Βρισκόμαστε τα τελευταία χρόνια σε μια φάση προώθησης τεράστιων καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων. Το σήμα είχε ήδη δοθεί με την προώθηση της «Τέταρτης Βιομηχανικής Επανάστασης» από το Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ (WEF) του Νταβός και στη συνέχεια τους δόθηκε επείγουσα μορφή, με εφαλτήριο την πανδημία. Τον προγραμματικό τόνο τον έδωσε τότε η επιθετικότατη πλατφόρμα της «Μεγάλης Επανεκκίνησης», που καλούσε σε συνολική πρωτοφανή αναδιαμόρφωση όλων των πλευρών της κοινωνικής ζωής με τεχνοδεσποτικά χαρακτηριστικά. Ολόκληρο το πλέγμα των χειρισμών των ελίτ που συνδέθηκαν με την πανδημία επέδρασε σε τέτοιο βαθμό στην επιτάχυνση του κύματος αναδιαρθρώσεων που μπορεί να γίνει λόγος για τοπίο πριν και μετά την πανδημία. Έτσι στη συνέχεια με αφετηρία το 2021, στο ευρύτερα δυτικό αλλά και στο ειδικότερα ευρωπαϊκό επίπεδο, άρχισε να μορφοποιείται συγκεκριμένος οικονομικός προγραμματισμός (δεκαετές επενδυτικό πρόγραμμα Μπάιντεν στις ΗΠΑ και Μηχανισμός Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας στην Ε.Ε.), για την επιτάχυνση μεγάλων επενδυτικών σχεδίων. Η προτεραιότητα σαφώς δόθηκε σε δύο βασικούς πόλους: στον «πράσινο» και στον ψηφιακό μετασχηματισμό.
Η ΤΝ με ιδιαίτερη φόρα στο προσκήνιο
Εδώ και μερικούς μήνες όμως φαίνεται να έχει γίνει άλλο ένα βήμα. Η Τεχνητή Νοημοσύνη (ΤΝ) δείχνει ότι αναβαθμίζεται σε ατμομηχανή του ψηφιακού μετασχηματισμού και προωθείται με όλο και μεγαλύτερη φόρα στο επίκεντρο των εξελίξεων. Είναι χαρακτηριστική η εξαντλητική πλέον αναφορά της στη δημόσια συζήτηση όπου τείνει να επιβληθεί ως κανόνας ότι θα είναι το αναγκαίο συνοδευτικό κάθε πτυχής της οργάνωσης της κοινωνικής ζωής. Η εξέλιξη αυτή έχει επιταχυνθεί ιδιαίτερα με σημείο καμπής την εμπορική διάθεση μέσα στο 2022, λογισμικών παραγωγής γλωσσικού και άλλου περιεχομένου από τα λεγόμενα «Μεγάλα Γλωσσικά Μοντέλα» (LLM). Κεντρικό ρόλο στις εφαρμογές αυτού του τύπου που έχει ονομαστεί Παραγωγική TN (Generative AI), παίζει η χρήση τεράστιου όγκου δεδομένων (κειμένων κυρίως αλλά και οπτικών και ακουστικών πληροφοριών) και η, με βάση αυτά τα εισρέοντα δεδομένα, διαρκής διαδικασία «εκπαίδευσης» του μοντέλου (LLM) στην επισήμανση μοτίβων συσχέτισης πληροφοριών εντός τους. Ο χρήστης απευθύνει ερωτήσεις στο μοντέλο και παίρνει απαντήσεις από τον συνδυασμό των δεδομένων που αυτό έχει στη διάθεσή του και των συναφειών τους που έχει μέχρι εκείνη τη στιγμή εντοπίσει.
