Η πρωτόγνωρη οικονομική και κοινωνική πραγματικότητα, οι καταιγιστικές αλλαγές και οι «ταχύτητες» της Αριστεράς. Του Κώστα Δημητριάδη.

Έχουμε μπροστά μας μια πρωτόγνωρη κατάσταση με ραγδαίες μεταβολές, με ρυθμούς που δυσκολευόμαστε να αφομοιώσουμε. Έχουμε να λύσουμε ένα κουβάρι από προβλήματα, πολύπλοκα, αλληλοτροφοδοτούμενα, ικανά να παραλύσουν τη δράση μας, αρκετά για να «χάσουμε το μυαλό μας».
Ας κάνουμε μια προσπάθεια να βάλουμε μια τάξη στη σκέψη μας.

Α. Ένα πρώτο επίπεδο, το κοινωνικό
Ας βάλουμε το ερώτημα: ποιος είναι ο κύριος πονοκέφαλος της ελληνικής κοινωνίας σήμερα; Η απάντηση είναι οδυνηρά απλή και συγκεκριμένη. Η επιβίωση. Αυτό ισχύει σήμερα. Δεν ίσχυε πριν ένα χρόνο ή πριν έξι μήνες ή ακόμα και το Μάιο, όταν άρχισε το κίνημα των πλατειών. Αυτό θα καταλάβει (εκτός γεωπολιτικών κυρίως απροόπτων) το κέντρο της σκηνής για μια μεγάλη περίοδο.
Ποια απάντηση επικρατεί στην πολιτική Αριστερά σε σχέση με αυτό το ερώτημα; Μια ατέρμονη συζήτηση για το πολιτικό πλαίσιο, με σχολαστικές αναφορές σε διάφορα επίπεδα άσχετα μεταξύ τους. Παρεμβάλλοντας με μη λειτουργικό τρόπο μια πολιτική ανάλυση που πλατιά λαϊκά στρώματα την έχουν άλλωστε ήδη σε μεγάλο βαθμό ξεπεράσει (αυτά που λέμε ακόμα και για την Ε.Ε. όλο και περισσότεροι τα θεωρούν προφανή και σου λένε «παρακάτω έχεις να πεις τίποτα;»). Ποια απάντηση δεν δίνουμε; Πώς θα οργανώσουμε πρακτικά την επιβίωσή μας; Πώς δεν θα κοπεί το ρεύμα σε κανένα σπίτι; Πώς ο άνεργος θα σταθεί στα πόδια του; Τι τρώνε σήμερα σε οικογένειες με έναν εργαζόμενο κ.λπ.; Ο τόνος μας δεν είναι αυτός, η κατάσταση πνευμάτων μας δεν είναι αυτή. Δεν δίνουμε τη μάχη της μαζικότητας, της οργάνωσης της ισχύος, αγνοούμε ότι αυτός ο τελευταίος παράγοντας είναι καθοριστικός. Κανείς δεν ακολουθεί αυτούς που δηλώνουν μικροί, αδύναμοι και ανίσχυροι, κανείς δεν διαλέγει τη Βαβέλ. Πρέπει να θυμηθούμε επειγόντως πώς οργανώνονται τέτοια κινήματα. Δεν έχουμε πραγματική επαφή με την ψυχολογία του κόσμου, δεν καταδεχόμαστε να προσφύγουμε ακόμα και στα πιο βιωματικά κομμάτια της δικής μας συνείδησης. Ας το δούμε καθαρά. Χρειαζόμαστε μια μεγάλη επανάσταση στην Αριστερά γύρω από αυτά τα θέματα, αλλιώς το πλοίο που βουλιάζει θα μας πάρει μαζί του στον πάτο.
Και επειδή μιλάμε συχνά με κάποια ελαφρότητα και χωρίς επίγνωση για το ΕΑΜ, ας βγάλουμε από τη λήθη μια απλή αλήθεια. Ότι ίσως το πρώτο αίτημα που προώθησε και κέρδισε το ΕΑΜ μέσα στις πόλεις ήταν κάτι «ευτελές» και «απολίτικο». «Και μπακάλη και συσσίτιο». Και αυτό γιατί μόνο με τα κουπόνια του μπακάλη ή μόνο με το συσσίτιο δεν επιβίωνες την εποχή εκείνη, και αυτό ακριβώς προσπαθούσε να επιβάλλει η κατοχική κυβέρνηση.
