Οι δανειστές εξωθούν σε εφαρμογή άρρητης λιτότητας και μεταφέρουν τη διαπραγμάτευση στο εσωτερικό της κυβερνητικής πλειοψηφίας
Του Γιάννη Κιμπουρόπουλου
Ο απολογισμός Ιανουαρίου-Απριλίου στην εκτέλεση του Προϋπολογισμού, που περιλαμβάνει και τρεις γεμάτους μήνες διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ- ΑΝΕΛ, περιείχε μερικά αποκαλυπτικά ευρήματα: το καθαρό έλλειμμα περιορίστηκε σε μόλις 508 εκατ., έναντι στόχου 2,9 δισ. Το πρωτογενές πλεόνασμα εκτινάχτηκε στα 2,16 δισ., όταν ο στόχος ήταν μόλις 287 εκατ. Πώς συντελέστηκε το θαύμα αυτό, παρ’ ότι όλες οι οφειλές προς το ΔΝΤ καταβλήθηκαν στο ακέραιο; Με την πεπατημένη της συγκράτησης των δαπανών κατά 2 δισ. Η βρετανική Telegraph σχολίασε σχετικά: Οι χρηματοδότες της Ελλάδας απαιτούν από τον ΣΥΡΙΖΑ να συγκρατήσει τις δαπάνες και να αυξήσει την είσπραξη φόρων. Από τα αποτελέσματα φαίνεται ότι κατάφεραν να πετύχουν ακριβώς αυτό.
Και το πέτυχαν, θα συμπληρώναμε εμείς, χωρίς καν να υπάρξει συμφωνία. Διά της χρηματοδοτικής ασφυξίας που έχουν επιβάλει, η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ αναγκάζεται να εφαρμόζει μια εκδοχή άρρητης λιτότητας, την οποία με κάθε τρόπο προσπαθεί να αποφύγει. Διότι, προφανώς, τα πρόσθετα έσοδα που εισπράχθηκαν και λόγω των ρυθμίσεων όπως και τις κρατικές δαπάνες που δεν καταβλήθηκαν κάποια εισοδήματα τα στερήθηκαν. Και όχι απαραίτητα τα πιο υψηλά.
Νίκη δανειστών στα σημεία
Η αντίφαση ανάμεσα στη «συμφωνημένη λιτότητα» που αρνείται να αποδεχθεί η κυβέρνηση και την άτυπη λιτότητα που στο μεταξύ υποχρεώνεται να εφαρμόζει είναι μια νίκη της τακτικής των δανειστών στα σημεία. Η κυβέρνηση υποβάλλει εαυτήν σε μια άσκηση αντοχής, με την οποία αγοράζει μεν λιγοστό χρόνο στο άμεσο μέλλον, αλλά αυξάνει την πίεση που θα της ασκηθεί στο ελάχιστα απώτερο: στις 5, 16 και 18 Ιουνίου θα πρέπει να καταβάλει τμηματικά στο ΔΝΤ 1,23 δισ. ευρώ. Καθώς οι δυνατότητες άντλησης ρευστότητας από τα διαθέσιμα των φορέων του Δημοσίου εξαντλούνται, ο τρέχων γύρος διαπραγμάτευσης με τους εκπροσώπους των δανειστών μπορεί να χαρακτηριστεί και τελικός. Η προσδοκία αύξησης της ροής εσόδων από την υποβολή των δηλώσεων που μόλις άρχισε δεν αναμένεται να επιβεβαιωθεί πριν από τον Αύγουστο.
Αυτοί, πιθανότατα, είναι και οι λόγοι που η κυβέρνηση επιδιώκει διακαώς «τεχνική συμφωνία» μέχρι την ερχόμενη Τρίτη και μια πολιτική επικύρωση μέσω έκτακτου Eurogroup, που αναγκαστικά περνά μέσα από τη ευρωπαϊκή Σύνοδο Κορυφής, στη Ρίγα της Λεττονίας (20-21/5).Την Τετάρτη, πρώτη μέρα της συνόδου, θα επαναληφθεί η βάσανος του Δ.Σ. της ΕΚΤ για νέα επέκταση του ELA, αλλά και η διελκυστίνδα ανάμεσα στους «σκληρούς» και τους «πολύ σκληρούς» κεντρικούς τραπεζίτες για το αν θα αυξηθεί το κούρεμα των ομολόγων που δέχεται η ΕΚΤ ως ενέχυρο, σε ποσοστό μέχρι και 80%. Ο επικεφαλής της Bundesbank φρόντισε, προ ημερών, να καταστήσει σαφές ότι η είναι η γερμανική Κεντρική Τράπεζα που πρωτοστατεί στο κλείσιμο και της τελευταίας στρόφιγγας ρευστότητας από την ΕΚΤ. «Δεν πρέπει να γίνεται κατάχρηση της ΕΚΤ ως διασώστη της Ελλάδας, η απόφαση για το μέλλον της στην ΟΝΕ βρίσκεται στην πολιτική», είπε ο ΓενςΒάιντμαν, προϊδεάζοντας για κλιμάκωση της πίεσης, ώστε να σταματήσουν και οι φειδωλές «διευκολύνσεις».