Η σύνοδος του «Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ» στο Νταβός που βρίσκεται σε εξέλιξη αυτές τις μέρες, δίνει και πάλι την κεντρική κατεύθυνση. Φέτος η ΤΝ, με αιχμή μάλιστα την Παραγωγική ΤΝ έχει καταλάβει τον χώρο, εκτοπίζοντας άλλες τεχνολογίες –τα συστήματα συναλλαγών κατανεμημένου ελέγχου (blockchain) με κρυπτονομίσματα– που την προηγούμενη διετία φαινόταν ότι έχουν επιλεγεί για να σύρουν τον χορό. Μια σειρά εταιρειών με προεξάρχουσες τις GAMF (Google, Amazon, Micorosft, Facebook) και ένα πλήθος αναδυόμενων παικτών γύρω τους καθώς και άλλων οργανισμών (με τις πολυεθνικές εταιρείες παροχής συμβούλων να παίζουν εδώ κομβικό ρόλο και με κάποιες απ’ αυτές όπως οι Accenture, Deloitte και PwC βαθμιαία να κατοχυρώνουν ρόλο διαμορφωτή κυβερνητικών πολιτικών ακόμα και μεγάλων χωρών) έχουν ήδη αρχίσει να προβάλουν την ΤΝ σαν «τον δρόμο για το μέλλον» στο πλαίσιο ενός μεγάλου πλήθους εκδηλώσεων που φιλοξενεί το Νταβός 2024.
Αν και η ΤΝ τις περισσότερες φορές παρουσιάζεται με όρους μιας άυλης «ασώματης κεφαλής», πρέπει να έχουμε κατά νου ότι προϋποθέτει ένα τεράστιο φάσμα άλλων υποδομών, δυσθεώρητου κόστους. Ανάμεσά τους τη ριζική διεύρυνση της συνδεσιμότητας. Τόσο σε ό,τι αφορά τα ασύρματα δίκτυα 5G, όσο και τα ενσύρματα ευρυζωνικά μεγάλων ταχυτήτων και χωρητικότητας με χρήση οπτικών ινών. Αλλά επιπλέον απαιτεί (ιδιαίτερα η ΠΤΝ) τεράστιες υποδομές από άποψη υπολογιστικής ισχύος (ταχύτητας υπολογισμών) και χώρων μνήμης για τα «Μεγάλα Δεδομένα» που χειρίζεται. Και κάτι ακόμα που συζητιέται πολύ λίγο αλλά θα κρίνει πολλά. Η ΤΝ και ο ψηφιακός μεταχηματισμός εν γένει, απαιτούν τεράστιες ποσότητες ενέργειας. Στις συνθήκες μάλιστα της σημερινής ενεργειακής κρίσης, η ορμητική τους ανάπτυξη γίνεται παράγοντας παρόξυνσης ενός ολόκληρου πλέγματος κομβικών αντιθέσεων που εμπλέκουν τον «πράσινο» μετασχηματισμό και τη γεωπολιτική διαπάλη για το ποιός θα ελέγξει τις πηγές ενέργειας αλλά και τις στρατηγικές πρώτες ύλες. Ανάμεσα σ’ αυτές μια σειρά από «σπάνιες γαίες» (που ελέγχει σε μεγάλο βαθμό η Κίνα) που είναι απαραίτητες τόσο για την «πράσινη μετάβαση» όσο και για τις Τεχνολογίες Πληροφορικής και Επικοινωνιών (ΤΠΕ). Έτσι μόνο τυχαίο δεν είναι ότι πίσω από τους «ρόδινους» τόνους ότι η ΤΝ μπορεί να λύσει τάχα όλα τα προβλήματα, η τεχνοκρατική γλώσσα που κυριαρχεί (με ελάχιστο αντίλογο) κάνει ακόμη κι’ αυτή αόριστα λόγο για «μεγάλες αβεβαιότητες» μέσα σ’ ένα περιβάλλον «μονιμοκρίσης».
Ευρωπαϊκή Ένωση: Αβέβαια βήματα ψηφιακής μετάβασης
Τα συνολικά κύματα κομβικών καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων –ο ψηφιακός μετασχηματισμός που βρίσκεται σε εξέλιξη είναι μια τέτοια επιδραστικότατη περίπτωση– αφήνουν στο πεδίο νικητές και ηττημένους. Επανακαθορίζουν τις παγκόσμιες ιεραρχίες, τις μεγάλες και τις υποδεέστερες δυνάμεις εντός τους.