Χρειάζεται, λοιπόν, η οργάνωση πραγματικού κινήματος, με κλιμάκωση των αιτημάτων, χωρίς ανυπομονησίες και αυθάδεια, αλλά με σεβασμό στο επίπεδο της συνείδησης της κοινωνίας. Χωρίς να μας βρομάει και να μας μυρίζει ο γείτονας ή ο συνάδελφος.
Στο σημείο αυτό, επιτρέψτε μου μια πιο προσωπική παρατήρηση που υποθέτω ότι θα συμμεριστείτε.
Στις προσπάθειές μας να φτιάξουμε κινήματα «Δεν πληρώνω» στη γειτονιά, η απίστευτα άγονη και διαλυτική φάση είναι το κόψιμο και το ράψιμο ενός κειμένου, ιδιαίτερα εκεί όπου υπάρχουν υπολογίσιμες δυνάμεις της πολιτικής Αριστεράς. Όταν, όμως, αρχίζει η συζήτηση πρακτικών θεμάτων τότε λύνεται η γλώσσα του κόσμου και «πηγαίνει ροδάνι». Αρκεί γι’ αυτό ένα καλό, δηλαδή, απλό, εναρκτήριο λάκτισμα, και μετά το πράγμα γίνεται κολλητικό.
Ας μιλήσουμε επί τη ευκαιρία και για την οργή. Δεχόμαστε γενικά ότι η οργή είναι σημαντική κινητοποιός δύναμη. Αλλά την οργή της νεολαίας ο λόγος και η πράξη μας τη στομώνει. Την σπρώχνουμε κατευθείαν στο μπάχαλο γιατί πρακτικά δεν της αφήνουμε άλλη διέξοδο.
Γιατί, άραγε, ένα ενδιαφέρον κράξιμο των φοιτητών στη Θεσσαλονίκη έπρεπε να συνοδεύεται από τα γνωστά ξενέρωτα συνθήματα, τα τόσο ακατάλληλα από πλευράς αιχμηρότητας και μορφής να εκφράσουν αυτή την οργή; Και κυρίως γιατί αφήνεται να καεί ένα ιδιαίτερα ενδιαφέρον συμβάν, η κατάληψη ενός τηλεοπτικού σταθμού; Γιατί εθίζουμε τη νεολαία στον ακτιβισμό της μικρής κλίμακας και την τσαπατσουλιά; Γιατί η εμπλοκή των ποικιλώνυμων ομάδων της φοιτητικής πολιτικής Αριστεράς στα Πανεπιστήμια τελικά καταλήγει να καταστρέφει τα πιο καλά στοιχεία του «αυθόρμητου» και να τα αντικαθιστά με ένα «συνειδητό» τίποτα, εξαιρετικά γερασμένο;

Β. Ένα επίπεδο με τη δική του αυτοτέλεια: Το πολιτικό
1). Ας ξεκινήσουμε από κάτι απλό. Διεκδικούμε ή όχι να επηρεάσουμε την κοινωνία με τις ιδέες μας και το πολιτικό μας σχέδιο; Είναι θεμιτό αυτό; Αν δεν το διεκδικούμε αυτό, δεν χρειάζεται να δρούμε μέσα από πολιτικές οργανώσεις. Αν ο τρόπος με τον οποίο το κάνουμε είναι «εκτός τόπου και χρόνου» (και είναι πολύ συχνά και από πολλές πλευρές) να το δούμε και να πέσουμε προσπαθώντας να το αλλάξουμε, αλλά ας πάψουμε να κλαψουρίζουμε γενικά για την κρίση της Αριστεράς ή και να μένουμε απλώς με το στόμα ανοιχτό μπροστά στις μορφές που παίρνει το λαϊκό κίνημα, να τις ιεροποιούμε, τη στιγμή που το ίδιο φαίνεται να έχει μια πιο υγιή «βέβηλη» στάση απέναντί τους.