Επιβεβαιώνοντας πλήρως το παιχνίδι της συμφωνημένης τακτικής, ο ΠολΤόμσεν του ΔΝΤ, στην ενημέρωση του Δ.Σ. του Ταμείου, εξέφρασε πλήρη αδυναμία να εκφράσει εκτίμηση για τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους, επικαλούμενος τον αποκλεισμό των εμπειρογνωμόνων του από στοιχεία για τη ρευστότητα και τη δημοσιονομική κατάσταση. Λες και τα στοιχεία θα δείξουν κάτι άλλο εκτός από ένα χρέος που είναι αδύνατο να πληρωθεί. Είναι το πιο αστείο πρόσχημα που έχει ακουστεί για τη συμφωνημένη αποχή του ΔΝΤ από την άσκηση των «δικαιωμάτων» του: Έχουν περάσει 2,5 χρόνια από τότε που το Eurogroup είχε υποσχεθεί πρόσθετα μέτρα διασφάλισης της βιωσιμότητας του χρέους για να μείνει το ΔΝΤ στην ελληνική «διάσωση». Κανονικά, θα έπρεπε να έχει ήδη αποχωρήσει. Αλλά διασώζεται τυπικά, αφού εδώ και ενάμιση χρόνο δεν έχει δώσει ευρώ, ενώ εισπράττει κανονικά και με τους τόκους ό,τι του οφείλεται.
Η τακτική της εξουθένωσης
Παρ’ ότι έχουν προηγηθεί τρεις μήνες παλινδρομήσεων και εναλλαγών κλίματος -από το ζεστό στο κρύο, από την «πρόοδο» στο χάσμα και τούμπαλιν-, η τακτική των δανειστών φαίνεται να αποκρυσταλλώνεται χωρίς αποκλίσεις στον αρχικό της στόχο: στην εξουθένωση και την υποχώρηση της κυβέρνησης. Η Μέρκελ μπορεί να επιφυλάσσει πάντα για τον εαυτό της τον ρόλο του από μηχανής θεού, αλλά δεν είναι βέβαιο ότι στη Ρίγα θα επαναληφθεί το σκηνικό των δύο προηγούμενων συνόδων. Υποτίθεται ότι η τελευταία απόφαση του Eurogroup, η αναγνώριση της «προόδου» και των «διαφωνιών», ικανοποίησε μια απαίτηση της ελληνικής κυβέρνησης. Αλλά, ταυτόχρονα, μετέφερε το παιχνίδι στο δικό της τέρμα: είναι δική της δουλειά να διανύσει την απόσταση που τη χωρίζει από τους δανειστές. Δηλαδή, να υποχωρήσει από τις περίφημες «κόκκινες γραμμές», που τείνουν να γίνουν ένας γραφικός ευφημισμός.
Σε τελική ανάλυση, οι δανειστές έχουν επιτύχει και μια δεύτερη νίκη στα σημεία, εκτός από την ανομολόγητη λιτότητα: να μεταφέρουν τη διαπραγμάτευση στο εσωτερικό της κυβέρνησης, του κυβερνώντος ΣΥΡΙΖΑ, της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας και τελικά της ελληνικής κοινωνίας. Αν, μάλιστα, πάρουμε τοις μετρητοίς και την τελευταία απόφαση της Πολιτικής Γραμματείας του ΣΥΡΙΖΑ, ακόμη στο εσωτερικό όλων των ευρωπαϊκών λαών, που καλούνται «να μπουν στη μάχη ως συμπρωταγωνιστές».
Το τέλος της «δημιουργικής ασάφειας»
Αλλά, ποια ακριβώς είναι η μάχη; Η κυβέρνηση επιδίδεται σε μια λεπτή ακροβασία. Προβάλλει ως ζήτημα δημοκρατίας τον σεβασμό των προεκλογικών της δεσμεύσεων για το τέλος της λιτότητας από τους δανειστές. Ταυτόχρονα, πάλι με γνώμονα τη δημοκρατία, τα κορυφαία στελέχη της που εμπλέκονται στη διαπραγμάτευση τονίζουν με κάθε ευκαιρία ότι δεν έχουν λαϊκή εντολή για ρήξη με τους δανειστές. Κι αν αυτοί δεν υποχωρήσουν τελικά; Αν δεν υπάρξει συμφωνία ούτε στις 19 του μηνός, ούτε μέχρι το τέλος του, ούτε τον Ιούνιο; Τι θα σήμαινε το να φτάσουμε στην 1η Ιουλίου χωρίς συμφωνία; Πώς ορίζεται μια κατάσταση «μη συμφωνίας», αλλά και «μη ρήξης», πάντα συνοδευόμενη με «μη χρηματοδότηση»; Μήπως σ’ αυτή την κατάσταση αποσκοπεί η τακτική των δανειστών που εξακολουθούν να διαρρέουν νέες παραλλαγές των σεναρίων χρεοκοπίας εντός ευρώ και διπλού νομίσματος;
Τα ερωτήματα δεν είναι πια ρητορικά. Η κλεψύδρα του χρόνου και του χρήματος αδειάζει και η κυβέρνηση δεν έχει την πολυτέλεια της δημιουργικής ασάφειας της 20ής Φεβρουαρίου. Αν μέχρι το τέλος του μήνα δεν καταγραφεί αλλαγή στη στάση των δανειστών, οφείλει να περιγράψει με σαφήνεια στο λαό την εναλλακτική λύση απέναντι στο ναυάγιο της διαπραγμάτευσης.