Αρχική εκτός κατηγορίας Με όχημα την ποίηση: Άγγελος Σικελιανός (1884-1951)

Με όχημα την ποίηση: Άγγελος Σικελιανός (1884-1951)

Ο Χαιρετισμός

Ολονυχτίς θα να σου σειώ, Καλέ μου, το μαντήλι,
Ως που να ιδώ στα πέλαγα τον ήλιο ν’ανατείλει!

Ολονυχτίς θα τα βαστώ τα μάτια μου ανοιγμένα,
Ως να διαβείς της πίκρας σου τον κάβο, αναπαμένα.

Καθώς αγγίζει αυγερινός, φλόγ’ άφθαρτη, το κύμα,
Θα σου φωτά η αγρύπνια μου του καραβιού την πρύμα.

Βουβόν αδιάκοπο φτερό, θωρακιστό άγιο θάρρος,
Τριγύρ’ απ’ το κατάρτι σου, θ’ακολουθάω, σα γλάρος!

Όσ’ έχει αστέρια ο ουρανός, σ’αστροφεγγιά ανοιγμένα,
Χιλιάδες μάτια ακοίμητα, θα ν’αγρυπνούν μ’εμένα.

Στο κλάμμα το αξεδιάλυτο, που ακούς κρυφά μαζί σου,
Σα μια ψιχάλα σιγανή, στα πλάτη της αβύσσου,

Στο μυστικό μουρμουρητό που μύρια χείλια κάνουν
Μιαν αξεχώριστην ευκή, καυτά, να σε προκάνουν,

Μες στην αχώ που πνίγεται κι ο σάλος των κυμάτων,
Σαν όμοιον αίμα, απ’ το λαιμό πηδώντας των θυμάτων

Ξεσπά ο λυγμός, μην ξιπαστείς, στο γέλιο οπού πηγαίο
Απ’ το δεμένο Ιόνιο, στο ατιμασμένο Αιγαίο,

Γέλιο πλατιόν, οπού η ψυχή θεϊκά χορτάτη, ακούει
Τις θύρες του ήχου αθάνατου, καθημερινά να κρούει,

Φωνή στο χάος αλάθευτη, προφητικό μεθύσι,
Μαγιού βροντή απ’ τα στέρνα μου κυλώντας, θέλει αχήσει!

Κύμα Απολλώνειο, μυστική γιομάτον ευφροσύνη,
Απ’ τα κρυφά της Κόλασης, ν’αστράφτει δικαιοσύνη!

Να σπαρταράει, στα δύχτια του τ’αθάνατα πιασμένο,
Το μάταιο, το λιγόχαρο στοιχειό, το κολασμένο!

Με τον παλμό της αστραπής, στ’ άσπρο του φως, να γράφει
Τ’ άθλιο κοπάδι, που μασσά με δόντια από χρυσάφι!

Με τον παλμό της αστραπής, λαμπρήν ανάβρα αιφνίδια,
Της ψεύτρας δύναμης, θεϊκά να φέγγει τα παιχνίδια.

Ολονυχτίς θα να σου σειώ, Καλέ μου, το μαντήλι
Ως που να ιδώ στα κύματα, τον ήλιο, ν’ανατείλει!

Ολονυχτίς θα τα βαστώ, τα μάτια μου ανοιγμένα
Ως να διαβείς, του πάθους σου τον κάβο, αναπαμένα!

Άκουσε, ρέμμα απανωτό, γυμνώ ψυχώνε πλήθος.
Κύμα φουσκώνει, αθάνατο, η Ελλάδα σου, ένα στήθος!

Στο μυθικό ταξίδι σου, στον πιο σκληρό σου αγώνα,
Στην πρύμνα, να, του καραβιού, η Ελλάδα σου, Γοργόνα!

Βαρειά ειν’ η πρύμνα, που ποτέ δεν είχεν αποστάσει
Μ’ από την πλώρα, στο μικρό βαθιά το εικονοστάσι,

Η Μάνα Θεού, που στ’ άβαθια σαν εχανόσουν σκότη,
Σου φύσηξ’ απ’ το σπλάχνο της, την ίδια της τη νιότη,

Με τη θωριά πεντάχλωμη, στο κρεμαστό καντήλι,
Κάτου απ’ το μέγα μέτωπο, που σκέπει το μαντήλι,

Στην άβυσσο του πόνου της, που στοίχειωσε άγια Χάρη,
Αργομετράει, αγέλαστη, του γυρισμού το αχνάρι!

Σχόλια

Exit mobile version