Μια αληθινή ιστορία επέλεξε στη νέα ταινία του «Το 47», ο 44χρονος Μαρσέλ Μπαρένα, με έναν οδηγό λεωφορείου, που στα 1978, μετά από πολύμηνους αγώνες να πείσει τις δημοτικές αρχές να φέρουν αστική συγκοινωνία ως τις κακοτράχαλες περιοχές των προαστίων της Βαρκελώνης όπου διέμενε, αποφάσισε να κάνει λεωφοροπειρατεία, ως ύστατο μέτρο πίεσης για να εισακουστεί.

Δημιουργώντας ταινίες που αναδεικνύουν σύγχρονους ήρωες, βγαλμένους από τα σπλάχνα της εργατικής τάξης, ο σκηνοθέτης επενδύει στη συναρπαστική ερμηνεία του Εδουάρδ Φερνάντες, μετά το «Mediterraneo: Ο Νόμος της Θάλασσας» (2021) και τον μεταμορφώνει στον Μανόλο Βιτάλ, αφανή ήρωα που μετέτρεψε έναν τοπικό αγώνα για αξιοπρεπή διαβίωση, σε μείζον ζήτημα πολιτικής ανυπακοής. Γνήσιο κοινωνικό σινεμά, που αναδεικνύει τους λαϊκούς αγώνες, στα χνάρια του κοινωνικού ρεαλισμού του Κεν Λόουτς, θυμίζοντας και το μελοδραματικότερο ισπανικό «Στα άκρα» (2023/Χουάν Ντιέγκο Μπότο), για τις μαζικές εξώσεις.

Ξεκινώντας το 1958, γίνεται αναφορά στο κύμα της μεγάλης εσωτερικής μετανάστευσης 1950-1960, όταν οι ηττημένοι αντιφασίστες αγρότες, των περιοχών που υποστήριξαν τη Δημοκρατική Κυβέρνηση κατά τον Ισπανικό Εμφύλιο, εκτοπίστηκαν άγρια από τους φαλαγγίτες που υφάρπαξαν τη γη τους, μετά το πραξικόπημα του Φράνκο. Αναζητώντας επιβίωση, χιλιάδες αγρότες από τις φτωχότερες περιοχές της Εστρεμαδούρα και της Ανδαλουσίας μετακινήθηκαν προς τις βιομηχανοποιημένες περιοχές, σε Μαδρίτη, Χώρα των Βάσκων και Καταλονία, αποτελώντας το νέο υποπρολεταριάτο. Χτίζοντας παραγκουπόλεις, πριν διαμορφώσουν τις νέες οικιστικές περιοχές που ονομάστηκαν προάστια, όπως η συνοικία της ταινίας του Τόρρε Μπαρό της Βαρκελώνης, από την παλιότερη ονομασία «Πύργος του Βαρόνου», όπου στεγάστηκαν οι «κόκκινοι» μετανάστες. Ο νόμος όριζε ότι αν στην ανατολή του ήλιου μια κατασκευή δεν είχε στέγη, την κατεδάφιζαν ως αυθαίρετη. Μετά από ένα τολμηρό χρονικό άλμα μιας εικοσαετίας, η ταινία διαδραματίζεται στο 1978, περίοδο του εκδημοκρατισμού που ακολούθησε τον θάνατο του Φράνκο το 1975, πριν την μεγάλη αστικοποίηση της Βαρκελώνης και τη ραγδαία οικονομική ανάπτυξη, με την είσοδο της Ισπανίας στην ΕΟΚ το 1986.

Προκειμένου να αντισταθούν αποτελεσματικά στους άδικους φρανκικούς νόμους, οι μετανάστες του Τόρρε Μπαρό συνασπίζονται, με επικεφαλής τον Μανόλο, και αποφασίζουν να χτίζουν όλοι μαζί ένα σπίτι ολονυχτίς, για να προλάβουν τη στέγη ως την ανατολή. Είκοσι χρόνια μετά, το 1978, ο σχεδόν 60χρονος πλέον Μανόλο (Εδουάρδ Φερνάντες), οδηγός λεωφορείου της γραμμής 47 στη Βαρκελώνη, παντρεμένος με την καλοσυνάτη πρώην καλόγρια Κάρμεν (Κλάρα Σεγούρα), η οποία του έμαθε καταλανικά, διαμένει ακόμα στον οικισμό που έχτισαν εκεί, μαζί με την έφηβη κόρη του Ζοάνα (Σόε Μποναφόντε). Στα χρόνια που πέρασαν κατάφεραν να διαμορφώσουν το Τόρρε Μπαρό ως βιώσιμο μακρινό προάστιο, που ακόμα πλήττεται από συχνές διακοπές ρεύματος. Ανήσυχο πνεύμα που τρέχει για τα κοινά, ο Μανόλο υποστηρίζει ότι μπορεί να φτάνει μέχρι εκεί και το λεωφορείο, κινώντας γη και ουρανό για να τα καταφέρει.

