφανή μεγέθη τα επιτόκια δανεισμού της Ελλάδας, επειδή ένα ειδησεογραφικό πρακτορείο, επικαλούμενο ανώνυμο Έλληνα κυβερνητικό αξιωματούχο, ισχυρίστηκε ότι η Ελλάδα δεν επιθυμούσε την εμπλοκή του ΔΝΤ.

Το γεγονός αυτό είναι και το μέτρο αξιολόγησης της απόφασης του Συμβουλίου που συζητάμε σήμερα. Το υποτιθέμενο σχέδιο υποστήριξης γελοιοποιήθηκε τελείως! Διότι φαίνεται ότι οι αγορές, που συνεχώς κάποιοι επικαλούνται, προτιμούν το ΔΝΤ ως αξιολογητή του Προγράμματος Σταθερότητας και όχι τα όργανα και τους θεσμούς της Ε.Ε. Η εμπλοκή του ΔΝΤ στην απόφαση του Συμβουλίου αυστηροποιεί το Σύμφωνο Σταθερότητας εις βάρος των μικρών κρατών-μελών και των ασθενέστερων κοινωνικών ομάδων.Είναι πλέον σαφές ότι, με την απόφαση αυτή, όχι μόνο δεν εκφράζεται κανενός είδους αλληλεγγύη, αλλά ασκούνται συνεχείς πιέσεις και εκβιασμοί σε βάρος της χώρας μας κι όποιας άλλης βρεθεί στην ίδια κατάσταση. Ήδη η Ισπανία, η Πορτογαλία και άλλες χώρες, με πρόσχημα την Ελλάδα, έχουν πάρει αντιλαϊκά μέτρα που αυξάνουν δραματικά την ανεργία και τη φτώχεια, δυσκολεύουν κάθε αναπτυξιακή προσπάθεια και την έξοδο από την κρίση. Τελικά, η Γερμανία κατάφερε να αναγνωρίζεται η συνεχής υποβάθμιση της θέσης των εργαζομένων ως η μοναδική παραδεκτή πολιτική ανταγωνισμού.

 

Γιατί οι ισχυροί της Ευρώπης -με την απόφαση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου για τη δημιουργία μηχανισμού «διάσωσης» της ελληνικής οικονομίας- εμπλέκουν το ΔΝΤ στην αντιμετώπιση της κρίσης και αφού το κάνουν, τι σημαίνει αυτό για τις χώρες, τους εργαζόμενους, την πορεία της Ευρώπης;

Το πρώτο που χρειάζεται να επισημανθεί είναι ότι η επίκληση του ΔΝΤ και ο διορισμός του ως ελεγκτή, συνδιαχειριστή και κριτή του προγράμματος «σταθερότητας» της ελληνικής οικονομίας αποτελεί ευθεία παραβίαση των Συνθηκών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Πουθενά δεν ορίζεται -ούτε στο γράμμα ούτε στο πνεύμα των Συνθηκών- ότι είναι δυνατόν να παρασχεθούν τέτοιες εξουσίες και αρμοδιότητες στο ΔΝΤ ή σε οποιονδήποτε άλλο διεθνή οργανισμό. Την ίδια στιγμή που η Γερμανίδα καγκελάριος και οι άλλοι εταίροι μας επικαλούνται τις Συνθήκες και το Σύμφωνο Σταθερότητας, για να ματαιώσουν κάθε πρόταση για δημιουργία ενός μηχανισμού πραγματικής αλληλεγγύης απέναντι σε έκτακτες καταστάσεις, όπως η ελληνική, παραβιάζουν τις Συνθήκες και διορίζουν ένα τρίτο διεθνές υποκείμενο, στο οποίο ο αμερικανικός παράγοντας παίζει ουσιαστικό ρόλο ως κριτής, επόπτης και υποβολέας εξοντωτικών προγραμμάτων λιτότητας και βίαιης και αντιδημοκρατικής προσαρμογής στην παγκόσμια νεοφιλελεύθερη ορθοδοξία. Αντί η Ευρωπαϊκή Ένωση να αναγνωρίσει ότι το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης απέτυχε παταγωδώς, αφού καμία χώρα δεν τηρεί τα δημοσιονομικά όρια που ορίζει, επιχειρεί με όχημα το ΔΝΤ να κάνει πιο αυστηρό και σκληρό το αντιαναπτυξιακό και αντικοινωνικό Σύμφωνο Σταθερότητας και ταυτόχρονα να αναβαθμίσει, σημαντικά, τον παγκόσμιο ρόλο του ΔΝΤ.

