Η ομιλία της Μαρίας Μπόλαρη στην μεγάλη συγκέντρωση του Μετώπου Αλληλεγγύης και Ανατροπής στο Σπόρτινγκ.
Όλοι γνωρίζουμε ότι η περίοδος που βρίσκεται μπροστά μας είναι κρίσιμη, ότι η αντιμετώπισή της έχει ιστορικές διαστάσεις.
Το κοινό πρόγραμμα κυβέρνησης, Ε.Ε. και ΔΝΤ οδηγεί σε κοινωνική έρημο. Το εισόδημα των εργαζομένων και των λαϊκών μαζών έχει ήδη δεχθεί ένα μεγάλο χτύπημα με τις περικοπές στους μισθούς και την αύξηση των φόρων. Το δημόσιο ασφαλιστικό σύστημα ισοπεδώνεται ανοίγοντας το δρόμο για μια μαζική ιδιωτικοποίηση της ασφάλισης. Οι περικοπές στις κοινωνικές δαπάνες απειλούν τα νοσοκομεία και τα σχολεία με κατάρρευση. Η ανεργία εκτινάσσεται προς ιστορικό ρεκόρ. Ενώ η ελαστικοποίηση φτάνει στο κόκαλο των εργασιακών σχέσεων με την απειλή της πλήρους απελευθέρωσης των ομαδικών απολύσεων και της κατάργησης της ισχύος των συλλογικών συμβάσεων εργασίας. Ένα νέο κύμα ιδιωτικοποιήσεων έχει ήδη εξαγγελθεί.
Αυτή η επίθεση στα εργατικά και κοινωνικά δικαιώματα συνδυάζεται με μια πρωτοφανή επίδειξη ιμπεριαλιστικής επιβολής και ενός τεράστιου προβλήματος δημοκρατίας: Κρίσιμες αποφάσεις για τη ζωή όλων μας περνάνε πλέον στην αρμοδιότητα ντόπιων και διεθνών θεσμών, εμπειρογνωμόνων και στελεχών, που κανείς δεν εξέλεξε και κανείς δεν μπορεί να ελέγξει.
Το πρόγραμμα αυτό δεν διορθώνεται, δεν μεταρρυθμίζεται, δεν βελτιώνεται. Οφείλουμε να το ανατρέψουμε. Το ποτάμι των απεργών της 5ης Μάη, της μεγαλύτερης γενικής απεργίας μετά τη Μεταπολίτευση, η αντοχή του εργατικού κινήματος που αποδείχτηκε στις 20 Μάη, δείχνουν ότι η κοινωνία έχει το απαραίτητο δυναμικό γι’ αυτή την ανατροπή. Όμως ο αγώνας αυτός δεν περιορίζεται μόνο στην απεργία, τα καθήκοντα δεν πέφτουν μόνο στις πλάτες των συνδικάτων. Άλλωστε το προηγούμενο διάστημα αρνούνταν συστηματικά την οργάνωση της αντιπαράθεσης και την προετοιμασία της μάχης. Ο αγώνας για την ανατροπή του προγράμματος κυβέρνησης, Ε.Ε. και ΔΝΤ είναι πολιτικός αγώνας και η έκβασή του θα κριθεί και από το ρόλο της Αριστεράς.
Και σ’ αυτό το κρίσιμο σημείο όλοι γνωρίζουμε ότι υπάρχουν ελλείμματα και κενά. Σ’ αυτό το ζήτημα λογοδοτεί η ίδρυση του Μετώπου Αλληλεγγύης και Ανατροπής, σ’ αυτήν τη διαπίστωση βασίζεται η συμμετοχή της ΔΕΑ στο Μέτωπο.
Τέλος αυταπατών
Οι αποφάσεις της κορυφής της Ε.Ε. να διαθέσει νέους κολοσσιαίους πόρους για τη σωτηρία των τραπεζών, να βάλει το ΔΝΤ ως συνέταιρο σε όλα τα κρίσιμα θέματα της Ευρωζώνης την ώρα που απαιτεί από την εργατική τάξη και τους λαούς όλων των χωρών της Ευρώπης την υποταγή στα πιο σκληρά και παράλογα προγράμματα λιτότητας, είναι το τέλος μιας εποχής αυταπατών.
Στο όνομα της ΟΝΕ και του ευρώ ζήτησαν από τους εργάτες και τη νεολαία μεγάλες θυσίες, υποσχόμενοι μια εποχή ανάπτυξης και ευημερίας. Σήμερα απαιτούν ακόμα μεγαλύτερες θυσίες για να αντιμετωπίσουν τη δική τους κρίση, για να σώσουν τις τράπεζες, για να συνεχίσουν τις πολιτικές που οδήγησαν στη μεγαλύτερη κρίση μετά το 1929.
