Στο βαθμό που οι συνθήκες επιβάλλουν τη διαπραγμάτευση για τη συγκρότηση μιας νέας πολιτικής σχέσης στο εσωτερικό της Αριστεράς που θα διεκδικήσει να διαχειριστεί την εξουσία, ως απαραίτητη τίθεται η προϋπόθεση να συνδυάσει τη διαδικασία αυτή με την ανάδειξη και την επανατοποθέτηση έναντι της ιστορίας της. Του Μιχάλη Λυμπεράτου*
Το πόσο καθοριστικό είναι αυτό, φαίνεται αν ανατρέξει κανείς στον τρόπο που διαμορφώθηκε η μεταπολιτευτική της εικόνα. Γιατί ένα πεδίο στο πλαίσιο του οποίου καθορίστηκαν οι μεταπολιτευτικοί συσχετισμοί στους κόλπους της Αριστεράς ήταν ακριβώς ο τρόπος διαχείρισης της ιστορίας της.
Πράγματι, ο συσχετισμός μεταξύ του ΚΚΕ και του ΚΚΕ Εσωτερικού, στην πρώτη μεταπολιτευτική δεκαετία, προσδιορίστηκε και από τον τρόπο που τα δύο κόμματα αφηγήθηκαν την ιστορία τους. Το ένα κόμμα κατόρθωσε να ενσωματώσει στην αφήγηση το σύνολο της ιστορίας του, από τον Βελουχιώτη και τον Πλουμπίδη μέχρι τον Ζαχαριάδη και τον Δημοκρατικό Στρατό. Το άλλο φοβήθηκε τις «παρενθέσεις» που θεώρησε ότι σκίαζαν την ιστορία αυτή και απέκλεισε ή δεν ανέδειξε ολόκληρα τμήματα της Ιστορίας αυτής. Και το χειρότερο ήταν ότι εγκλωβίστηκε από τις «παρενθέσεις» αυτές, ενώ οι περισσότερες δεν είχαν να κάνουν, ως επί το πλείστον, με τα πραγματολογικά δεδομένα και μια σαφή επιστημονική ανάλυση, αλλά με την αδυναμία να αποσπαστεί από την επιρροή στην προσέγγιση του ιστορικού επιστητού που ασκούσε η αστική ιδεολογία. Γιατί το πλεονέκτημα της τελευταίας ήταν ο τρόπος που στηρίχθηκε στις «σκιές» αυτές, τις υπερτόνισε, ενδεχομένως τις πολλαπλασίασε και τις χρησιμοποίησε ως τρόπο γενικής συγκρότησης της μνήμης της ιστορίας της περιόδου.
Αντίθετα, στο πλαίσιο της μεταπολιτευτικής της στρατηγικής, ένα τμήμα της Αριστεράς υπέκυψε στη φιλοδοξία, αλλά και την απονενοημένη προσπάθεια, να αποδειχθεί ο ιστορικός της λόγος «πειστικός», χρησιμοποιώντας τα αναλυτικά εργαλεία μιας μακρόχρονης συστηματικής και παρατεταμένης ιδεολογικής διαχάραξης. Μιας διαχάραξης στο κέντρο της οποίας βρίσκονταν τα υποτιθέμενα εγκλήματα της Αριστεράς, ιδίως τις στιγμές που τέθηκε ζήτημα εξουσίας. Στη βάση αυτή ενεπλάκη σε μια παρατεταμένη απολογία, χωρίς να γνωρίζει καλά-καλά σε τι απολογείται.
Οπωσδήποτε, ρόλο στην αποτυχία αυτή έπαιξε και το συναισθηματικό βάρος που άσκησε η χρόνια, από το 1968, εσωκομματική διαπάλη και αντιπαράθεση με αυτό που υπήχθη στη γενική κατηγορία «σταλινισμός». Αυτός ο «σταλινισμός» περιενδύθηκε με μεταφυσικά χαρακτηριστικά, έθεσε ασφυκτικές περιοριστικές γραμμές ανάλυσης και συγχώνευσε παραλυτικά όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά που συνιστούσαν το περιεχόμενο της ιστορίας αυτής. Έτσι, εγκαταλείφθηκαν, ως μορφή απολογίας, τμήματα της ιστορίας της Αριστεράς είτε παρασιωπήθηκαν που όμως, καλώς ή κακώς, επηρέασαν τη μοίρα χιλιάδων αριστερών οικογενειών και είχαν καθοριστική σημασία στη διαμόρφωση της πολιτικής τους συμπεριφοράς. Ήταν ακριβώς το στοιχείο εκείνο το οποίο αξιοποίησε η αφήγηση του ΚΚΕ, ιδίως όταν επρόκειτο να εμπνεύσει με δυναμισμό νέους ανθρώπους.
