Για δεύτερη χρονιά διεξάχθηκε διαδικτυακά, λόγω πανδημίας, το 34ο Πανόραμα Ευρωπαϊκού Κινηματογράφου, με 13 ταινίες νέων σκηνοθετών στο Διαγωνιστικό και πλούσια αφιερώματα στον Σταύρο Τσιώλη και στα «Κακά κορίτσια του φιλμ νουάρ», ενώ στις Ειδικές Προβολές ξεχώρισαν σημαντικές ξένες παραγωγές, με γυρίσματα στην Ελλάδα. Οι βραβεύσεις φέτος χαρακτηρίστηκαν από γυναικείο άρωμα, αναδεικνύοντας γυναίκες σκηνοθέτριες, αλλά και θεματικές για το ρόλο της σύγχρονης γυναίκας.
Από τις τέσσερις ελληνόφωνες ταινίες του Διαγωνιστικού, το Βραβείο Ελληνικής Ταινίας κέρδισε η ταινία «Patchwork», του Κύπριου Πέτρου Χαραλάμπους, ψυχολογική σπουδή μιας γυναίκας που είναι ταυτόχρονα λαβωμένη κόρη, αλλά και μητέρα σε σύγχυση. Η Χαρά (Αγγελική Παπούλια), εργαζόμενη μητέρα μονίμως αγχωμένη και νευρική, ασφυκτιά στο γάμο της με έναν γλυκομίλητο και συμπονετικό σύζυγο, που αδυνατεί να την αφουγκραστεί και την πιέζει για δεύτερο παιδί. Στο εργασιακό της περιβάλλον γίνεται φίλη με την προϊσταμένη της Κρίστη (Στέλλα Φυρογένη), ενώ ταυτόχρονα γνωρίζεται με την Μελίνα, έφηβη κόρη ενός καινούργιου συνεργάτη, που μόλις μετακόμισε στην Κύπρο. Η λιγομίλητη Μελίνα, σε ξένο τόπο και δίχως φίλους, τραβάει την προσοχή της Χαράς, εξαιτίας μιας χειροποίητης τσάντας πάτσγουορκ, που της θυμίζει τη μητέρα της, που κατείχε αυτή την τέχνη. Μεταξύ υπερβολής και εμμονής, η Χαρά προβάλλει στην έφηβη τα δικά της ζητήματα, πεπεισμένη πως και η Μελίνα αντιμετωπίζει προβλήματα με τη δική της μητέρα.
Εύστοχα ο τίτλος της ταινίας υποδηλώνει τον πυρήνα της πλοκής. Τα πάτσγουορκ ταυτίζονται με τη μητρική ανάμνηση, όσο και με τη μητρική εγκατάλειψη, που βίωσε η Χαρά ως παιδί. Αυτή η πολύχρωμη τεχνική τραβάει σαν μαγνήτης τη Χαρά προς την Μελίνα, αναδύοντας σε μια περίοδο έντασης το απωθημένο τραύμα. Αναπτύσσει ψυχαναγκασμούς, νευρώσεις, εμμονές και ερωτική ψυχρότητα, με λυτρωτική διέξοδο το πάτσγουορκ και την όμορφη έφηβη, ενώ αμφιταλαντεύεται για τη δική της μητρική επάρκεια, νοιώθοντας ότι ακολουθεί την πορεία της μητέρας της.
Η δυνατή ερμηνεία της Παπούλια υποστηρίζει στο έπακρο την εσωστρέφεια και τη δυσφορία του χαρακτήρα, μέσα από μικρές κινήσεις που υποδηλώνουν χαμηλή αυτοπεποίθηση -η κίνηση να τρώει τα νύχια της ή το χαμηλωμένο βλέμμα- ενώ το αίσθημα ασφυξίας μεταφέρεται με το ξέσπασμα σε λυγμούς, μπροστά στα κύματα. Κατασκευάζοντας στέρεα τα ψυχολογικά διλήμματα της πρωταγωνίστριας η ταινία καταφέρνει με ζηλευτή ισορροπία να αποτυπώσει τον πολύπλοκο και απαιτητικό ρόλο μιας εργαζόμενης γυναίκας και μητέρας, στο μεταίχμιο ψυχολογικής κατάρρευσης, αμφισβητώντας καθιερωμένα πρότυπα. Ενδεικτικός ο διάλογος στο αμάξι, μεταξύ Χαράς και Κρίστης, ενώ ακούγεται το τραγούδι της Πάττι Σμιθ «Lo and Beholden», σε κρίσιμο ερώτημα με ανταπάντηση φράση-κλειδί της ταινίας.