Η πολιτική που εξαγγέλθηκε στην 3η Πανελλαδική Συνδιάσκεψη του ΣΥΡΙΖΑ, η πολιτική που προσπαθεί να συνδέσει τα καθήκοντα της αντίστασης στην κυβερνητική πολιτική με την αντίσταση στο Σύμφωνο Σταθερότητας, με την καταγγελία της υποταγής στο Μάαστριχτ, έχει πλήρως επιβεβαιωθεί.
Μας γεμίζουν χαρά και αισιοδοξία οι αγώνες που σήμερα ξεσπούν στην Πορτογαλία, την Ισπανία, τη Ρουμανία, οι αγώνες που είναι ολοφάνερο ότι έρχονται σε όλη την Ευρώπη. Μ’ αυτή την Ευρώπη, την Ευρώπη των εργατών, την Ευρώπη των από κάτω, έχουμε κάθε λόγο να συνδεθούμε και να ενωθούμε.
Όμως για να μπορέσει η Αριστερά να συμβάλει σ’ αυτή την κατεύθυνση είναι απαραίτητο να ακούει και να αποδέχεται την οργή των απεργών, την οργή των διαδηλωτών ενάντια στην πολιτική της Ευρώπης των τραπεζιτών, της Ευρώπης των από πάνω, της Ευρώπης της Μέρκελ, του Σαρκοζί, του Θαπατέρο και του Γ. Παπανδρέου. Να ακούει και να αποδέχεται την οργή ενάντια στην πολιτική της υπαρκτής Ε.Ε.
Οι εξελίξεις των τελευταίων μηνών αποτελούν το τέλος κάθε γενικόλογου ευρωπαϊσμού, συμπεριλαμβανομένου του λεγόμενου «αριστερού ευρωπαϊσμού». Οι αποφάσεις της τελευταίας συνόδου κορυφής της Ε.Ε., η ευρωατλαντική προσπάθεια διαχείρισης της κρίσης με ένα πρωτοφανούς σκληρότητας αντεργατικό και αντικοινωνικό σχέδιο, υποχρεώνει τον καθένα να πάρει πιο συγκεκριμένη και ξεκάθαρη θέση.
Να απονομιμοποιήσουμε τη λογική του χρέους
Μέσα στην κρίση είναι αναπόφευκτο να ανοίξουν μεγάλες συζητήσεις, να τεθούν ζητήματα που αφορούν τη στρατηγική μας για την αλλαγή του κόσμου.
Ένα τέτοιο ζήτημα είναι το χρέος. Σήμερα η λεγόμενη εξυπηρέτηση του χρέους γίνεται το άλλοθι για την προώθηση των πιο σκληρών αντεργατικών και αντικοινωνικών μέτρων. Και μάλιστα χωρίς αποτέλεσμα αφού όλοι ομολογούν ότι παρά τις αιματηρές θυσίες των λαϊκών μαζών, η χρεοκοπία είναι σχεδόν προδιαγεγραμμένη για την Ελλάδα, για άλλες χώρες του ευρωπαϊκού Νότου, ακόμα και για μεγαλύτερες οικονομίες του κέντρου της Ε.Ε.
Είναι απολύτως απαραίτητο να απονομιμοποιήσουμε τη λογική του χρέους. Μας λένε ότι οφείλεται σε μια κάποια σπατάλη, σε κάποιον ευδαιμονισμό των πολιτών, στο ότι καταναλώναμε περισσότερα απ’ όσα παράγαμε. Είναι απόλυτα κυνικό ψέμα. Από το 1985, από την εποχή που η ΟΝΕ έγινε στρατηγική επιδίωξη της κυρίαρχης τάξης, οι εργαζόμενοι στη χώρα ζουν διαδοχικά προγράμματα λιτότητας και περικοπών και όχι προγράμματα αυξήσεων και παροχών.
Στην ίδια περίοδο μειώθηκε θεαματικά η φορολογία του κεφαλαίου. Εκτοξεύτηκε η φοροδιαφυγή και η φοροκλοπή, η εισφοροδιαφυγή και εισφοροκλοπή. Άνθισαν τα πιο παράδοξα προϊόντα νεοφιλελεύθερης κερδοσκοπίας, τα δομημένα, τα παράγωγα, τα στοιχήματα. Αυτοί οι παράγοντες οδήγησαν στην κατάρρευση τα δημόσια οικονομικά και τα ασφαλιστικά ταμεία, αυτοί εκτόξευσαν το χρέος στα ύψη.
