Πρωί-πρωί, διασχίζοντας την πόλη σχεδόν δεν την αναγνώριζα.
Ξενοίκιαστα μαγαζιά στους κεντρικούς άξονες, ανόρεχτοι διαβάτες στα πεζοδρόμια, ταξί στη σειρά σε πιάτσες που ποτέ δεν θυμάμαι να υπήρχαν επί της Τσιμισκή, ένα αίσθημα κατάπτωσης μου γεννήθηκε. Φτάνοντας στο Σιδηροδρομικό Σταθμό Θεσσαλονίκης, κάναμε ένα μικρό γύρο επειδή όλη η φάτσα είναι περιφραγμένη με λαμαρίνες που κρύβουν τα σκαψίματα για το μετρό, αλλά όχι τη δική τους ασχήμια και το γερανό που εξέχει. Μπροστά στην πλαϊνή είσοδο, βρήκαμε μία θέση για παρκάρισμα μέσα σε ένα φρικτό σκουπιδότοπο, λίγα μέτρα πίσω από δύο καλοντυμένους άντρες που κατουρούσαν πάνω σε εκατοντάδες πεταμένες πλαστικές σακούλες, μπουκάλια και συσκευασίες, χωρίς καμία προσπάθεια να καλυφτούν από τα μάτια των περαστικών. Μπήκαμε μέσα, μουρμουρίζοντας, κι εγώ κατέβηκα στο υπόγειο που βρίσκονται οι τουαλέτες, ίσως από αντίδραση. Αλλά οι τουαλέτες, ανδρών και γυναικών, ήταν σφραγισμένες με μία πρόχειρη επιγραφή, βλάβη! Τι γίνεται τώρα; Ρώτησα έναν άνθρωπο που ήταν σε ένα μαγαζάκι. Έξω, μου λέει, γιατί ούτε τα μαγαζιά πάνω έχουν τουαλέτες για το κοινό. Πού έξω; Έξω από το σταθμό, όπου βρεις, γιατί οι τουαλέτες είναι καιρός τώρα που έχουν βλάβη και είναι εκτός λειτουργίας. Στην πρωτεύουσα του βορρά; Το κέντρο των Βαλκανίων; Την πύλη εισόδου στη χώρα; Ο τύπος γέλασε πικρόχολα. Ελλάδα, φίλε μου, Ελλάδα!
Ο σταθμός το πρωί ήταν σχεδόν όπως το βράδυ, άχαρος. Μόνο που μερικά μαγαζιά ήταν ανοιχτά, ενώ το βράδυ κλείνουν ακόμα και τα εκδοτήρια εισιτηρίων νωρίς, για οικονομία. Ακόμα κι ο ηλεκτρονικός πίνακας αφίξεων-αναχωρήσεων ήταν σβηστός. Ανέβηκα στην πλατφόρμα 3-4 κι έσυρα τη βαλίτσα μου πάνω σε ένα κακοτράχαλο δάπεδο από τσιμέντο που έχει διαβρωθεί από το χρόνο ακούγοντας τις ροδίτσες να τσιρίζουν από τον πόνο! Ούτε ένας άνθρωπος να ρωτήσεις, ούτε μια επιγραφή σε λειτουργία, πουθενά! Εικόνα από μαυρόασπρη ταινία της Κατοχής. Ερήμωση, εγκατάλειψη, ασχήμια, που συνεχίζεται για πολλά χιλιόμετρα διαδρομής. Μέσα από το θολό παράθυρο ενός άνετου βαγονιού, που όμως η πρίζα για τον υπολογιστή μου ήταν ξηλωμένη, όπως και στα δύο διπλανά βαγόνια, και η πόρτα της άβολης τουαλέτες δεν κλείδωνε ενώ το σάντουιτς με γαλοπούλα προσφερόταν στη φιλική τιμή των 3,8 ευρώ σε κάθε επιβάτη με εισιτήριο μετ’ επιστροφής στην επίσης προσιτή τιμή των 70,20 ευρώ! Ξεκινώντας, παρατηρούσα τον περιβάλλοντα χώρο που ήταν αραδιασμένα στη σειρά εκατοντάδες βαγόνια σκουριασμένα, σπασμένα και βρώμικα σε συνδυασμό με σκουπιδότοπους και κοντινά εγκαταλειμμένα κτήρια εργοστασίων με πεσμένες επιγραφές, γκρεμισμένους τοίχους και παρατημένα μηχανήματα.
Ευτυχώς, εγώ γράφω, διαβάζω και συνομιλώ με συνεπιβάτες, όπως ένα νεαρό δικηγόρο που σπουδάζει στη σχολή δικαστών και διάβαζε τη «Θεραπεία Σοκ» της Ναόμι Κλάιν, έναν απόφοιτο του ΤΕΙ Κοζάνης που διάλεξε να γίνει ηθοποιός κι ένα μηχανικό αυτοκινήτων με συνεργείο αυτοκινήτων στον Τύρναβο που παραπονιόταν ότι οι ραδιοφωνικοί σταθμοί της επαρχίας παίζουν απίστευτα σκουπίδια όλο το εικοσιτετράωρο! Απολαμβάνω το τρένο ακόμα κι όταν έχει καθυστέρηση μιας ώρας, τόσο στο πήγαινε όσο και στο έλα, ειδικά όταν περνάμε από μαγευτικές περιοχές όπως είναι οι πλαγιές και οι χαράδρες του Μπράλου ή σταματάμε στα ωραία πέτρινα κτήρια των ενδιάμεσων σταθμών που είναι ακόμα σε χρήση.
