Αρχική στήλες με όχημα την ποίηση Με όχημα την ποίηση: Χοσέ Μαρτί (1853-1895)

Με όχημα την ποίηση: Χοσέ Μαρτί (1853-1895)

Δίψα Ομορφιάς

Μονάχος είμαι: φίλος φτάνει ο στίχος,
Όπως στης φουντωμένης περιστέρας
Το κάλεσμα τρέχει γοργά το ταίρι.
Κι όπως απ’ τα ψηλά βουνά την άνοιξη
Σε πλούσια ρυάκια από γκρεμούς και χούνες
Τα λιωμένα κατρακυλάνε χιόνια,
Έτσι απ’ τα πλακωμένα σωθικά μου,
Βάλσαμο-αγάπη, αχορτασιά επουράνια,
Για επουράνια ομορφιά σα χιόνια λιώνουν.
Έτσι απ’ τον ουρανό, πάνω απ’ την πλάση,
Καθώς αν τ’άστρα, της σιωπής νυφούλες,
Χύναν το αβρό τους φως για να μυρώσουν
Με παρθένα ψυχή τη ματωμένη
Τη θλιμμένη ανθρωπότητα – κι απ’ τ’ άνθη
Τ’αόριστο άρωμα έτσι δα σκορπιέται.

Δώστε το μέγα και το τέλειο: δώστε μου
Του Μικελάντζελο ένα σκίτσο: ένα σπαθί
Με λαβή του Τσελίνι, πιο όμορφη
Κι απ’ τις ανάερες φιλντισένιες στέγες
Που της Φύσης να μαστορεύει αρέσει.
Δώστε το έξοχο καύκαλο όπου κάψαν
Τον Παγκόσμιο Αμλέτο, τη θυελλώδη
Τρέλα του Μόρου: την Ινδιάνα
Μαιτρέσα που στην όχθη στο ποτάμι
Που του παλιού Τσιτσέν τα τείχη λούζει
Στον ίσκιο ενός πομπώδικου πλατάνου
Και των ίδιων της των μαλλιών, το σβέλτο
Και λουστρινένιο στέγνωνε κορμί της.
Το γαλανό ουρανό μου δώστε, τη γαλήνια,
Την άφατη, την ήρεμη, την αιώνια
Του μάρμαρου ψυχή που έχει στο Λούβρο
H Μήλο, ανθό κι αφρό της, χαρισμένα.

Κούπα με φτερούγες

Μια κούπα με φτερούγες, ποιoς την είδε
Πριν από εμέ; Την είδα που ανηφόριζε
Με μεγαλείο αργό σαν όποιον χύνει
Λάδι αγιασμένο στις γλυκές της άκρες
Πίεζα τα χείλια μου που αγάλλονταν.
Ούτε μια στάλα ούτε μια στάλα μόνη
Δεν έχασα απ’ το νέκταρ των φιλιών σου!
Το κεφάλι με τα μαλλιά τα μαύρα
Το θυμάσαι; σου χάιδευα έτσι που
Τα γενναιόδωρα χείλια σου από μένα
Δεν ξεκολλούσαν. Άσπρη σαν το φίλημα
Που μέσα σου με διάχυνε ήταν γύρω
Η φίνα ατμόσφαιρα. Τη ζωή μου ακέρια
Στην αγκάλη σου ένιωθα ν’ αγκαλιάζω!
Τον κόσμο χάνω απ’ τα μάτια, τους θορύβους του,
Τη ζηλιάρα και βάρβαρή του αμάχη!
Στους αιθέρες ανέβαινε μια κούπα
Κι εγώ σε μπράτσα αόρατα φερμένος
Πιασμένος απ’ τις γλυκιές της άκρες
Στο διάστημα το γαλανό υψωνόμουν.

Ω αγάπη, ω μέγα, ω τέλειε καλλιτέχνη!
Ρόδα απ’ τη λάμα ο σιδεράς σκαρώνει
Έναν αετό ή ανθό ή γυναίκα ή άγγελο
Στο μάλαμα σμιλεύει ο χρυσικός
Μα μόνο, μόνο εσύ ξέρεις τον τρόπο
Να μικραίνεις σ’ ένα φιλί το σύμπαν.

Μετάφραση: Ηλίας Ματθαίου

Σχόλια

Exit mobile version