Το Βραβείο Διεθνούς Ένωσης Κριτικών Κινηματογράφου (FIPRESCI) κέρδισε η γαλλική ταινία «Ma nuit», πρώτη σκηνοθετική δουλειά της Αντουανέτ Μπουλά.
Ανήμερα των γενεθλίων τής εδώ και πέντε χρόνια χαμένης αδερφής της, η 18χρονη Μαριόν (Λου Λαμπρός), προκειμένου να αποφύγει τον περίεργο εορτασμό που έχει καθιερώσει η απαρηγόρητη μητέρα της, συναντάται με τις φίλες της. Φωτογραφίζονται όλες μαζί, ονειροπολούν και χαζολογούν στους δρόμους του Παρισιού, για να καταλήξουν σε ένα πάρτι, όπου μεθούν και χτυπιούνται στο σκληρό ρυθμό του τέκνο. Απογοητευμένη που η κολλητή της την παράτησε για ένα αγόρι, η Μαριόν φεύγει μοναχή μέσα στην νύχτα. Στο δρόμο την προλαβαίνει ο νεαρός Αλέξ (Τομ Μερσιέ), από το πάρτι, θέλοντας να την συνοδεύσει. Παρά τους αρχικούς δισταγμούς, η Μαριόν κολακεύεται από τον ευγενικό νεαρό. Περπατώντας στα έρημα νυχτερινά παριζιάνικα σοκάκια, οι δυο νέοι ανταλλάσσουν υπαρξιακές και οικολογικές ανησυχίες για ένα δυσοίωνο μέλλον, που «δεν είναι πλέον μακρινό βουητό…», ενώ τολμούν να οραματιστούν «την έξοδο από τη φυλακή», αφού «το όνειρο ή η ελευθερία, είναι το αίσθημα του να μην φοβάσαι». Αν η ελευθερία κατακτάται με την υπερνίκηση των φόβων, τότε η ελπίδα βρίσκεται στον έρωτα, ειδικά όταν «το αύριο είναι σήμερα».
Η εκπληκτική ικανότητα της σκηνοθέτριας να σκιαγραφήσει το χαρακτήρα μιας νεαρής κοπέλας, παγιδευμένης στη θλίψη, λόγω της τραγικής απώλειας της αδερφής της, εξελίσσεται παράλληλα με το ανάγλυφο πορτρέτο της σύγχρονης νεολαίας, που επιδιώκει την αναγνώριση της μοναδικότητάς της. Η ρευστή κάμερα μεταξύ ρεαλισμού και ντοκιμαντέρ γλιστρά από τα νεανικά πρόσωπα σε μια απρόβλεπτη σκληρή πραγματικότητα, ενώ το νυχτερινό Παρίσι απεικονίζεται με την ίδια εφηβική οικειότητα, με την οποία εξορμούν και οι ατρόμητοι -έτοιμοι για όλα- νέοι. Η ταινία μάς χορεύει στο ρυθμό των σοφών απαντήσεων και των χαμόγελων, αλλά και της καλοσύνης των αγνώστων, που μπορεί να βρεθούν κοντά μας, στη μαγική στιγμή μιας θερινής βραδιάς.
Επίκαιρα όσο πότε τα διδάγματα της νουβέλ βαγκ και του σινεμά βεριτέ βαστούν ακόμα τη δύναμη να αιχμαλωτίσουν μια σύγχρονη και τελικά διαχρονική ιστορία μιας μαγικής συνάντησης, ανάμεσα σε ένα αγόρι και ένα κορίτσι, στη διάρκεια μιας νύχτας.