Υπό την πίεση του διευρυνόμενου ψηφιακού χάσματος με τις ΗΠΑ αλλά και την Ευρασία, οι ευρωκρατικές ελίτ ανακοίνωσαν τον Μάρτιο του 2021 (δια στόματος Φον Ντερ Λάιεν) την «Ψηφιακή Δεκαετία» με ορίζοντα το 2030. Οι αποφάσεις για τη χρηματοδότηση του προγράμματος ακολούθησαν μετά με μοχλό την πανδημία, με τον Μηχανισμό και το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας. Οι στόχοι του προγράμματος υπήρξαν υπερφιλόδοξοι: Εκπαίδευση του πληθυσμού σε ψηφιακές δεξιότητες σε ποσοστό 80%, καθολική συνδεσιμότητα με ταχύτητες της τάξης των gigabps, άνοδος του ποσοστού συμμετοχής στην παγκόσμια παραγωγή ημιαγωγών στο 20%, ενσωμάτωση τεχνολογιών νεφοϋπολογιστικής από το 90% των Μικρών και Μεσαίων Επιχειρήσεων, και πλήρης ψηφιοποίηση των υπηρεσιών του Δημόσιου τομέα. Η σύγκριση των επιπέδων χρηματοδότησης με τα αντίστοιχα των ΗΠΑ (δεκαετές σχέδιο Μπάιντεν) δίνει το μέτρο του συσχετισμού δυνάμεων εντός Δύσης. Επιπλέον είναι απόλυτη η κυριαρχία των ΗΠΑ στο κρίσιμο επίπεδο των δικτύων και των μεγάλων υπολογιστικών κόμβων για τη φύλαξη και την επεξεργασία Μεγαδεδομένων που απαιτεί η ΤΝ και άλλες ψηφιακές διαδικασίες. Οι πρωταθλήτριες εταιρείες των ΗΠΑ ελέγχουν το 92% αυτών των δομών σε ευρωπαϊκό έδαφος. Παρόμοια είναι η εικόνα και στην παραγωγή ημιαγωγών και ολοκληρωμένων κυκλωμάτων, όπου η Ευρώπη συμπιέζεται ανάμεσα σε ΗΠΑ και ανερχόμενες δυνάμεις της Ασίας και της Άπω Ανατολής (Κίνα, αλλά και Ταίβάν, Ν. Κορέα).
Η συνέχεια γράφτηκε με τον πόλεμο στην Ουκρανία που πρόσθεσε την ασφυκτική ενεργειακή πίεση επί της Ευρώπης (επί της Γερμανίας σε πρώτο πλάνο). Εδώ πρέπει να σημειωθεί ότι η «ψηφιακή επανάσταση» και ειδικότερα η ΤΝ αποδεικνύονται (παρά τον «άυλο» χαρακτήρα τους) εξαιρετικά ενεργοβόρες δραστηριότητες. Στην παρούσα φάση πολλά παίζονται για την «Ευρώπη» σε δύο επίπεδα: 1) Από τον βαθμό που θα της επιτραπεί να διατηρήσει ένα επαρκώς αυτόνομο επίπεδο σχέσεων με την Κίνα. 2) Από την έκβαση του μεγάλου παιγνίου μεταφοράς ενέργειας (υδρογονανθράκων αλλά και ηλιακής / αιολικής προέλευσης ηλεκτρικής ενέργειας) από την Ανατολική Μεσόγειο.
Γίνεται πάντως σαφές ότι η «Ευρώπη» εξελίσσεται σε αδύνατο κρίκο του παγκόσμιου συστήματος ισχυρών παικτών και η όποια ανάπτυξή της θα συντελεστεί στη σκιά μιας εντεινόμενης υπαγωγής της στις ΗΠΑ.
