του Ηλία Φιλιππίδη*

Προσκεκλημένη δημοσιογράφος σε τηλεοπτική συζήτηση (ΕΡΤ1, «Απευθείας»,12/2) αποφαίνεται για τις διαδικασίες υλοποιήσεως της Συμφωνίας: «Το θέμα έληξε. Η ιστορία θα κρίνει σε τι ωφέλησε».

Η ιδεολογία των υποστηρικτών της Συμφωνίας των Πρεσπών (δηλ. του 24% του λαού, διότι το υπόλοιπο 6% δεν έχει άποψη και το 70% είναι αντίθετο) συνενώνει δύο ρεύματα: α) της ιδεοληψίας, ότι η φιλία των λαών είναι πάνω από τα συμφέροντα και αυτή είναι που τελικά νικά. Άρα όποιος δίνει πρώτος πίστωση, δικαιώνεται από την ιστορία και β) του θεσμικού ή μηχανιστικού πραγματισμού. Εισάγουμε για πρώτη φορά αυτόν τον όρο, για να διευκρινίσουμε κοινωνιολογικώς και πολιτικώς, ότι αυτό που λέμε «ρεαλισμός», έχει δύο όψεις: Στην μία, την οποία θεωρούμε και ορθή, δίνουμε το όνομα σφαιρικός ή ανοικτός πραγματισμός. Είναι αυτός που λειτουργεί περισκοπικά και ελέγχει όλο το διάγραμμα του ορίζοντα ενός προβλήματος, αφήνοντας πάντα χώρο και για την μη προβλέψιμη εξέλιξη, που είναι η αρνητική εκδοχή (worse case). Η άλλη μορφή είναι ο θεσμικός ή μηχανιστικός πραγματισμός. Αυτός πιστεύει, ότι ή νομική ή οικονομική (γενικώς θεσμική) μορφοποίηση της λύσεως ενός προβλήματος αποκτά μία δική της δυναμική, η οποία επιβάλλεται ως η λογική εκδοχή έναντι του χαοτικού χαρακτήρα της μη λύσεως.

Αυτή η λογική έχει τον χαρακτήρα της αυτοδικαιώσεως και απολογείται μόνο απέναντι στον εαυτό της, ενώ θεωρεί δεδομένη την κρίση της ιστορίας. Έχει και μανιχαϊστικό, για να μη πούμε και εσχατολογικό χαρακτήρα, διότι πιστεύει, ότι: α) η ιστορία δεν είναι απρόβλεπτη ούτε χαώδης αλλά ότι πορεύεται εξελικτικά από ατελέστερες μορφές συγκροτήσεως και συνυπάρξεως προς τελειότερες. β) Αφού λοιπόν η ιστορία «κτίζεται», οι «λογικές» επιλογές εξελίσσονται νομοτελειακά και μηχανιστικά. Δεν μπορούν να ανασταλούν ούτε να αποτύχουν, διότι διαμορφώνουν διαδραστικές σχέσεις με τους ανθρώπους. Δηλ. πάντα θα έχουν την υποστήριξη των «λογικών» ανθρώπων και παράλληλα ασκούν μία παιδαγωγική και κανονιστική επίδραση πάνω στους ανθρώπους. Έτσι εδραιώνουν την επιρροή τους.

Το συμπέρασμα είναι, ότι ο μηχανιστικός πραγματισμός σε συνδυασμό με τον λαϊκιστικό διεθνισμό των ψευδαισθήσεων προάγουν τον παγκόσμιο πολιτισμό και δεν εξαρτώνται από την σχέση πλειοψηφίας-μειοψηφίας.

Μπορούν να συνυπάρξουν ιστορικά δυο Μακεδονίες;

Ο θεσμικός πραγματισμός επικαλείται την ιστορία του μέλλοντος, την οποία θέλει να προκαταλαμβάνει αλλά αρνείται μετά βδελυγμίας την ιστορία του παρελθόντος. Αρα οι οπαδοί του είναι απαίδευτοι και γι’ αυτό επικίνδυνοι. Δεν αντιλαμβάνονται, ότι στις διεθνείς σχέσεις: α) δεν υπάρχουν φιλίες αλλά μόνο συμφέροντα. Ειδικά μάλιστα στην εποχή μας, η οποία εξελίσσεται όλο και πιο ανταγωνιστικά. Η παγκοσμιοποίηση ως οικονομική και γεωπολιτική πανάκεια έχει καταρρεύσει. Β) Για να επενδύσεις με βεβαιότητα στο μέλλον μιας σχέσεως, πρέπει να μπορείς να την ελέγχεις.

Οι θεσμικοί πραγματιστές έχουν πρόβλημα θεμελιώσεως της «λογικής» τους. Γι’ αυτό καταφεύγουν: α) σε μία επιχειρηματολογία σχηματικού ορθολογισμού, δηλ. ότι η τάξη είναι καλύτερη από το χάος και η όποια λύση από καμμία λύση. Με την ίδια «λογική» θα έπρεπε και οι χειρουργοί να ακολουθούν το δόγμα «η όποια εγχείρηση είναι καλύτερη από την μη εγχείρηση»!…. β) Στην πρόταξη ακόμη και την αποκλειστικότητα του οικονομικού συμφέροντος.