Πράγματι, ο Βελουχιώτης έγινε σύμβολο, όπως και η εμπειρία του ΔΣΕ, στρογγυλεύοντας τις ενδεχόμενες «γωνίες», όπως τον τρόπο που επιλύθηκαν οι ενδοκομματικές αντιθέσεις συχνά με τραγική κατάληξη. Η άλλη εκδοχή της Αριστεράς, με ευρωκομμουνιστικό πρόσημο, επιχείρησε να εξαφανίσει τον ΔΣΕ από τη συλλογική αριστερή μνήμη, ενώ τα Δεκεμβριανά δεν προσέλαβαν παρά το χαρακτήρα μιας ντροπιαστικής αποτυχημένης απόπειρας κατάληψης της εξουσίας. Θεωρήθηκε, μάλιστα, ότι το προνομιακό της πεδίο ήταν να διαχειρίζεται την ιστορία της Αριστεράς, όχι σε σχέση με τις ιστορικές πρωτοβουλίες της, αλλά σε αναφορά με τα θύματα και τα πλήγματα που δέχτηκε. Όμως η ιστορία της Αριστεράς δεν ήταν μόνο τα ξερονήσια και οι εκτελέσεις. Ήταν και η εμπλοκή της με την καθεαυτό ιστορική διαδικασία, οι ήττες που συντελέστηκαν, οι αστοχίες που έλαβαν χώρα, οι παρακαταθήκες που δημιούργησε.
Το όλο πρόβλημα για τη διαχείριση της ιστορίας της Αριστεράς από το ΚΚΕ Εσωτερικού ήταν ότι δεν επιχείρησε επαρκείς αναλύσεις των ιστορικών δεδομένων ώστε να φανεί ποιες ήταν πραγματικά οι «παρενθέσεις» και ποιες όχι. Το πρόβλημα επανέρχεται σήμερα με την πλούσια φιλολογία περί των πράξεων, ως επί το πλείστον «εγκληματικών», που συνδέονταν με την υποτιθέμενη επαναστατική στρατηγική της Αριστεράς στη δεκαετία του 1940. Το επιχείρημα είναι ότι η ωμή βία που ασκήθηκε στο πλαίσιο του επαναστατικού της εγχειρήματος δείχνει και την ποιότητα της μεταβολής που επιδίωξε.
Ακόμα και πρόσφατα το ΚΚΕ ανακαλύπτει παντού αυτή την «επανάσταση». Αυτό που χρόνια απεφεύχθη να ειπωθεί, η μετατροπή του ΔΣΕ σε «επαναστατικό» στρατό, όψιμα αναδεικνύεται σε ιστορική βεβαιότητα: ο ΔΣΕ ήταν νέτα-σκέτα ένας στρατός που πραγματοποιούσε επανάσταση στα χωράφια και τα βουνά της Ελλάδας. Στα πλαίσια αυτά αποκαθίσταται και ο αρχηγός του ο Ν. Ζαχαριάδης.
Έτσι, η ιστορία της ελληνικής Αριστεράς γίνεται εκ νέου δισυπόστατη: Είναι η επαναστατική της φάση (ο ΔΣΕ) και η συμβιβαστική, το ΕΑΜ, που δεν είχε επαναστατική γραμμή και ανήκει μόνο κατά περίπτωση στην ιστορία του σημερινού ΚΚΕ. Το αν δεν αποκηρύσσεται κιόλας οφείλεται στο ότι περιείχε ίχνη «επανάστασης». Το εξαμβλωματικό είναι ότι οι περιπτώσεις για τις οποίες η Δεξιά κατηγορούσε το ΚΚΕ για δολοφονική συμπεριφορά ανάγονται σε «επαναστατικές πράξεις»: η σύγκρουση με τις αστικές οργανώσεις (ΕΔΕΣ-ΕΚΚΑ), οι εκτελέσεις της ΟΠΛΑ, τα αντίποινα του ΕΛΑΣ έναντι των Ταγμάτων Ασφαλείας (π.χ. στον Μελιγαλά), τα Δεκεμβριανά, ο ΔΣΕ.
Ωστόσο, ο διαχωρισμός στη βάση του σχήματος επανάσταση-αντεπανάσταση είναι πράγματι αντιπροσωπευτικός της ιστορικής αλήθειας; Γιατί υπάρχουν μια σειρά λογικά προβλήματα. Για παράδειγμα, το ζήτημα ότι δεν τέθηκε ποτέ ζήτημα εξουσίας από το ΕΑΜ κατά την Κατοχή, ούτε και κατά τα Δεκεμβριανά, το γεγονός ότι οι συγκρούσεις με τις αστικές οργανώσεις δεν ήταν μια εν εξελίξει επανάσταση, αλλά προϊόν της επιθετικότητας των οργανώσεων αυτών όπως καθοδηγούνταν από τους Βρετανούς αλλά και τους Γερμανούς, πρέπει να αιτιολογηθούν. Το ότι ο ΕΛΑΣ παρέδωσε απολύτως ομαλά την εξουσία κατά την απελευθέρωση, ότι δεν προέβη στις 60.000 προγραφές για τις οποίες διατείνονταν με «αδιάψευστα» στοιχεία οι Βρετανοί και η ελληνική Δεξιά, είναι ζητήματα που δεν ταιριάζουν με τον τυπικό τρόπο που αντιλαμβάνεται κανείς τις επαναστάσεις.