Ο Μανόλο αυτοσυστήνεται πολύ συχνά, ανακαλώντας την αντιστασιακή κράση του πρωταγωνιστή στο «Εγώ, ο Ντάνιελ Μπλέηκ» (2016/Κεν Λόουτς). Εκφραστής και εκπρόσωπος της κοινής λαϊκής θέλησης χαίρει τον σεβασμό όλων, με μοναδικό ψεγάδι την οξυθυμία του, με την Κάρμεν να τον συγκρατεί μόλις φουντώνει. Αρχικά απεικονίζεται αγνοώντας πώς θα διεκδικήσει τα αιτήματά του, στη συνέχεια καταγράφεται η βελτίωσή του, στις απανωτές σκηνές συναντήσεων με διάφορους παράγοντες, με κορύφωση τους φλογερούς πολιτικούς «μονόλογούς» του.

Αδικία και στεναχώρια στις σκηνές του γκρεμίσματος από την φρανκική αστυνομία μεταφέρονται με τα κοντινά στα δακρυσμένα πρόσωπα των κατάκοπων μεταναστών, αλλά και στα βλέμματα των μικρών παιδιών τους. Μετά την απόφαση να αλληλοβοηθηθούν, οι μετανάστες κινηματογραφούνται όλοι μαζί, στο ίδιο μετωπικό πλάνο, ενωμένοι σαν μια γροθιά, ανακαλώντας τον εμβληματικό πίνακα «Η τέταρτη τάξη», του νέο-ιμπρεσιονιστή Τζουζέπε Πελίτσα ντα Βολπέντο, που άνοιγε την ταινία «1900» (1976/Μπερτολούτσι).

Πολλά κοντινά πλάνα επιλέγονται όταν ο Μανόλο αναπτύσσει φλογερά επιχειρήματα, προβάροντας την ομιλία του στην άδεια αίθουσα του δημοτικού συμβουλίου, καταλήγοντας «η αξιοπρέπεια δεν είναι κάτι αφηρημένο, αλλά είναι ο αγώνας για νερό, ηλεκτρικό, ταχυδρομείο, ιατρική περίθαλψη και εκπαίδευση». Αργότερα, όταν φτάνει το λεωφορείο στο Τόρρε Μπαρό, μετατρέπεται σε γνήσιο λαϊκό ήρωα, ανάμεσα σε χειροκροτήματα και μουσικές παράτες, παραδίνοντας απλά μαθήματα πολιτικής ανυπακοής, ενάντια σε κάθε μορφή εξουσίας. Μέσα από κοντινά πάλι αναδεικνύεται η αντιστασιακή στάση του, στην κατάθεσή του στη δίκη «οδήγησα το λεωφορείο 47 από την πλατεία Καταλούνια ως το Τόρρε Μπαρό. Εσείς το ονομάζετε λεωφορειοπειραετεία, εγώ το λέω ανάγκη».

Δίνοντας έμφαση στη χειρωνακτική εργασία του χτισίματος, καταγράφεται το κουβάλημα βαριών σάκων με τσιμέντο ή αλεύρι, επειδή τα φορτηγά δυσκολεύονται να ανέβουν στενούς χωματόδρομους. Αντίστοιχα, όταν ο Μανόλο ξεκινάει πρωί για δουλειά, κατηφορίζει σε διαδοχικά πλάνα, στενά σκαλάκια και σκάλες, μέχρι να φτάσει στο χωματόδρομο, συνεχίζοντας με τα πόδια μέχρι την πόλη, διαδρομή που αντίστροφα ανεβαίνει, στην επιστροφή. Χαρακτηριστική και η σκηνή της τοπικής συνέλευσης των κατοίκων, όπουκαταγράφονται τα μόνιμα καθημερινά προβλήματα.

