Είναι απορίας άξιον το τι έχει απομείνει ανέγγιχτο από το άκαμπτο και σκληρό πλαίσιο που είχε θεσπίσει η Ε.Ε., με την απόλυτη επιβολή των απόψεων της Γερμανίας, προκειμένου να ασκηθεί η οικονομική πολιτική στη ζώνη του ευρώ μετά τη Συνθήκη του Μάαστριχτ.
ΑΠΟ ΤΟΝ συγκεκριμένο ρόλο της ΕΚΤ, με μοναδικό στόχο τον ρυθμό πληθωρισμού στο 2,0%, και την απόλυτη άρνηση έκδοσης κοινού χρέους, μέχρι την απαγόρευση κρατικών ενισχύσεων στις εθνικές παραγωγικές μονάδες. Επίσης στο ύψος του επιτρεπόμενου δημοσιονομικού ελλείμματος της Γενικής Κυβέρνησης και στον λόγο ΔΧ/ΑΕΠ. Όλα τα παραπάνω τα έχουν παρασύρει οι αλλεπάλληλες κρίσεις της ευρωπαϊκής οικονομίας τα τελευταία 15 έτη. Η παγκόσμια οικονομική κρίση και η κρίση χρέους των χωρών του ευρωπαϊκού νότου, η αδυναμία να επιτευχθεί ο στόχος 2,0% του πληθωρισμού, η κρίση της πανδημίας Covid-19, η ενεργειακή κρίση, η κρίση στις εφοδιαστικές αλυσίδες και η κρίση στις τιμές των τροφίμων είναι η κορυφή του παγόβουνου της κατάστασης που βρίσκεται η παγκόσμια και ευρωπαϊκή οικονομία.
Όλες αυτές οι κρίσεις ξετίναξαν στην κυριολεξία το δόγμα της οικονομικής πολιτικής που είχε θεσμοθετηθεί στις διάφορες ευρωπαϊκές συνθήκες και το οποίο ονομάζεται άσκηση οικονομικής πολιτικής με βάση κανόνες. Κανόνες είναι ένα σύνολο απλών και προκαθορισμένων κατευθυντηρίων γραμμών οικονομικής πολιτικής, που ανακοινώνονται δημοσίως. Έτσι γίνονται κτήμα της κοινωνίας, που προσαρμόζει τη συμπεριφορά της ανάλογα. Με απλά λόγια δημιουργείται ένα πλαίσιο και η οικονομία θα πρέπει να προσαρμοστεί σε αυτό ανεξαρτήτως των συνεπειών που αυτό θα επιφέρει στην κοινωνία. Δηλαδή δημιουργείται ένας κορσές που επιβάλλεται στις πραγματικές διακυμάνσεις της οικονομίας με στόχο να τις εξαλείψει ή να τις προσαρμόσει στον άνωθεν σχεδιασμό επί χάρτου.
Βεβαίως, οι σχεδιασμοί αυτοί καταρρέουν ως χάρτινοι πύργοι καθώς οι οικονομικοκοινωνικές διεργασίες είναι τις περισσότερες φορές σε αναντιστοιχία με τους άνωθεν σχεδιασμούς και απαιτούν εντελώς διαφορετικό χειρισμό προκειμένου να τιθασευτούν. Αυτός ο χειρισμός έχει όνομα και λέγεται διακριτική πολιτική και αναφέρεται στην ευχέρεια των φορέων της οικονομικής πολιτικής να μεταβάλλουν με τις ενέργειές τους τα διάφορα οικονομικά μεγέθη που ελέγχουν ανάλογα με τις εκάστοτε επικρατούσες και τις προβλεπόμενες συνθήκες.
Το τελευταίο επεισόδιο αναστολής ενός εκ των βασικότερων δογμάτων της ακολουθούμενης οικονομικής πολιτικής στην Ε.Ε., αφορά αυτό που προέβλεπε ρητή απαγόρευση των κρατικών ενισχύσεων στις εθνικές παραγωγικές δραστηριότητες.
Αντιμέτωπη με την ενεργειακή κρίση που ήδη έχει απειλήσει την επιβίωση των ευρωπαϊκών βιομηχανιών, με τη μη λελογισμένη επιλογή της λεγόμενης «πράσινης ανάπτυξης» ως απάντηση στην κλιματική κρίση, αλλά προπαντός με το σχέδιο της Ουάσιγκτον να επιδοτήσει γενναία όσες «πράσινες» τεχνολογίες παράγονται εντός Αμερικής και μόνον όσες είναι εντός Αμερικής, η Ε.Ε. φαίνεται να αναστέλλει θεμελιώδεις πολιτικές της, και μάλιστα με πρωτοφανή ταχύτητα.