2). Μιλάμε πολύ για πολιτικό μέτωπο, για την αναγκαιότητά του και άριστα κάνουμε όσοι το κάνουμε.
Μιλάμε και για «τη στάση πληρωμών – η επόμενη μέρα» και λέμε ενδιαφέροντα και χρήσιμα πράγματα. Αλλά επιτρέψτε μου μια κάπως αυθάδη ερώτηση. Η συζήτηση περιστρέφεται γύρω από τις πλευρές μιας διεξόδου που προϋποθέτει μια κοσμογονική αλλαγή στο συσχετισμό των δυνάμεων. Και εμείς όλο και περισσότερο παρασυρόμαστε άθελά μας στο να υποβαθμίζουμε διά των παραλείψεων το θέμα αυτού του συσχετισμού των δυνάμεων. «Η στάση πληρωμών – η επόμενη μέρα» κυρίως δεν θα έπρεπε να αναφέρεται στην επόμενη «νύχτα» μιας στάσης πληρωμών «υπό τον έλεγχο του πιστωτή»; Δεν είναι άραγε αυτό το πιο καυτό θέμα, το πιο πιθανό και άμεσο σενάριο που έχουμε μπροστά μας; Δεν θα προκύψει για παράδειγμα, επισιτιστικό πρόβλημα σε μια χώρα με προβληματική γεωργία και υδροκέφαλα αστικά συγκροτήματα; Και εν πάση περιπτώσει επειδή τέτοιες απόψεις συχνά εισπράττουν τη μομφή της καταστροφολογίας ή της ηττοπάθειας, ποια είναι τα πραγματικά δεδομένα του προβλήματος, πώς θα βοηθήσουμε στην επιβίωση της ελληνικής κοινωνίας;
3). Μιλάμε πολύ και για το ευρώ και τον ευρωπαϊσμό. Και άριστα κάνουμε. Πάμε άλλη μια φορά. Ο ευρωπαϊσμός είναι απαράδεκτος για το θεμελιακό λόγο ότι παραπέμπει τη διέξοδο από την κρίση της χώρας σε χρόνους και τόπους εκτός ελέγχου της κοινωνίας, όχι γιατί η Ευρώπη είναι γενικά και αφηρημένα αντιδραστική και ιμπεριαλιστική. Με αυτή την έννοια είναι πολύ δύσκολο καταρχήν να κάνεις πολιτικό μέτωπο με τέτοιες δυνάμεις, αν και πρέπει να πιάνεις και τις πιο αδιόρατες, πολύ περισσότερο τις κραυγαλέες ρωγμές τους. Σε κάθε περίπτωση η μεταφορά της λύσης σε ευρωπαϊκό επίπεδο είναι αυτή τη στιγμή μια υπερβατική πολιτική, όταν δεν είναι ανοικτά γραμμή πολιτικής υποταγής. Είναι αναγκαστικά θεσμικά ενσωματωμένη πολιτική (ευρωομόλογα κ.λπ.) γιατί δεν έχεις επί της ουσίας να πεις κάτι άλλο αυτή τη στιγμή σε ευρωπαϊκή κλίμακα. Είναι το αντίστοιχο σαν η Αριστερά στην Κατοχή να έλεγε επικαλούμενη τις δραματικές δυσκολίες του αγώνα, ότι είναι προτιμότερο να περιμένουμε, ευχόμενοι να νικήσουν οι σύμμαχοι, και με την επιπλέον διαφορά ότι στην περίπτωσή μας ούτε καν οι σύμμαχοι δεν είναι μορφοποιημένοι και ορατοί.