Ελλάδα: Βήματα χωρίς σχεδιασμό για τον ψηφιακό μετασχηματισμό
Επιβεβαιώνεται η επιλογή απόλυτου και ταχύτατου συγχρονισμού με τα μεγάλα δυτικά κέντρα ισχύος
Οι πρόσφατες κινήσεις της κυβέρνησης Μητσοτάκη, η παρουσίαση ενώπιον του, στο Μαξίμου της μελέτης «Generative AI Greece 2030: Τα ενδεχόμενα μέλλοντα της Παραγωγικής Τεχνητής Νοημοσύνης (ΠΤΝ) στην Ελλάδα» στις 16/1 και η πρωθυπουργική επίσκεψη την επόμενη μέρα στο Ερευνητικό Κέντρο «Δημόκριτος», προς δημιουργία ενός κλίματος προώθησης των τεχνολογιών αιχμής, λίγο πριν αναχωρήσει για το Νταβός, δείχνουν προχειρότητα, έλλειψη σχεδιασμού και εμβαλωματική λογική. Πάντως επιβεβαιώνουν επίσης για άλλη μια φορά την επιλογή απόλυτου και ταχύτατου συγχρονισμού με την κάθε φορά «γραμμή της ημέρας» όπως αυτή διαμορφώνεται από τα μεγάλα δυτικά κέντρα ισχύος. Και αυτή σήμερα όλως τυχαίως είναι: Ολοταχώς για πολυεπίπεδες αναδιαρθρώσεις βασισμένες στην Παραγωγική Τεχνητή Νοημοσύνη.
Σ΄ ένα ευρύτερο επίπεδο, η εγχώρια κυβερνητική πολιτική για τον ψηφιακό μετασχηματισμό και την «πράσινη» μετάβαση κινείται στο πλαίσιο των στοχεύσεων του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (βλ. διπλανή στήλη για τα ευρωπαϊκά) και βασίζεται στους υπολογίσιμους πόρους του αντίστοιχου Ταμείου (ΤΑΑ) που για την Ελλάδα ανέρχονται συνολικά σε περίπου 31 δισ. ευρώ. Αν και ήδη η Ελλάδα έχει καταθέσει τα έργα που θα υπαχθούν στην παραπάνω χρηματοδότηση από το ΤΑΑ (αυτό είναι το περιεχόμενο του πομπωδώς προβεβλημένου «Εθνικού σχεδίου ανάκαμψης και ανθεκτικότητας» Ελλάδα 2.0) και αυτά έχουν εγκριθεί από την Κομισιόν, είναι καθοριστικής σημασίας ότι μέχρι σήμερα εξακολουθεί να μην έχει διαμορφωθεί κάποιο πλαίσιο Εθνικής Στρατηγικής για τον ψηφιακό μετασχηματισμό της βιομηχανίας, ούτε ειδικότερα για την ΤΝ!
Η Ελλάδα στην ουρά των «27»
Με βάση τα στοιχεία του DESI (Digital Economy & Society Index) που έδωσε η Ε.Ε. για το 2022 και παρουσιάζει τις επιδόσεις της κάθε χώρας όσον αφορά την συνδεσιμότητα, το επίπεδο των ψηφιακών δεξιοτήτων του ανθρώπινου δυναμικού, τη διείσδυση ψηφιακών εφαρμογών στον ιδιωτικό (βιομηχανία και επιχειρήσεις) και στο δημόσιο τομέα, η Ελλάδα συνεχίζει να κατατάσσεται σταθερά στην τελευταία τριάδα, ακολουθούμενη μόνο από την Βουλγαρία και την Ρουμανία. Ο κρίσιμος για την ψηφιακή μετάβαση παράγοντας της συνδεσιμότητας (δίκτυα σταθερά και κινητής τηλεφωνίας) καθυστερεί τόσο από πλευράς προσφερόμενων ταχυτήτων όσο και από πλευράς χωρικής κάλυψης. Ο φαύλος κύκλος αυτής της καθυστέρησης σχετίζεται σε σημαντικό βαθμό με το διαμορφωμένο καρτέλ των τηλεπικοινωνιακών παρόχων που τους δίνει τη δυνατότητα να πουλούν απρόσκοπτα, ακριβά χαμηλής ποιότητας υπηρεσίες.