Για το χάλι του Σιδηροδρομικού Σταθμού Θεσσαλονίκης, φταίνε οι διορισμένες διοικήσεις και οι εκλεγμένοι βουλευτές, υπουργοί και δήμαρχοι που δεν ταξιδεύουν με τρένο, αλλά υποβαθμίζουν τη ζωή και προσβάλλουν την αξιοπρέπεια των επιβατών, ντόπιων και ξένων, ρημάζοντας το πιο ευχάριστο, ασφαλές και φιλικό στο περιβάλλον μέσο μεταφοράς. Κι εμείς, όλοι, φταίμε που δεν τους δένουμε στις ράγες προτού τις καταργήσουν όλες!
Ο σταθμός το πρωί ήταν σχεδόν όπως το βράδυ, άχαρος. Μόνο που μερικά μαγαζιά ήταν ανοιχτά, ενώ το βράδυ κλείνουν ακόμα και τα εκδοτήρια εισιτηρίων νωρίς, για οικονομία. Ακόμα κι ο ηλεκτρονικός πίνακας αφίξεων-αναχωρήσεων ήταν σβηστός. Ανέβηκα στην πλατφόρμα 3-4 κι έσυρα τη βαλίτσα μου πάνω σε ένα κακοτράχαλο δάπεδο από τσιμέντο που έχει διαβρωθεί από το χρόνο ακούγοντας τις ροδίτσες να τσιρίζουν από τον πόνο! Ούτε ένας άνθρωπος να ρωτήσεις, ούτε μια επιγραφή σε λειτουργία, πουθενά! Εικόνα από μαυρόασπρη ταινία της Κατοχής. Ερήμωση, εγκατάλειψη, ασχήμια, που συνεχίζεται για πολλά χιλιόμετρα διαδρομής. Μέσα από το θολό παράθυρο ενός άνετου βαγονιού, που όμως η πρίζα για τον υπολογιστή μου ήταν ξηλωμένη, όπως και στα δύο διπλανά βαγόνια, και η πόρτα της άβολης τουαλέτες δεν κλείδωνε ενώ το σάντουιτς με γαλοπούλα προσφερόταν στη φιλική τιμή των 3,8 ευρώ σε κάθε επιβάτη με εισιτήριο μετ’ επιστροφής στην επίσης προσιτή τιμή των 70,20 ευρώ! Ξεκινώντας, παρατηρούσα τον περιβάλλοντα χώρο που ήταν αραδιασμένα στη σειρά εκατοντάδες βαγόνια σκουριασμένα, σπασμένα και βρώμικα σε συνδυασμό με σκουπιδότοπους και κοντινά εγκαταλειμμένα κτήρια εργοστασίων με πεσμένες επιγραφές, γκρεμισμένους τοίχους και παρατημένα μηχανήματα.
Ευτυχώς, εγώ γράφω, διαβάζω και συνομιλώ με συνεπιβάτες, όπως ένα νεαρό δικηγόρο που σπουδάζει στη σχολή δικαστών και διάβαζε τη «Θεραπεία Σοκ» της Ναόμι Κλάιν, έναν απόφοιτο του ΤΕΙ Κοζάνης που διάλεξε να γίνει ηθοποιός κι ένα μηχανικό αυτοκινήτων με συνεργείο αυτοκινήτων στον Τύρναβο που παραπονιόταν ότι οι ραδιοφωνικοί σταθμοί της επαρχίας παίζουν απίστευτα σκουπίδια όλο το εικοσιτετράωρο! Απολαμβάνω το τρένο ακόμα κι όταν έχει καθυστέρηση μιας ώρας, τόσο στο πήγαινε όσο και στο έλα, ειδικά όταν περνάμε από μαγευτικές περιοχές όπως είναι οι πλαγιές και οι χαράδρες του Μπράλου ή σταματάμε στα ωραία πέτρινα κτήρια των ενδιάμεσων σταθμών που είναι ακόμα σε χρήση.
Για το χάλι του Σιδηροδρομικού Σταθμού Θεσσαλονίκης, φταίνε οι διορισμένες διοικήσεις και οι εκλεγμένοι βουλευτές, υπουργοί και δήμαρχοι που δεν ταξιδεύουν με τρένο, αλλά υποβαθμίζουν τη ζωή και προσβάλλουν την αξιοπρέπεια των επιβατών, ντόπιων και ξένων, ρημάζοντας το πιο ευχάριστο, ασφαλές και φιλικό στο περιβάλλον μέσο μεταφοράς. Κι εμείς, όλοι, φταίμε που δεν τους δένουμε στις ράγες προτού τις καταργήσουν όλες!
Τρενάρων,
Γκαούρ
Γκαούρ
Σχόλια