Και η άλλη πλευρά του δίπολου; Έξω από το ευρώ, έτσι κάπως ξεκάρφωτα. Καταρχήν είναι αναντίρρητο αφετηριακό σημείο ότι δεν μπορούμε να κινηθούμε σε μια κατεύθυνση διεξόδου αποδεχόμενοι το χρέος και μέσα στην ευρωζώνη. Άλλωστε η τραγωδία που ζούμε δεν αφήνει περιθώρια για αυταπάτες ως προς αυτό. Και πρέπει να πούμε στο σημείο αυτό ότι είναι καίρια και η μετατόπιση δυνάμεων της πολιτικής Αριστεράς στο ζήτημα του χρέους και του ευρώ και η συνεισφορά των οικονομολόγων που πήραν τέτοιες θέσεις στη μετατόπιση αυτή. (Αρκεί μια σύγκριση με την κατάσταση της Αριστεράς στις άλλες χώρες της ευρωπαϊκής περιφέρειας). Όμως στρατηγικά, είναι παραγωγική η προσπάθεια οικοδόμησης πολιτικού μετώπου συγκεντρώνοντας καταρχήν μια πρώτη μαγιά αριστερών δυνάμεων με κριτήριο τη στάση τους γύρω από το ευρώ; Ή μιλώντας γενικότερα, ποιο είναι το καθοριστικό κριτήριο για τη συγκέντρωση δυνάμεων για ένα πολιτικό μέτωπο;
Πολύ συνοπτικά μιλώντας, το θέμα του μετώπου νομίζω ότι θα κριθεί καταρχήν στην ποιότητα των διεργασιών για την ανάδειξη ή τη συγκρότηση των δυνάμεων που θέλουν να αναζητήσουν τη φιλολαϊκή διέξοδο από την κρίση της χώρας με συγκεκριμένο πολιτικό σχέδιο και σε συγκεκριμένο «τωρινό» ιστορικό χρόνο. Μια διέξοδο που για να κινούμαστε στο έδαφος της πραγματικότητας θα έχει επίπεδο αφετηρίας τη χώρα χωρίς να παραλείπει να ψάχνει ρεαλιστικές απαντήσεις και στην αδήριτη ανάγκη συμμαχιών στο διεθνικό επίπεδο. Και βέβαια, επειδή πολλές φορές ξεχνιέται το αυτονόητο, πολιτικό μέτωπο είναι ένα μέτωπο που διεξάγει πολιτικό αγώνα, δηλαδή κάποιου τύπου αγώνα για τη μεταβολή των πολιτικών συσχετισμών δυνάμεων και την κατάκτηση της εξουσίας.
Από αυτή την άποψη ο ριζοσπαστισμός του κινήματος των πλατειών βοά για τη διάχυτη διάθεση κοινωνικών ρευμάτων να θέσουν το πρόβλημα της κρίσης ακριβώς με τους παραπάνω όρους. Δηλαδή με το πρωτεύον αυτή τη στιγμή σύνθημα πολιτικού χαρακτήρα, «να φύγουν – όλοι», και με την αδιάσπαστη προβολή των αιτημάτων της κοινωνικής χειραφέτησης και της εθνικής ανεξαρτησίας. Σε τέτοιες, λοιπόν συνθήκες, με μια σημαντική κρίση σε θεμελιώδεις πλευρές του συστήματος αστικής ηγεμονίας στην Ελλάδα (χρεοκοπία του οράματος της Ε.Ε., καταστροφή των παραδοσιακών κοινωνικών βάσεων στήριξης, χρεοκοπία του κράτους και της μεταπολεμικής διάρθρωσης συμφερόντων γύρω από το κράτος) δεν είναι υπερβολικά στενή βάση, το να εξαντλούνται οι προσπάθειες για τη δημιουργία πολιτικού μετώπου στις υπαρκτές και ανυπόφορα μίζερες ενδοαριστερές αναζητήσεις, προσχηματικές ή μη;
4). Τα γεγονότα της 15, 28, και κυρίως της 29 Ιουνίου ήταν σε ό,τι με αφορά μια στιγμή αποκάλυψης. Πιστεύω και για πάρα πολύ κόσμο.
