Του Μάρκου Δεληγιάννη. Φίλος καλός, με φωνή σταθερή, μου διάβασε μια γραφή, άκρως διαφωτιστική μα και συνάμα αποκαλυπτική.

Ήταν μια πράξη νομοθετική με τίτλο βαρύγδουπο και μεγαλοπρεπή: Δημόσιες Στρατηγικές Επενδύσεις. Μη φανταστείς, ω αφελή πολίτη, χάρτες απλωμένους σε τραπέζια επιτελικά και τριγύρω πολύπειροι πολέμαρχοι τα στρατεύματά τους έντεχνα να κινούν μέχρι τον εχθρό να παρασύρουν στον χαμό. Όχι, τίποτα απ’ όλα αυτά. Η σύσταση μιας ανωνύμου εταιρίας περιγράφεται με τη γλώσσα την ξερή, τη διοικητική. Της έδωσαν κι ένα όνομα που δέος προκαλεί: «Παράκτιο Αττικό Μέτωπο Α.Ε.». Καθόρισαν και τη διάρκεια της ζωής της. Μια στιγμή πριν από έναν αιώνα, 99 χρόνια.
Ευκολόπιστε ιθαγενή, κανείς πόλεμος δεν πρόκειται να εκραγεί. Απλώς, πίσω απ’ τη λακωνική επωνυμία κρύβεται η ολοσχερής κατεδάφιση της αξιοπρέπειας ενός λαού. Η παράδοση των δαντελένιων ακτών στις αδηφάγες ύαινες. Η εκποίηση της περιώνυμου και πολυθρύλητης περιοχής που εκτείνεται από το Στάδιο Ειρήνης και Φιλίας μέχρι και το Ακρωτήριο του Σουνίου. Φίλοι μου, δεν έχει νόημα το ξαναδιάβασμα αυτού του νομοθετήματος. Άλλωστε, τόσο ξεκάθαρα, ανενδοίαστα, κυνικά, καταγράφονται οι όροι παράδοσης στις λαίμαργες σιαγώνες των σαρκοβόρων, τα επικερδή κομμάτια των ακρογιαλιών του Σαρωνικού.
Ο αμοραλισμός των ανθυπάτων της Ρώμης, η ευκολία με την οποία κηρύσσουν γενικό ξεπούλημα αγαθών που δεν τους ανήκουν, με γύρισε πίσω στα πέτρινα χρόνια. Όταν ήρθαν οι άνθρωποι με πηλίκια σε κεφάλια που έλειπαν τα πρόσωπα και επέβαλαν τη σιγή, την ερήμωση, τον αφανισμό, τη βία. Μόνο που τότε χρειάστηκαν όπλα, τανκς, εμβατήρια για να μας κάνουν ένα με το χώμα, για να μας κλέψουν την όραση, για να γίνουμε ένα λησμονημένο επώνυμο.
Είναι πια γνωστό, πως εύκολα ένας λαός γίνεται άθυρμα στα χέρια των αφεντάδων, όταν του κλέψεις τα φτερά, τα τραγούδια του, των λουλουδιών τα ονόματα. Εκεί στοχεύουν του κόσμου όλου οι ολοκληρωτισμοί.
Αυτό προσπάθησαν τότε να πετύχουν οι αναμορφωτές της κοινωνίας, τη ζεστή ατμόσφαιρα των μπουάτ, την πιο λυρική, ίσως, διάσταση στις ανησυχίες και στις ελπίδες μιας νεολαίας που διψούσε για ίσες ευκαιρίες, για ισονομία, που επιθυμούσε να επιστρέψει διακαώς στο μέλλον, προσπάθησαν να την κατεδαφίσουν. Πόσο επικίνδυνο, όμως, είναι να περπατάς προς τα πίσω, γιατί, τότε χωρίς να το αντιληφθεί κανείς, το παρελθόν γίνεται φυλακή. Το παρατεταμένο σκοτάδι ενός άνισου εμφύλιου, μιας αδελφοκτόνου αναμέτρησης, που έβαλε στο περιθώριο των ηττημένων, τους νικητές του λαϊκού αντιφασιστικού έπους, είχε αρχίσει να διαλύεται. Οι φαιές ερπύστριες αυτό θέλησαν να διαλύσουν.
