Χριστούγεννα

Το σπήλαιον, Χριστέ, κυττώ
και γονατίζω κι ερωτώ,
γιατί και πριν στην φάτνη σου
να γεννηθείς ακόμα
κι ανθρώπου λάβεις σώμα,
όσοι φανήκαν άνθρωποι
γεννήθηκαν σ’ αχούρια
και σε παλάτια λαμπερά
τα ξέστρωτα γαϊδούρια;

Γιατί να κρύβεται, Χριστέ,
στου κόσμου τα φιλιά
φαρμακωμένος πόλεμος
και κιτρινιάρης φθόνος;
Γιατί και του προδρόμου σου
Σωκράτη την σπηλιά
οι σήμερον Σωκρατικοί
εκόπρισαν αφθόνως;

Γιατί, Χριστέ, στον κόσμο σου,
και πάντοτε και τώρα,
ίσα να μη μοιράζωνται
των αγαθών τα δώρα
κι άλλοι να τρώνε κάπονες
πεντέμισι λιτρών
κι άλλοι να βλέπουν χάσκοντες
εκείνους που τους τρων;

Κι άλλα πολλά ρωτήματα
ποθώ, Χριστέ, να κάνω,
μα κι εκ της γης καμιά φωνή,
αλλ’ ούτε κι από πάνω.
Και τραγουδώ μ’ εληάς κλαδί
στο βογγητό του πόνου:
Χριστούγεννα, πρωτόγεννα,
πρώτη γιορτή του χρόνου!

Εις των αλόγων άλλοτε
την φάτνην εγεννήθη
Μεσσίας λογικώτατος,
τυφλά φωτίσας πλήθη,
στη φάτνην δε των λογικών
που λέγεται Βουλή,
Μεσσίαι δίχως λογικά
γεννήθηκαν πολλοί!

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!