Είναι δυνατό να παραβλέπουμε το τι θα πεί «Η Ελλάδα βρίσκεται στο μάτι του κυκλώνα»; Συνειδητοποιήσαμε ότι το λαϊκό κίνημα της Αθήνας ούτε λίγο ούτε πολύ συγκρούστηκε στις 29 Ιουνίου με το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό κατεστημένο; Και ότι οδηγήθηκε σε αυτή τη σύγκρουση από τη φορά των πραγμάτων, πολιτικά εντελώς άοπλο και με κάποιους από τους φίλους του να το υπονομεύουν ζητώντας… εκλογές;
Συνειδητοποιούμε με πρακτικό αντίκρισμα –και εδώ το ΕΑΜ και το ΚΚΕ του πολέμου μας έχουν αφήσει μια πολύ πικρή προειδοποίηση− ότι όταν μπαίνεις σαν πολιτική δύναμη σε έναν τέτοιον αγώνα, οφείλει το σχέδιό σου να προβλέπει και τον «ταπεινό» στόχο της αποφυγής της συντριβής του κινήματος του λαού. Θα συζητήσουμε για το πώς θα διευκολυνθεί η έξοδος της Ελλάδας από «το μάτι του κυκλώνα» ή θα περιμένουμε να το λύσει η ζωή (και σε αυτή τη φάση σε μεγάλο βαθμό η τύχη) με το δικό της τρόπο αυτό το ζήτημα; Με άλλα λόγια μπορεί η ελληνική κοινωνία όπως έχουν τα πράγματα αυτή τη στιγμή να σηκώσει το βάρος μιας σύγκρουσης αυτής της κλίμακας και πώς πρέπει να κλιμακωθεί η αντίστασή της; Ποιες πρωτοβουλίες πρέπει να αναληφθούν σε υπερεθνικό επίπεδο, βασιζόμενες σε ποια ανάλυση και σε ποιο πολιτικό σχέδιο;
Και ακόμη κάτι τελευταίο για την κατάσταση πνευμάτων στους χώρους της Αριστεράς και για την επείγουσα ανάγκη πάλης εναντίον κάποιων καταστροφικών αντιλήψεων. Έχει ανησυχητική απήχηση ένα ρεύμα ιδεών που θεωρεί σαν λεπτομέρεια άνευ σημασίας το είδος του καπιταλισμού που θα λειτουργεί στην Ελλάδα στο προβλέψιμο μέλλον. Ότι δεν υπάρχει ουσιώδης διαφορά ανάμεσα σε ένα καθεστώς όπου συνεχίζουν μεν να επιβιώνουν οι καπιταλιστικές σχέσεις αλλά ταυτόχρονα διαμορφώνεται ένας θετικός συσχετισμός για τα λαϊκά συμφέροντα, και σε ένα καθεστώς τύπου μάντρας υλικών και ανθρώπινης χωματερής, με τους καλύτερους και πιο φιλοπρόοδους ανθρώπους της ελληνικής κοινωνίας στα ξένα και με εντελώς αποδιαρθρωμένες τις παραγωγικές δυνάμεις και σχέσεις του τόπου. Ας μην έχουμε αυταπάτες. Μία εξέλιξη του δεύτερου είδους (εξαιρετικά πιθανή με την σημερινή πορεία) θα είχε καταστροφικές συνέπειες και για την προοπτική του ταξικού αγώνα στην Ελλάδα, αν μη τι άλλο γιατί μια αποδιοργανωμένη ή συντριμμένη εργατική τάξη, μέσα σε μια κατεστραμμένη χώρα, πολύ δύσκολα μπορεί να αντεπεξέλθει σε ιστορικά καθήκοντα.
Δεν μας ενδιαφέρει αυτό, έχουμε ξεπεράσει τις ασήμαντες λεπτομέρειες του ιστορικού χρόνου ή τελικά καταλήγουμε από άλλο δρόμο να περιμένουμε κάποιους συμμάχους να μας ελευθερώσουν έξωθεν;

Συμπερασματικά
Έχοντας τη ματιά μας στα πεδία που εξαιρετικά ατελώς προσπάθησα να σκιαγραφήσω, είναι δυνατόν να προωθήσουμε έναν ειλικρινή και εκ βαθέων διάλογο μέσα στην Αριστερά χωρίς να παίζουμε διαρκώς ένα ατελέσφορο παιχνίδι, ελπίζοντας ο καθένας μας να δικαιωθεί επί των ερειπίων των υπολοίπων;
Είναι δυνατό αυτόν τον διάλογο να τον συμπλέξουμε αξεδιάλυτα με ανάλογη κοινωνική πρακτική, με την ευρύτητα που είναι δυνατή κάθε φορά χωρίς η κάθε δύναμη να ακυρώνει το όποιο σχέδιο των άλλων;
«Ιδού η Ρόδος, ιδού και το πήδημα».

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!