Ιστορικά είναι αδύνατο να συνυπάρξουν και οι δυο Μακεδονίες, διότι το πρόβλημα δεν είναι μόνο γεωγραφικό. Από την στιγμή που κάναμε το τραγικό λάθος, να αναγνωρίσουμε την ύπαρξη «Μακεδονικής εθνότητας», παραχωρούμε την προτεραιότητα στο γεωπολιτικό-ιστορικό υποκείμενο (ύπαρξη λαού) έναντι του γεωγραφικού χώρου

Γι’ αυτό διαλαλούν, ότι ο προσανατολισμός προς το μέλλον σε συνδυασμό με το κριτήριο του οικονομικού συμφέροντος δημιουργούν προσδοκίες οφέλους και συγκλίσεις συνεργασίας.

Με αυτή την έννοια ταυτίζεται ο αριστερός διεθνισμός με την δυτική παγκοσμιοποίηση και μαζί επιτίθενται κατά των «λαϊκιστών», οι οποίοι προτάσσουν το εθνικό τους συμφέρον και τον εθνικό τους πολιτισμό.

Τελικά χάνεται η έννοια του συμφέροντος. Οι θεσμικοί πραγματιστές επιμένουν, ότι το συμφέρον πρέπει να είναι «αντικειμενικό», άρα μετρήσιμο. Η βάση λοιπόν της «λογικής» είναι η οικονομία. Μπορεί όμως η οικονομία να μονοπωλήσει την πραγματικότητα; Ναι, εφόσον ισχύουν δυο προϋποθέσεις: α) ο άνθρωπος είναι μόνο «ζώον οικονομικόν» και όχι «πολιτικόν» και εφόσον β) η οικονομία ταυτίζεται με το μέλλον, και μπορεί να το μονοπωλήσει, άρα και να το προβλέψει. Όμως η τελευταία μεγάλη κρίση του χρηματοπιστωτικού συστήματος (2006 –) απέδειξε, ότι η οικονομία πάσχει από πλευράς προγραμματικών δυνατοτήτων και κυρίως στερείται οργανωτικής αυτονομίας και προβλεψιμότητας.

Αλλά η Συμφωνία των Πρεσπών αποτελεί ένα ιστορικό γεγονός με την έννοια, ότι τα οικονομικά οφέλη αναμένονται στο μέλλον με την μορφή των μεγάλων επενδύσεων του ξένου παράγοντα. Το συμπέρασμα που προκύπτει είναι, ο διαχωρισμός της οικονομίας από την πολιτική και γενικά την ευθύνη των λαών.

Το προνόμιο της δημοκρατίας, της αυτονομίας και της οικονομικής ευμάρειας ανήκει πλέον μόνο στα κράτη που για διαφόρους λόγους πρόλαβαν να αναπτυχθούν. Το πως βέβαια κατανέμονται αυτά τα αγαθά μέσα στην χώρα τους είναι άλλο θέμα.

Για μας που δεν προλάβαμε και κυρίως δεν μπορέσαμε να δημιουργήσουμε έναν σύγχρονο και γνήσια δημοκρατικό πολιτικό πολιτισμό, επιστρέφει η εποχή της Φραγκοκρατίας και Βαυαροκρατίας, το ανοικτό ερώτημα είναι, αν θα προστεθεί και η Τουρκοκρατία…

Χρειάζεται ενας μεγάλος αγώνας. Όμως το όραμα της ανεξαρτησίας δεν αποτελεί ουτοπία. Η συσπείρωση του λαού είναι το μεγάλο εκτόπισμα.

Το πρόβλημα των Σκοπίων δεν έκλεισε. Αντιθέτως αναβαθμίζεται από Σκοπιανό σε Μακεδονικό πρόβλημα. Λύσαμε το πρόβλημα των Σκοπίων με την έγκριση της εισόδου τους στο ΝΑΤΟ και την έναρξη των διαπραγματεύσεων με την Ε.Ε. και μεταφέρεται στο εσωτερικό μας με το ερώτημα ποιά είναι τελικά η «Μακεδονία».

Αρχίζει μία νέα φάση του προβλήματος, μια διελκυστίνδα των δυο αντίπαλων ομάδων. Η μία λέει «Η Μακεδονία είναι μία και ελληνική» και η άλλη «Η Βόρεια Μακεδονία είναι η μόνη ελεύθερη Μακεδονία, τα άλλα δυο τμήματα της τελούν υπό ξένη κατοχή».

Ιστορικά είναι αδύνατο να συνυπάρξουν και οι δυο Μακεδονίες, διότι το πρόβλημα δεν είναι μόνο γεωγραφικό. Από την στιγμή που κάναμε το τραγικό λάθος, να αναγνωρίσουμε την ύπαρξη «Μακεδονικής εθνότητας», παραχωρούμε την προτεραιότητα στο γεωπολιτικό-ιστορικό υποκείμενο (ύπαρξη λαού) έναντί του γεωγραφικού χώρου. Δεν μπορεί να χωρίζεται ο χώρος, που φέρει το όνομα ενός λαού με δική του ταυτότητα.

Ας προετοιμασθούμε γι’ αυτό τον νέο Μακεδονικό αγώνα. Τα κέντρα αποφάσεων πίσω από τον Μάθιου Νίμιτς αποβλέπουν στην δημιουργία ενός ενιαίου πολυπολιτισμικού «Μακεδονικού» προτεκτοράτου με τελική πρωτεύουσα την Θεσσαλονίκη-Σολούν!

* Ο Ηλίας Φιλιππίδης έχει διατελέσει πανεπιστημιακός καθηγητής Κοινωνιολογίας και νομικός.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!