Αντιμέτωπη με την ενεργειακή κρίση που ήδη έχει απειλήσει την επιβίωση των ευρωπαϊκών βιομηχανιών, με τη μη λελογισμένη επιλογή της λεγόμενης «πράσινης ανάπτυξης» ως απάντηση στην κλιματική κρίση, αλλά προπαντός με το σχέδιο της Ουάσιγκτον να επιδοτήσει γενναία όσες «πράσινες» τεχνολογίες παράγονται εντός Αμερικής και μόνον όσες είναι εντός Αμερικής, η Ε.Ε. φαίνεται να αναστέλλει θεμελιώδεις πολιτικές της, και μάλιστα με πρωτοφανή ταχύτητα
Η ΝΕΑ πρόταση της επιτρόπου Ανταγωνισμού Μαργκρέτε Βεστάγκερ, θεματοφύλακας του ελεύθερου ανταγωνισμού και εξ ορισμού πολέμιος των κρατικών ενισχύσεων, περιλαμβάνει περαιτέρω και βαθύτερη αλλαγή στους κανόνες περί κρατικών ενισχύσεων και την απλούστευσή τους ώστε να επιδοτούν οι κυβερνήσεις της Ε.Ε. ευκολότερα και ταχύτερα τις τεχνολογίες ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, καθώς και για να παραχωρούν φοροαπαλλαγές σε στρατηγικούς τομείς της βιομηχανίας. Προτείνει μάλιστα όχι μόνο να διευκολυνθούν τα κράτη-μέλη για να χορηγούν τις κρατικές ενισχύσεις, αλλά επιπλέον να στηριχθούν ενεργά τα κράτη-μέλη με κονδύλια από ειδικό ταμείο της Ε.Ε. Ζητούμενο της αλλαγής είναι, βέβαια, να αποτραπεί η μεταφορά επενδύσεων σε τρίτες χώρες εκτός Ε.Ε. και η αποβιομηχάνισή της, ο προφανέστατος κίνδυνος για τον οποίο έχουν προειδοποιήσει βιομηχανίες και φορείς από την αρχή της ενεργειακής κρίσης. Προτείνει συγκεκριμένα αλλαγές που «θα απλουστεύσουν τον υπολογισμό του ποσού της εκάστοτε κρατικής ενίσχυσης και θα επιταχύνουν την έγκρισή της». Ζητάει, παράλληλα, τη διεύρυνση των σχετικών εργαλείων προκειμένου να συμπεριληφθούν σε αυτά «όλες οι τεχνολογίες ανανεώσιμων πηγών ενέργειας», αλλά και να δοθεί στις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις η δυνατότητα των κρατών-μελών να δελεάζουν τις βιομηχανίες για να τις πείσουν να επενδύουν εντός Ε.Ε. και όχι σε τρίτες χώρες. Υπενθυμίζουμε, βέβαια, πως χάρη στις τροποποιήσεις που έχει ήδη αποφασίσει η Ε.Ε. στους κανόνες για τις κρατικές ενισχύσεις από το 2020 και μετά, για να αντιμετωπίσει την ύφεση της πανδημίας και την ενεργειακή κρίση, οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις μπορούν ήδη να προωθήσουν την πλειονότητα των κρατικών ενισχύσεων σε επιχειρήσεις τους χωρίς καν να ζητήσουν την έγκριση της Κομισιόν.
Εκτός την περαιτέρω ενίσχυση των υφιστάμενων προγραμμάτων, το ενδιαφέρον σημείο της πρότασης είναι θέσπιση συλλογικού ευρωπαϊκού ταμείου για τη στήριξη όλων των χωρών με ισότιμο τρόπο, δεδομένου ότι δεν έχουν όλα τα κράτη-μέλη τα ίδιο δημοσιονομικά περιθώρια για να χορηγήσουν ενισχύσεις στις βιομηχανίες τους, πράγμα που χαρακτηρίζει «κίνδυνο για την ακεραιότητα της Ευρώπης».
Σύμφωνα με τα υπάρχοντα στοιχεία από τα 672 δισ. ευρώ των κρατικών ενισχύσεων που έχει εγκρίνει η Κομισιόν στο πλαίσιο της νέας πολιτικής της, το 53% αφορούσε επιχειρήσεις της Γερμανίας, το 24% της Γαλλίας και κάπου 7% της Ιταλίας. Αυτός είναι, άλλωστε, και ο κίνδυνος που εγκυμονεί έως τώρα αυτή η πολιτική όταν δεν στηρίζεται από κάποιο κοινό ευρωπαϊκό ταμείο: το να οδηγήσει σε περαιτέρω διεύρυνση της ανισότητας ανάμεσα στα πλούσια κράτη-μέλη που μπορούν να στηρίξουν τις βιομηχανίες τους και σε εκείνα με πολύ περιορισμένες δυνατότητες.
ΒΛΕΠΟΥΜΕ λοιπόν ότι η αδήριτη πραγματικότητα ανατρέπει όλους τους άκαμπτους οριζόντιους κανόνες, σπρώχνοντας την Ε.Ε. από ανάγκη να αναστείλει σειρά από τους πλέον βασικούς. Προσοχή ομιλούμε για αναστολή και όχι για αναθεώρηση κάτι που είναι σαφέστατα δραστικότερο. Οι αναστολές έχουν συγκυριακό χαρακτήρα και αφήνουν να εννοηθεί ότι όταν εκλείψουν οι παράγοντες που προκαλούν τα έκτακτα γεγονότα θα αποσυρθούν και αυτές και θα επανέλθουμε στην προτεραία κατάσταση.
Επομένως καλό είναι να βαστούμε μικρό καλάθι για κάποια ενδεχόμενη δραστική αλλαγή του θεσμικού πλαισίου άσκησης της οικονομικής πολιτικής στην Ευρωπαϊκή Ένωση.