Επίσης η καθυστέρηση της ψηφιακής μετάβασης των «Μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων» (ΜΜΕ) είναι μεγάλη και αντανακλά τις γενικότερες αναπτυξιακές επιλογές εκτοπισμού τους. Ακόμη και μένοντας στους χοντρικούς δείκτες που καλύπτουν πολύ διαφορετικές πραγματικότητες μεγέθους και άλλες κλαδικές ιδιομορφίες κάτω από την ομπρέλα ΜΜΕ, η ενσωμάτωση έστω και των βασικών ψηφιακών τεχνολογιών εκτιμάται ότι έχει επιτευχθεί στην Ελλάδα μόνο στο 39% των ΜΜΕ έναντι 55% που είναι ο μέσος όρος για την Ε.Ε.
Η ίδια η λίστα των έργων που περιλαμβάνονται στο Ελλάδα 2.0 για την ψηφιακή μετάβαση (2,177 δισ. ευρώ από τα 31 δισ. του συνολικού πακέτου) επιβεβαιώνει πλευρές της καχεκτικής παραγωγικής βάσης αλλά και του εξαρτημένου χαρακτήρα του ελληνικού καπιταλισμού. Θα περιοριστούμε εδώ σε δύο μόνο χτυπητές πλευρές: οι πολυδιαφημισμένες ψηφιακές υπηρεσίες του Δημοσίου (gov.gr) παρά τις κατά περίπτωση σημαντικές βελτιώσεις υπηρεσιών που παρέχουν στον πολίτη, δείχνουν να αναπαράγουν τις γραφειοκρατικές διαδικασίες και άλλες παθογένειες της Δημόσιας Διοίκησης σε ψηφιακή μορφή. Επιπλέον είναι ιδιαίτερα δικαιολογημένες οι ανησυχίες για το που εν τέλει «κάθονται» τα δεδομένα των Ελλήνων πολιτών και για το κατά πόσο τηρούνται επαρκή πρότυπα ασφαλείας σε ό,τι αφορά την πρόσβαση σε προσωπικά δεδομένα και κρίσιμες διαδικασίες (ψηφιακή υπογραφή). Οι σχετικές υποδομές κυριαρχούνται απόλυτα από μεγάλες εταιρείες των ΗΠΑ και οι συμφωνίες μαζί τους παραμένουν υπό καθεστώς απόλυτης αδιαφάνειας. Όσον αφορά τις ΜΜΕ από την άλλη μεριά, είναι ενδεικτικό της επιτάχυνσης της πορείας εκτοπισμού τους ότι υποχρηματοδοτούνται με μόλις 375 εκατ. ευρώ και ότι μόνο ένα μικρό τους μέρος έχει στην πραγματικότητα δυνατότητες πρόσβασης ακόμα και σ’ αυτή τη χρηματοδότηση.
Η συνολική εικόνα της οποίας εδώ δώσαμε μόνο κάποιες ενδεικτικές όψεις, αποκαλύπτει ότι επαναλαμβάνονται με ανανεωμένη επιθετικότητα, λογικές κατανομής των πόρων με βραχυπρόθεσμους, παρασιτικούς / μεταπρατικούς όρους που εν τέλει έχουν οδηγήσει στην κατασπατάληση προηγούμενων πακέτων χρηματοδότησης χωρίς μόνιμα αποτελέσματα. Με δεδομένο ότι οι τρέχοντες ρυθμοί ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας στηρίζονται κατά μεγάλο μέρος στις εισροές από το ΤΑΑ, το τοπίο μετά την εξάντληση του πακέτου θα εξαρτηθεί για άλλη μια φορά «από το που πήγαν τα λεφτά».