Αρχική στήλες με όχημα την ποίηση Με όχημα την ποίηση: Χόρχε Λουΐς Μπόρχες (1899-1986)

Με όχημα την ποίηση: Χόρχε Λουΐς Μπόρχες (1899-1986)

Η Κυκλική Νύχτα

Στη Συλβίνα Μπούλριτς

Το ξέραν οι διακαείς μαθητές του Πυθαγόρα:
Τ’ αστέρια και οι άνθρωποι γυρίζουν σ’ ένα κύκλο
Τα μοιραία άτομα και μόρια θα ξαναφέρουν πίσω
Τη χρυσή Αφροδίτη, τους Θηβαίους και τις αγορές.

Σε μελλοντικούς καιρούς, ο κένταυρος θα πατήσει
Με στέρια αδιχάλωτη οπλή, του Λάπιθου το στήθος
Όταν η Ρώμη θα είναι σκόνη, ο Μινώταυρος θα μουγκρίσει
Ξανά, στ’ ατέλιωτο σκοτάδι του βρωμερού παλατιού του.

Κάθε άγρυπνη νύχτα θα έρθει ξανά μ’ απίστευτη
Λεπτομέρεια. Αυτό το χέρι που γράφει,
πάλι θα γεννηθεί από τον ίδιο
Κόλπο και πικρόχολες στρατιές
θα επινοήσουν το χαμό τους.
(Ο φιλόλογος Νίτσε αυτό ακριβώς εννοούσε.)

Δεν ξέρω αν θα ξανάρθουμε σ’ έναν ακόμα
Κύκλο, σαν αριθμοί σ’ επαναλαμβανόμενο κλάσμα
Αυτό που ξέρω όμως είναι
πως μια αόριστη Πυθαγόρεια περιστροφή
Βράδυ παρά βράδυ μ’ αφήνει σε κάποιο μέρος

Στα περίχωρα του κόσμου. Ένα μακρινό σημείο
Που θα μπορούσε να είναι βορράς ή ανατολή ή δύση,
Μα πάντα μ’ αυτά τα πράγματα
– ένα ερειπωμένο μονοπάτι
Ένας θαυματουργός τοίχος, μια συκιά που δίνει ίσκιο.

Αυτό, εδώ, είναι το Μπουένος Άιρες.
Ο χρόνος που φέρνει
Στους ανθρώπους χρήματα ή αγάπη,
τώρα πιά μου αφήνει
Τούτο το μαραμένο τριαντάφυλλο,
κι αυτή η άδεια ιχνογραφία
Δρόμων μ’ονόματα από το παρελθόν που έρχονται

Μέσα από το ίδιο μου το αίμα:
Λαπρίδα, Καμπρέρα, Σουάρεθ…
Ονόματα που μέσα τους ηχούν σάλπιγγες κρυφές,
Οι δημοκρατίες, τ’ άλογα και τα πρωινά,
Δοξασμένες νίκες και νεκροί στρατιώτες.

Ερειπωμένες πλατείες τη νύχτα
Είναι οι τεράστιες αυλές ενός ραγισμένου παλατιού,
Κι οι μονόπλευροι δρόμοι που υπονοούν το χώρο.
Είναι διάδρομοι ονείρων κι ακατανόμαστων φόβων.

Ξαναγυρίζει το κοίλο σκοτάδι του Αναξαγόρα
Στην ανθρώπινή μου σάρκα,
η αιωνιότητα, συνέχεια ξαναγυρίζει,
Κι ένα ατέλειωτο ποίημα,
στη θύμηση που γράφεται ακό  μα…
«Το ξέραν οι διακαείς μαθητές του Πυθαγόρα…»

Μετάφραση: Λάμπρος Καμπερίδης

Σχόλια

Exit mobile version