Είναι σπάνιο σε ισπανική ταινία η αναφορά στην ακόμα κραταιή μοναρχία. Στην κουβέντα του δημοτικού υπάλληλου στον οποίο ο Μανόλο εκθέτει το πρόβλημα, πως έχουν δημοκρατία και τα πράγματα δεν είναι άσπρα ή μαύρα, ο Μανόλο υπενθυμίζει πως «τον Δήμαρχο τον έβαλε ο βασιλιάς» και εναντιώνεται σε κάθε συμβιβασμό με τους φασίστες, ενώ λυπάται όταν χάνει το ρολόι του, το μοναδικό περιουσιακό στοιχείο που του άφησε ο πατέρας του, τον οποίο οι φαλαγγίτες τουφέκισαν μπροστά του, το 1936.

Η λαϊκότητα της γειτονιάς του Τόρρε Μπαρό θυμίζει τα φτωχά χωριά της ορεινής Σικελίας των Ταβιάνι. Η πετυχημένη αναπαράσταση της εποχής δεν περιορίζεται στα ρούχα και στα αυτοκίνητα, αλλά εισάγει αυθεντικές εικόνες της Βαρκελώνης στα τέλη του ’70, μέσα από επεξεργασμένα παλιά φιλμάκια, που διαφαίνονται από τα παράθυρα του λεωφορείου του Μανόλο.

Η πρωτότυπη μουσική του Αρνάου Μπαταλέρ υποστηρίζει διακριτικά τα συναισθήματα για το κοινό περί δικαίου αίσθημα των πολιτών, όταν γκρεμίζουν τις παράγκες τους και όταν πανηγυρίζουν διεκδικώντας αξιοπρεπή ζωή. Πότε κιθάρα ή βιολί εντείνουν τη θλίψη, πότε σε πλήρη ανάπτυξη η ορχήστρα με τρομπέτα και χάλκινα πνευστά υποστηρίζει τις ομιλίες του Μανόλο, αγγίζοντας κοινωνική ανύψωση, όταν όλοι οι συμπολίτες συμπράττουν αλληλέγγυοι. Αντιθέτως, στη σκηνή σύλληψης του Μανόλο, η απουσία μουσικής, μαζί με αργή κίνηση, αναδεικνύει γενικευμένη παγωμάρα.

Ξεχωρίζει η χρήση γνωστών στους Ισπανούς αντιστασιακών τραγουδιών. Η ταινία ανοίγει με το απαγορευμένο «Anda Jaleo», σε στίχους Λόρκα και κλείνει στους τίτλους τέλους με το «El borde del mundo» (Βαλέρια Κάστρο), όπου εξυμνούνται όσοι αγωνίζονται για αξιοπρέπεια.

Τα όμορφα χορωδιακά χαρακτηρίζουν την ευαίσθητη Ζοάνα, που συμμετέχει στην τοπική χορωδία, τραγουδώντας το παραδοσιακό «Ροσινιόλ» (αηδόνι). Μόλις συνειδητοποιήσει την αδικία στο πετσί της, βλέποντας τη σύλληψη και την καταδίκη του πατέρα της, αποφασίζει να δράσει με το δικό της τρόπο, ακολουθώντας τα βήματά του. Στο τέλος, μόνη και δακρυσμένη πάνω στη σκηνή τραγουδάει το αντιστασιακό συμβολικό τραγούδι που απεικονίζεται να ακούει πάντα σε δίσκο ο Μανόλο «Gallo rojo, gallo negro» (Κοκόρι κόκκινο, κοκόρι μαύρο), (1963/Τσίτσο Σάντσεζ Φερλόσιο), προς τιμήν του άδικα φυλακισμένου πατέρα της, σε μια συνταρακτική σκηνή που συνοψίζει το πολιτικό απαύγασμα της ταινίας. Η προειδοποίηση των στίχων που εκφέρεται δυνατότερα από την Ζοάνα, σφραγίζεται με το βλέμμα της απευθείας στο φακό, μεταγγίζοντας το μήνυμα πολιτικής ανυπακοής και αντίστασης στη σύγχρονη κοινωνική συνθήκη. Πρέπει κανείς να διαλέγει πλευρά και όπως αναφέρει και στον φασίστα αστυνόμο ο Μανόλο «είτε είσαι με τους φαλαγγίτες ή με τους άλλους».

* H Ιφιγένεια Καλαντζή είναι θεωρητικός-κριτικός κινηματογράφου, ifigenia.kalantzi@gmail.com

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!