Σ’ αυτό το παγκοσμίων διαστάσεων παιχνίδι, η Ελλάδα και οι Έλληνες εργαζόμενοι είναι το απόλυτο θύμα και ο Γ.Παπανδρέου, ως πρωθυπουργός, είναι ο ιδανικός αυτόχειρας και, ταυτόχρονα, ως πρόεδρος της Σοσιαλιστικής Διεθνούς, συμμέτοχος και συνυπεύθυνος μιας διεθνούς προσπάθειας ακραίας εφαρμογής και αυστηροποίησης του νεοφιλελεύθερου μοντέλου, όπως εκφράζεται για την Ελλάδα στο κυβερνητικό πρόγραμμα σταθερότητας αλλά και στα μέτρα που ακολούθησαν.

 

Σε πρόσφατη δήλωσή σας για την απόφαση αυτή (26/3) αναφέρετε πως χρειάζεται να ανοίξει ένας δημόσιος διάλογος με βασικό ερώτημα: «Τι προσφέρει, σήμερα, στην Ελλάδα η παραμονή στην Ευρωζώνη, τι σημαίνει για το χρηματοοικονομικό πρόβλημα, για την ανάπτυξη, για το ξεπέρασμα της κρίσης, ποια τα θετικά και ποια τα αρνητικά;» Τι σημαίνει αυτό;

Νομίζω ότι ως ερώτηση βρίσκεται στα χείλη όλων των πολιτών, ανεξάρτητα από πολιτική τοποθέτηση. Τι μας προσφέρει η ένταξή μας στο κοινό νόμισμα; Προσέξτε, δεν αναφέρομαι στην Ευρωπαϊκή Ένωση, αναφέρομαι στο ευρώ. Χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης όπως η Δανία, η Σουηδία και η Βρετανία, που επέλεξαν να μείνουν εκτός ευρώ έκαναν καλά ή όχι; Σήμερα μπορούμε να το εκτιμήσουμε εκ του αποτελέσματος και σε περιόδους παγκόσμιας οικονομικής ανάπτυξης και σε περιόδους κρίσης. Το ίδιο μπορούμε να κάνουμε και με τη ζώνη του ευρώ. Να εκτιμήσουμε αν το περίφημο Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης προσέφερε στην «Ανάπτυξη» αλλά και στην «Σταθερότητα» κι αν ναι, σε ποιους; Κι αν όχι, γιατί;

Μήπως είναι ψευδεπίγραφο; Να διεκδικήσουμε την κατάργηση του Συμφώνου Σταθερότητας; Να αγωνιστούμε για την αναθεώρησή του; Αυτά τα ερωτήματα αποκτούν δραματικό και επίκαιρο χαρακτήρα, διότι η κρίση αποκάλυψε τον δομικό χαρακτήρα των προβλημάτων της ΟΝΕ, που ήδη έχουμε επισημάνει στο παρελθόν. Ως εκ τούτου, η προοπτική και η βιωσιμότητα της Ευρωζώνης είναι πρόβλημα πανευρωπαϊκό. Όμως, αυτό δεν αναιρεί τη σημασία του ερωτήματος για κάθε κράτος-μέλος της Ευρωζώνης και για την Ελλάδα, η οποία έχει μονομερώς τη δυνατότητα αναθεώρησής της ένταξής της στο ευρώ.

Η Αριστερά έχει τις δικές της αξιακές και πολιτικές προτεραιότητες. Στο μεταξύ μας διάλογο χρειάζεται να θέσουμε τα κατάλληλα διλήμματα που αντιστοιχούν σε αυτές τις προτεραιότητες. Σήμερα που υπάρχει μια τεράστια επίθεση ενάντια στα κοινωνικά, τα ασφαλιστικά και εργασιακά δικαιώματα, εμείς πρέπει να προτάξουμε την εργασία. Η Ελλάδα δεν μπορεί να συνεχίσει να είναι η τελευταία χώρα σε επίπεδο απασχόλησης και ιδιαίτερα στις γυναίκες και τους νέους. Δεν μπορούμε να συμβιβαστούμε με επίπεδα πραγματικής ανεργίας που πλησιάζουν το 20%. Δεν μπορούμε να βλέπουμε άπραγοι τα λουκέτα στις μικρο-μεσαίες επιχειρήσεις που, κάποτε, αποτελούσαν τη ραχοκοκαλιά της ελληνικής οικονομίας. Δεν μπορούμε να αποδεχτούμε το τεράστιο κοινωνικό ντάμπινγκ, που θέλουν να το εμφανίσουν, πλέον, ως μονόδρομο στο χώρο της Ευρωζώνης. Γι’ αυτά τα θέματα πρέπει να εμβαθύνουμε στον μεταξύ μας διάλογο αλλά και στο διάλογο με τα κινήματα που συνδιαλεγόμαστε. Άλλωστε, η συζήτηση αυτή έχει ήδη ανοίξει στο ευρωπαϊκό επίπεδο και αφορά στο νέο χαρακτήρα και τη βιωσιμότητα της ΟΝΕ. Μένει να ξεκινήσει και στην Ελλάδα.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!