Ένα λεύκωμα με φωτογραφίες των σπόμενικ, των αλλόκοτων μνημείων ιδιαίτερης αισθητικής του ’60, που δημιουργήθηκαν στην πρώην Γιουγκοσλαβία, ως ορόσημα γενναίων μαχών ή φρικαλεοτήτων του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, φαίνεται να ώθησε τον αναγνωρισμένο Ισλανδό κινηματογραφικό συνθέτη Γιόχαν Γιόχανσον να στραφεί στο σινεμά και να δημιουργήσει την αριστουργηματική ασπρόμαυρη ταινία «Τελευταίοι και Πρώτοι άνθρωποι». Πρόκειται για μια ιδιόμορφη κινηματογραφική μεταφορά του ομώνυμου μυθιστορήματος επιστημονικής φαντασίας του Άγγλου συγγραφέα και φιλόσοφου Όλαφ Στέιπλεντον (1886-1950), που εκδόθηκε το 1930 και αφηγείται την Ιστορία της Ανθρωπότητας στο μέλλον, μέσα από τα λόγια του τελευταίου επιζώντος του ανθρωπίνου είδους, με μια εμπνευσμένη εικονογραφική προσέγγιση των σπόμενικ, που ενισχύεται με την απόκοσμη μουσική του Γιόχανσον. Κείμενο, εικόνα και μουσική συγχωνεύονται σε ένα υβριδικό οπτικοακουστικό δοκίμιο 70 λεπτών, μεταξύ ντοκιμαντέρ και ταινίας επιστημονικής φαντασίας, με φιλοσοφικές και υπαρξιακές προεκτάσεις. Μετά τον αιφνίδιο χαμό του σκηνοθέτη στα 46 του χρόνια, το 2018, το φιλόδοξο αυτό εγχείρημα ολοκληρώθηκε σύμφωνα με τις σημειώσεις του, από τους πιστούς συνεργάτες του και πρωτοπροβλήθηκε στο φεστιβάλ Βερολίνου του 2020, πριν η απρόσμενη συγκυρία της πανδημίας το επανανοηματοδοτήσει ως εσχατολογικό καλλιτέχνημα.
Αποσπάσματα του κειμένου του Στέιπλεντον ακούγονται εκτός κάδρου, με την άχρωμη ορθοφωνισμένη φωνή της Τίλντα Σουίντον να εκφράζει την πνευματική ανωτερότητα ενός μελλοντικού πολιτισμού, σε αντίφαση με τη διάχυτη θλίψη που τον κατακλύζει, οδεύοντας στο τέλος. Μεταξύ ανάγνωσης βαρυσήμαντης επιστολής για μια επικείμενη καταστροφή και συνοπτικής παρουσίασης του μελλοντικού ανθρώπου, περιγράφονται οι ύστατες στιγμές του ανθρώπινου είδους, σε μορφή ηχογραφημένου μηνύματος από τους «Τελευταίους Ανθρώπους» προς τους προγόνους τους, τους «Πρώτους Ανθρώπους». Η επαναλαμβανόμενη φράση «ακούστε προσεκτικά» ηχεί σαν εγχειρίδιο γλωσσικής εκμάθησης, με ποιητική ρυθμικότητα. Ωστόσο, η χρήση προσωπικών αντωνυμιών πρώτου πληθυντικού (εμείς/εσείς) χαρακτηρίζει μια συλλογική οντότητα, που αυτοπροσδιορίζεται σε διαχωρισμό από την αρχαϊκή μορφή των προγόνων της. Γραμμένο στο μεσοπόλεμο, στο ξέσπασμα της Μεγάλης Ύφεσης και λίγο πριν την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία, το κείμενο του Στέιμπλεντον αναφέρεται στην υπέρβαση του ανθρώπινου στοιχείου, με συγγένειες από τον Υπεράνθρωπο του Νίτσε.