Ούτε καν η δράση της ΟΠΛΑ δεν συνδέεται αυθωρεί με τα περί επανάστασης. Γιατί δεν «εκδικήθηκε», και μάλιστα ως οργάνωση του τύπου των οργανώσεων της μαφίας, αλλά πολέμησε για να αποτρέψει τις καταδόσεις, ιδίως στην Αθήνα, που πολλαπλασιάστηκαν με γεωμετρική πρόοδο όσο φαινόταν πιο βέβαιη η αποχώρηση των Γερμανών. Τα θύματά της δεν ξεπέρασαν τους διακόσιους παρά τα κατηγορητήρια στα Έκτακτα Στρατοδικεία και την έντεχνη παραγωγή της εικόνας μιας μαζικής σφαγής, στην οποία υποτίθεται ότι επιδόθηκε. Και μπορεί την εικόνα αυτή να φιλοτέχνησε για προπαγανδιστικούς λόγους το Κάιρο αλλά δεν χρειάζεται να υποκύψει κανείς αβασάνιστα στην επιχειρηματολογία αυτή, που έλκει ιδιαίτερα την προσοχή των μεταμοντέρνων οπαδών των προσωπικών μαρτυριών.
Ακόμα και ο ΔΣΕ δεν ήταν ο επαναστατικός στρατός, όπως προσπάθησε να τον εμφανίσει μετεμφυλιακά ο Ζαχαριάδης, αλλά ένα σύνθετο αποτέλεσμα μιας de facto κατάστασης που δημιούργησαν οι διώξεις των Αριστερών μετά τη Βάρκιζα, το προϊόν μιας απόπειρας να εξασφαλιστεί ένοπλα η επανενσωμάτωσή τους στην πολιτική σκηνή, και όχι πάντα επειδή ο ίδιος ο ΔΣΕ το επέλεξε, αλλά κυρίως στο πλαίσιο της προσπάθειάς του να αποφύγει τη διάλυση. Άλλωστε, πώς θα μπορούσε εκ των πραγμάτων να δημιουργήσει όρους εξουσίας όταν ποτέ η δύναμή του δεν ξεπέρασε τις 27.000 διάσπαρτους άντρες σε απρόσιτα βουνά, όταν αντιμετώπιζε πάνω από 250.000 πάνοπλους στρατιώτες του Εθνικού Στρατού; Και δεν ήταν τυχοδιωκτικό εγχείρημα να ασκείται ένοπλη πίεση, όπως έκανε ο ΔΣΕ, στον αντίπαλο να συμβιβαστεί, ειδικά αν πλαισιώνονταν από τη διεθνή διπλωματική συμπαράσταση της Μόσχας, που δεν ήλθε ποτέ.
Να σημειωθεί, επιπλέον, ότι την καταστροφή της χώρας δεν την προκάλεσε ο ΔΣΕ και οι μάχες που έδινε με τον Εθνικό Στρατό. Την καταστροφή την προκάλεσε ο τρόπος κεφαλαιοκρατικής συσσώρευσης που διευκολύνθηκε από τη διάλυση της Αριστεράς. Γιατί ακόμα και στον αγροτικό τομέα, παρά τον εμφύλιο πόλεμο, η χώρα εξασφάλισε, πολύ σύντομα, σε σχέση με τις καταστροφές που υπέστη στην Κατοχή, επίπεδα παραγωγής που στα 1949 κινούνταν στο 92% των προπολεμικών, όπως έγινε και στον τομέα της βιομηχανίας, που επέδειξε ρυθμούς αποκατάστασης γρηγορότερους από άλλες κατεστραμμένες ευρωπαϊκές χώρες. Για την πείνα, την εξαθλίωση, την στρεβλή ανάπτυξη, τη διασπάθιση πόρων, την απουσία κράτους-πρόνοιας δεν ευθυνόταν ο εξαντλημένος ξυπόλητος μαχητής του ΔΣΕ στον Γράμμο αλλά όσοι επέβαλαν στη χώρα να αποτελέσει το προκεχωρημένο φυλάκιο του δυτικού κόσμου στην Ευρώπη και κατασκεύασαν μια νέα αστική τάξη που επιχειρούσε να συσσωρεύσει, νομιμοποιώντας τις πρακτικές του μαυραγοριτισμού της Κατοχής.
Το Συνέδριο που πραγματοποιείται από το Πάντειο, στις 17-20 Απριλίου 2013, τμήμα και της προβληματικής αυτής θα επιχειρήσει να αναδείξει. Πιθανόν και να τη διαψεύσει. Γιατί, απέναντι στην ιδεολογική επίθεση της «αναθεώρησης» που επιχειρείται τα δέκα τελευταία χρόνια, η ιστορική έρευνα οφείλει να αναδείξει ποιες είναι οι πραγματικές «παρενθέσεις» και να τις αποδώσει εκεί που πραγματικά ανήκουν, στηριγμένη στον αρχειακό επιστημονικό λόγο.