Σήμερα, όμως, τα πράγματα άλλαξαν. Σκόρπισαν έντεχνα τα μικρόβια του φόβου και της ατομικότητας. Μας έκλεισαν στα τσιμεντένια μας κελιά. Μας ανάγκασαν να παρατηρούμε τα ξαφνιασμένα σπλάχνα μας μες’ από φριχτά πορτρέτα, που τα τηλεοπτικά κανάλια προβάλλουν. Αδιαφορούμε γι’ αυτά που γύρω μας συμβαίνουν. Όχι δεν είναι δυνατόν, η καθημερινότητα να ισοπεδώνει τη ντροπή μας, σαν πολίτες αυτής εδώ της εποχής. Η σιωπή αποτελεί συναίνεση στο έγκλημα, που συντελείται κατά της ανθρωπότητας. Οι ματωμένες φράουλες απ’ το πικρό αίμα των μεταναστών, βοούν: όχι άλλο αίμα στο αξεδίψαστο λαρύγγι της μισαλλοδοξίας. Αρκετά, τους κλέψανε το όνομα, τον ίσκιο, τώρα τους κλέβουν την ίδια τη ζωή.
Οι κλεμμένες ζωές των ξεριζωμένων, απαιτούν οι σφιχτομανταλωμένες πόρτες επιτέλους, ν’ ανοίξουν, να ακουστούν τα τραγούδια μας. Ν’ ανθίσει το άδολο χαμόγελο σε χείλη μαραγκιασμένα από αναίτιο μίσος.
Καιρός τα πέπλα της ασχήμιας, της αθλιότητας, της μιζέριας, της θρηνωδίας, της παραφωνίας, που καλύπτουν την όρασή μας, να τα κουρελιάσουμε.
Να αντικρίσουμε κατάματα την επερχόμενη βαρβαρότητα, όχι με αδιαφορία, με απάθεια, αλλά ν’ αφουγκραστούμε το βόγγο του διπλανού μας. Κουνάμε συγκαταβατικά το κεφάλι μας μπροστά στη λαίλαπα του ολοκληρωτισμού. Ροπαλοφόροι επιτίθενται σε ανυπεράσπιστους πολίτες, γιατί αρνούνται να παραδώσουν το μέλλον των παιδιών τους στα βάρβαρα χέρια των ανίερων μπιζναδόρων. Ετοιμάζουν τις καινούργιες πόλεις, εκεί όπου τα παιδιά θα παίζουν με δηλητηριασμένα χώματα από καρκινογόνες ουσίες.
Τα βενζινάδικα και τα γκαράζ θ’ αποτελούν καινούργια μορφή διάκοσμου. Δίπλα σε κάθε λογής μπαρ, ο θάνατος αμείλικτος θα σημαδεύει τη νεαρή τροτέζα, το ναρκομανή.
Ατάλαντοι ηθοποιοί προσπαθούν να μεταφέρουν στην πολιτική σκηνή τον Ταρτούφο. Δήθεν συσκέπτονται, συνδιαλέγονται, διαπραγματεύονται, χαράσσουν κόκκινες γραμμές. Διαφωνούν, αλλά στο τέλος η κραταιά Ρώμη επιβάλλει τη θέλησή της και οι εντολοδόχοι κύπτουν συνετά την κεφαλή. Βέβαια πάντα για το δημόσιο συμφέρουν ενδίδουν.
Όχι, φίλοι μου, καιρός γέφυρες να κτίσουμε, τα νησιά να ενώσουμε, να γεμίσουμε και πάλι με νερό τις λίμνες και τα ποτάμια μας. Καιρός σταγόνες βροχής, σπέρμα θεϊκό, χαρμόσυνα να ηχήσουν στης γης τη μήτρα.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!