Στο μέλλον, 2000 εκατομμύρια χρόνια μετά, η ανθρωπότητα επιβιώνει στον πλανήτη Ποσειδώνα. Από τα διαφορετικά είδη ζωής που αναπτύχθηκαν διαδοχικά, το 18ο βιώνει τον αφανισμό του, από σαρωτικό κατακλυσμό ηλιακής ακτινοβολίας. Αυτοί είναι οι Τελευταίοι Άνθρωποι, που έχουν κατακτήσει την αθανασία και περιγράφονται ως όντα με ζωή που εκτείνεται σε χιλιετηρίδες, με αιωνόβιες στιγμές. Η κυοφορία διαρκεί 20 χρόνια, η βρεφική ηλικία έναν αιώνα και η εφηβεία 1000 χρόνια. Έχουν αλλόκοτη μορφή, με γούνα ή φολιδωτό δέρμα, με βατραχοειδή, πηθικοειδή, αρκουδοειδή ή ακόμα και ελεφάντινα χαρακτηριστικά και τηλεσκοπικό μάτι στο κρανίο. Κατοικούν σε ψηλά κτίρια, μέχρι και 20 μίλια, στις κορυφές των οποίων διαμένουν αστρονόμοι, μελετώντας τον απέραντο ωκεανό του διαστήματος. Ως πλάσματα διευρυμένης αντίληψης, δημιούργησαν τους Πλοηγούς, κάστα ανώτερης διάνοιας με τηλεπαθητική ενότητα και ομαδική σκέψη, που εξαπολύθηκαν στο διαστρικό χώρο, αναζητώντας βιώσιμο περιβάλλον, δίχως ωστόσο να γλυτώσουν τον επικείμενο όλεθρο. Θραύσματα από το τελευταίο απεγνωσμένο τους μήνυμα ταξιδεύουν πίσω στο χρόνο για να φτάσουν στους Πρώτους Ανθρώπους.
Επιλέγοντας μη συμβατική κινηματογραφική αφήγηση, ο Γιόχανσον στράφηκε στην αναλογική ποιότητα της εικόνας, κινηματογραφώντας τα σπόμενικ με μια μηχανή λήψης 16 χιλιοστών και ένα μικρό γερανό για τα τράβελινγκ, συνοδεία του Νορβηγού διευθυντή φωτογραφίας Στούρλα Μπρεντθ Γκρέβλεν. Με την εναλλαγή κοντινών-μακρινών πλάνων επιτεύχθηκε απεικονιστική ποικιλία, ενώ η αργόσυρτη κίνηση της κάμερας, σαν παλλόμενη οργανική οντότητα, που προσεγγίζει ή απομακρύνεται, ανακαλεί τα βραδυφλεγή ταρκοφσκικά τράβελινγκ και τα πλάνα σεκάνς του Μπέλα Ταρ. Τα κοντινά ακολουθούν τα μορφολογικά χαρακτηριστικά των μνημείων, ενώ τα μακρινά πλάνα τα εντάσσουν στο φυσικό τοπίο, όπου δεσπόζουν, ανάμεσα σε δάση και βουνά. Λεπτομέρειες αρχιτεκτονικών στοιχείων ξεπροβάλλουν σε ένα άκρο του κάδρου, με φόντο τον ουρανό. Για την ανάδειξη ευθυγράμμισης διαδοχικών αψίδων επιλέγεται συμμετρία, καθώς η κάμερα εισέρχεται από μέσα. Οι ασπρόμαυροι αρχιτεκτονικοί όγκοι των τεράστιων αυτών γλυπτών αναδύονται μέσα από το παιχνίδι φωτός-σκιάς, αποκαλύπτοντας αισθητικές αξίες των μορφών και υφή των υλικών. Παράλληλα, στα κοντινά δημιουργείται δισδιάστατη επιφάνεια, απ’ όπου ξεπηδούν γεωμετρικά σχήματα, μεταξύ άδειας και γεμάτης φόρμας, με αφηρημένο αποτέλεσμα.
Ήδη από την αρχή ξενίζει η τοποθέτηση ενός συμπαγούς τσιμεντένιου όγκου, στο πάνω μέρος του κάδρου, δημιουργώντας αίσθηση ανεστραμμένου, με το κέντρο βάρους της εικόνας ψηλά, επίδραση Κιούμπρικ, όπως εξάλλου και οι περιστροφικές λήψεις, στις καμπύλες φόρμες. Οι κοντινές λήψεις σε κόντρ-πλονζέ αποπροσανατολίζουν, καταργώντας αίσθηση βαρύτητας και διαστάσεις. Μέσα από τα κοντινά, οι αποκομμένες φόρμες χάνουν την πραγματική αίσθηση της κλίμακας στο χώρο και φαντάζουν γιγάντιες, μια ψευδαίσθηση στο πνεύμα της αισθητικής ενός ανώτερου είδους.
