Ανθολόγος: Λουκάς Αξελός

 

 ΤΑΣΟΣ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ

(1922-1988)

 

 

 Εκείνο

 

Έρχονται ώρες, που ξαφνικά σε πλημμυρίζει ολάκερο

η νοσταλγία του ανέκφραστου – σαν τη θολή, αόριστη ανάμνη-

ση απ’ τη γεύση ενός καρπού,

πούφαγες κάποτε, πριν χρόνια, σαν ήσουν παιδί,

μια μένει μακρινή, λιόλουστη – και θέλεις να τη θυμηθείς

κι όλο ξεφεύγει. Τα μάτια σου

γεμίζουν τότε απόνα θάμπος χαμένων παιδικών καιρών.

Ή ίσως κι από δάκρυα.

 

Γι’ αυτό, σας λέω, πιστεύεται πάντοτε έναν άνθρωπο που κλαίει.

Είναι η στιγμή που σας απλώνει το χέρι του,

φιμωμένο και γιγάντιο,

εκείνο που ποτέ δε θα ειπωθεί.

 

 

Έρωτας

 

Κι όταν πεθάνουμε να μας θάψετε κοντά κοντά

για να μην τρέχουμε μέσα στη νύχτα να συναντηθούμε.

 

 

Αυτό το αστέρι είναι για όλους μας

 

[…]

Κι όταν πεθάνουμε, αγαπημένη μου, εμείς δε θα πεθάνουμε.

Αφού οι άνθρωποι θα κοιτάζουν το ίδιο αστέρι που κοιτάξαμε

αφού θα τραγουδάνε το τραγούδι που αγαπήσαμε

αφού θα ανασαίνουν σ’ έναν κόσμο που εγώ κι εσύ τον ονειρευτήκαμε

ε, τότε, αγαπημένη, θα ’μαστε πιο ζωντανοί από κάθε άλλη φορά

 

Αφού κάθε στιγμή οι άνθρωποι θα μας βρίσκουν

στο ήρεμο ψωμί,

στα δίκαια χέρια,

στην αιώνια ελπίδα,

πως θα μπορούσαμε, αγαπημένη μου,

να ’χουμε πεθάνει…

 

 

Σε περιμένω παντού

 

Κι αν έρθει κάποτε η στιγμή να χωριστούμε, αγάπη μου,

μη χάσεις το θάρρος σου.

Η πιο μεγάλη αρετή του ανθρώπου είναι να ’χει καρδιά.

Μα η πιο μεγάλη ακόμα είναι όταν χρειάζεται

να παραμερίζει την καρδιά του.

Την αγάπη μας αύριο θα τη διαβάζουν τα παιδιά στα σχολικά βιβλία

πάλι στα ονόματα των άστρων και τα καθήκοντα των συντρόφων.

Θα θυμάμαι πάντα τα φιλιά σου που κελαηδούσαν σαν πουλιά

θα θυμάμαι τα μάτια σου, φλογερά και μεγάλα

σα δύο νύχτες έρωτα μες στον εμφύλιο πόλεμο.

 

Αν μου χάριζαν όλη την αιωνιότητα χωρίς εσένα

εγώ θα προτιμούσα μια μικρή στιγμή πλάι σου.

Θα θυμάμαι πάντα που μ’ αγκάλιαζες και μ’ έριχνες πάνω

απ’ το τρυφερό σου στόμα

κι ο έρωτάς μας βούιζε σαν τα πανιά ενός μεγάλου καραβιού.

 

Α! ναι, ξέχασα να σου πως πως τα στάχυα είναι χρυσά κι απέραντα

γιατί σ’ αγαπώ.

[…]

Κλείσε το σπίτι

δώσε σε μια γειτόνισσα το κλειδί

και προχώρα.

Εκεί που οι φαμίλιες μοιράζονται ένα ψωμί στα οκτώ

εκεί που κατρακυλάει ο μεγάλος ίσκιος των ντουφεκισμένων

σ’ όποιο μέρος της γης

σ’ όποια ώρα

εκεί που πολεμάνε και πεθαίνουν οι άνθρωποι για έναν καινούργιο

κόσμο.

Εκεί –

θα σε περιμένω.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!