Το «Sisterhood» (Κολλητές/Βόρεια Μακεδονία), πρώτη ταινία της 31χρονης Ντίνα Ντούμα που απέσπασε το Βραβείο της «Επιτροπής Αθηνοράματος», αναφέρεται στη διαπόμπευσης εφήβων από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, με τραγικές συνέπειες.
Σε κάποια επαρχιακή πόλη, δυο έφηβες, η συνεσταλμένη και παθητική Μάγια και η τολμηρή χειριστική Γιάννα, βιάζονται να ενηλικιωθούν, κυκλοφορώντας με καυτά μίνι και καπνίζοντας στα κρυφά. Σ’ ένα πάρτι, η Γιάννα πιέζει την Μάγια να ξεμοναχιάσει ένα συμμαθητή της, γνωρίζοντας ότι αρέσει και σε μια άλλη συμμαθήτρια. Η Γιάννα, μαζί με την Μάγια, δημοσιεύει τελικά ένα βίντεο που «καίει» την αντίπαλο, η οποία απουσιάζει από το μάθημα την επομένη. Στην τάξη κυκλοφορούν κακεντρεχή σχόλια, αλλά λίγες μέρες αργότερα όλοι παγώνουν στην είδηση πως η συμμαθήτριά τους είναι επίσημα αγνοούμενη. Η Γιάννα υιοθετεί το τεθλιμμένο προσωπείο του περίγυρου, επιβάλλοντας πέπλο σιωπής στην Μάγια, που ανήμπορη να αντισταθεί, απομακρύνεται από αυτήν και βυθίζεται γεμάτη ενοχές στην απελπισία.
Ανταγωνισμός, ζήλεια, βία, το θέμα της κυριαρχίας και της υποταγής αναδεικνύονται σε μια νεανική ταινία που αγγίζει το θρίλερ, θίγοντας το ρόλο των κυρίαρχων προτύπων και τη διάβρωση των εφήβων από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, ενώ στηλιτεύεται η υποκρισία και η απενοχοποίηση. Αρχικά αναπτύσσεται η παθητικότητα της Μάγια, μέσα από λεπτομέρειες της οικογενειακής της κατάστασης, δίχως να τεκμηριώνεται όμως η σκληρότητα της Γιάννα. Ωστόσο, καταφέρνει να εκμαιεύσει πολύ καλές ερμηνείες και μεταφέρει πετυχημένα τόσο τη θλίψη που κατακλύζει την οικογένεια της αγνοούμενης, μέσα από τη σπαρακτική σκηνή του αγαπημένου της σκύλου που την περιμένει στη βροχή, όσο και το αίσθημα ασφυξίας της Μάγια, στα πλάνα στην πισίνα.
Η μάχη των φύλων συναντά την αμηχανία και τη βιασύνη του άγουρου ερωτισμού. Μακριά από συμπόνια και αλληλεγγύη, ο πιο άκαρδος στέφεται νικητής, συνθλίβοντας παραδειγματικά τον άλλον. Η διεκδίκηση της σεξουαλικότητας αποστασιοποιείται από την επικοινωνία μέσα από την ηδονή, για να διαστρεβλωθεί σε πράξη βίας και ανελέητου εξευτελισμού. Η διεκδικητική αρρενωπότητα επιβραβεύεται με ιαχές, σε αντίθεση με την υποταγμένη γυναικεία υπόσταση, που οφείλει να σκανδαλίζει και να προκαλεί, ανοίγοντας δρόμο για εκβιασμούς, εκμετάλλευση και κακοποιητικές συμπεριφορές. Κοινό μυστικό παραμένει η σιωπή, γνωστή τιμωρία η διαπόμπευση. Μέσα από μια απλή και με αρκετά κλισέ δραματική ιστορία εφηβικού διασυρμού, η σκηνοθέτρια αποκαλύπτει μια βάναυση, ανελέητη και υποκριτική νεολαία που έχει χάσει κάθε αθωότητα, υιοθετώντας συμπεριφορές που θυμίζουν περισσότερο σκληρούς κώδικες φυλακισμένων.
* Η Ιφιγένεια Καλαντζή είναι θεωρητικός-κριτικός κινηματογράφου, [email protected]