Ο Γιόχανσον αναδεικνύει τους αρχιτεκτονικούς όγκους μέσα από τον ηχητικό όγκο ορχήστρας εγχόρδων, σε μια ακουστική διάσταση που αντανακλά δέος, άγχος, μυστήριο, ένταση και πένθος, θυμίζοντας τις πρωτοποριακές συνθέσεις του Πεντερέτσκι, στα μεταφυσικά θρίλερ. Η μουσική αναπτύσσεται σε μικρές δόσεις, γεμάτη παύσεις, δίνοντας έμφαση στον ήχο ορχήστρας, επεξεργασμένο με ηχητικά εφέ. Πότε επικρατεί σόλο έγχορδο, πότε ξεπροβάλλουν τύμπανα, άλλοτε χορωδιακά ή διάσπαρτες φωνές σαν ηχώ, ενίοτε σόλο αμανές ινδικής μελωδίας. Η σταδιακά αυξανόμενη ένταση της ορχήστρας συνοδεύει περιγραφές του κατακλυσμού, ενώ η απόγνωση αντανακλάται στο πένθιμο ηχόχρωμα πνευστού. Παράλληλα, οι ηλεκτρονικές συνθέσεις και οι επεξεργασμένοι ήχοι προσθέτουν ακουστικές ποιότητες που ανακαλούν την ατμοσφαιρική ηλεκτρονική μουσική του Έντουαρντ Αρτέμιεβ στο «Σολάρις» (1972/Ταρκόφσκι). Οι ανεπαίσθητες πολυεθνικές αναφορές στη σύνθεση του Γιόχανσον συνδιαλέγονται με τις εθνογραφικές αναφορές της αρχιτεκτονικής των σπόμενικ, σε πρωτόγονους πολιτισμούς.
Διάσπαρτα στην πρώην Γιουγκοσλαβία, τα σπόμενικ που γλίτωσαν από τις φθορές του χρόνου, τους βανδαλισμούς μετά την πτώση της ΕΣΣΔ, αλλά και τις καταστροφές από τον πόλεμο στα μέσα του ’90, δεσπόζουν στο χώρο ως μεταμοντέρνα γλυπτά μπρουταλιστικής αισθητικής από σκυρόδεμα και χάλυβα, με μορφές και σχήματα επηρεασμένα από προκολομβιανούς πολιτισμούς, έργα κορυφαίων Γιουγκοσλάβων καλλιτεχνών, που αποτυπώνουν το επαναστατικό όραμα του Προέδρου Τίτο, ο οποίος έστρεψε την καλλιτεχνική έμπνευση προς τη δύση και τα έργα αφηρημένου εξπρεσιονισμού, προκειμένου να εκφραστεί η ξεχωριστή ιδεολογική ταυτότητα της πολυεθνοτικής Γιουγκοσλαβίας. Η απόδοση του αντιφασιστικού ιδεώδους με μεταμοντέρνα αισθητική βρίσκεται στον αντίποδα του επιβληθέντα στην ΕΣΣΔ σοσιαλιστικού ρεαλισμού. Έτσι η μεταμοντέρνα αισθητική ευθυγραμμίζεται ξανά με το ουμανιστικό όραμα της σοσιαλιστικής κοινωνίας, ακριβώς από εκεί που την άφησε η Ρώσικη Πρωτοπορία.
Στην ταινία του Γιόχανσον απεικονίζονται μερικά από τα πιο λαμπρά παραδείγματα των σπόμενικ, όπως το Μνημείο με τις «Τρεις Γροθιές» (1963) του Κροάτη μεταμοντέρνου αρχιτέκτονα Ιβάν Σάμπολιτς (1921-1986), στη Σερβία, στο μέρος εκτέλεσης χιλιάδων Σέρβων κατά τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο. Ωστόσο, αποθεώνονται αρκετά έργα του Σέρβου αρχιτέκτονα Μπόγκνταν Μπογκντάνοβιτς (1922-2010), όπως η «Νεκρόπολη για τα θύματα του φασισμού στο Νόβι Τράβνικ» (1975), στη Βοσνία-Ερζεγοβίνη, δώδεκα μεγαλιθικές συνθέσεις, που στην ταινία απεικονίζουν τις σκαλιστές μορφές των «Τελευταίων Ανθρώπων» ή το «Πέτρινο λουλούδι» (Μνημείο Γιασένοβατς/1966) στην Κροατία, περίφημο μπρουταλιστικό γλυπτό από σκυρόδεμα, της «τοπογραφίας του τρόμου», ύψους 24 μ. και πλάτους 35 μ., στον τόπο όπου είχε ανεγερθεί στρατόπεδο συγκέντρωσης.
Εικονογραφώντας ο Γιόχανσον το κείμενο του Στέιπλεντον, με αυτά τα ιδιαίτερης αισθητικής μνημεία, ως πρόταση μιας μελλοντολογικής αρχιτεκτονικής, μετουσιώνει στη συλλογική μνήμη του τόπου, τους αντιφασιστικούς αγώνες με τη σοσιαλιστική εποχή που ανεγέρθηκαν τα αντιφασιστικά αυτά μνημεία, σε μια αδιαίρετη ενότητα χώρου-χρόνου, παρελθόντος-μέλλοντος και ιστορίας-συλλογικής μνήμης, μέσα από το όχημα της επιστημονικής φαντασίας.
* Η Ιφιγένεια Καλαντζή είναι θεωρητικός-κριτικός κινηματογράφου, [email protected]