Είναι λοιπόν απολύτως νόμιμο και θεμιτό, είναι απολύτως αναγκαίο, οι εργαζόμενοι και η Αριστερά να αποκηρύξουν το χρέος, να δηλώσουν ότι δεν προτίθενται να δεχθούν καμία θυσία για την επιβίωση των κερδοσκόπων, να φωνάξουν «Δεν πληρώνω!». Η διεκδίκηση της διαγραφής του χρέους -ανεξάρτητα από τις τεχνικές λύσεις με τις οποίες αυτή μπορεί να εξυπηρετηθεί- πρέπει να αναδειχτεί ως ένας μεγάλος στόχος.
Σ’ αυτήν τη συζήτηση δεν είμαστε μόνοι. Στη συνέχεια της κρίσης είναι πολύ πιθανό να εμφανιστούν τμήματα της κυρίαρχης τάξης που θα μιλήσουν για επαναδιαπραγμάτευση του χρέους. Η πολιτική μας δεν έχει τίποτα κοινό με τις διαθέσεις διάφορων Βγενόπουλων και Ανδριανόπουλων που ως στάση πληρωμών εννοούν στάση πληρωμών στους μισθούς, τις συντάξεις, τα νοσοκομεία και τα σχολεία.
Η μάχη ενάντια στο χρέος είναι άμεσα συνδεδεμένη με τη διεκδίκηση άλλων μεγάλων στόχων που στην παράδοση και τη θεωρία της Αριστεράς ονομάστηκαν μεταβατικά αιτήματα: με τη διεκδίκηση της επιστροφής στη φορολόγηση του κεφαλαίου με συντελεστή 45%, με τη διεκδίκηση της κρατικοποίησης των τραπεζών, με τη διεκδίκηση της διακοπής της τρέλας των εξοπλισμών, με τη διεκδίκηση δρακόντειων μέτρων ενάντια στη δραπέτευση κεφαλαίων, με τη διεκδίκηση να ανοίξουν τα βιβλία και οι λογαριασμοί του κράτους, των τραπεζών και των επιχειρήσεων σε δημόσιο έλεγχο κ.ά.
Πρόκειται για ζητήματα που αναδεικνύουν το ερώτημα «ποιος αποφασίζει;», που θέτουν τελικά το ερώτημα του ελέγχου και της εξουσίας.
Και είναι φυσιολογικό. Σε συνθήκες τόσο βαθιάς κρίσης η συζήτηση για την αλλαγή του κόσμου είναι αναπόφευκτη. Και η Αριστερά οφείλει να μπει θαρραλέα στη συζήτηση αυτή επαναφέροντας τις λαμπρότερες στρατηγικές παραδόσεις της: Να δηλώνει καθαρά ότι παλεύει για την ανατροπή αυτού του άδικου και σάπιου συστήματος, ότι απαιτεί να μπουν οι ανάγκες των ανθρώπων πάνω από τα κριτήρια του κέρδους, ότι διεκδικεί το σοσιαλισμό ως συνολική διέξοδο στην κρίση του καπιταλισμού.
Για τον ΣΥΡΙΖΑ και το Μέτωπο
Ένα κομβικό ζήτημα για την κατάληξη αυτής της μεγάλης μάχης είναι η ίδια η Αριστερά.
Στο ΣΥΡΙΖΑ κάναμε μια κατάκτηση. Αναδείξαμε την ενότητα στη δράση σα μέθοδο και εργαλείο για την κλιμάκωση της αντίστασης για την ενίσχυση των αγώνων. Αυτή την κατάκτηση οφείλουμε να την υπερασπίσουμε και να την επεκτείνουμε: Να αποδείξουμε και σε άλλα τμήματα της Αριστεράς ότι η διάσπαση των αγώνων, ο σεχταρισμός, δεν είναι απόδειξη πολιτικής καθαρότητας ούτε αποτελεσματικός δρόμος, είναι αντίθετα συνταγή για παθητικότητα, για μια στάση απολύτως κατώτερη των περιστάσεων.
Όμως τις τελευταίες εβδομάδες ακούσαμε και μέσα από το ΣΥΡΙΖΑ συκοφαντίες και απειλές.
Δηλώνουμε καθαρά:
– Το ενωτικό εγχείρημα της ριζοσπαστικής Αριστεράς δεν κινδυνεύει απ’ όσους σηκώνουν το ζήτημα της αναγκαίας αριστερής γραμμής. Κινδυνεύει αντίθετα απ’ όσους συνεχίζουν να ελπίζουν στο βάλτο της κεντροαριστεράς και απ’ όσους εξακολουθούν να αρνούνται να υπερασπίσουν το ΣΥΡΙΖΑ από ανάλογες προκλήσεις.
– Το ενωτικό εγχείρημα της ριζοσπαστικής Αριστεράς δεν κινδυνεύει από τις φωνές που προτείνουν προτεραιότητα στους αγώνες, στην κλιμάκωση της αντίστασης, στην προσπάθεια να εκφράσουμε πολιτικά την κοινωνία που ματώνει. Κινδυνεύει αντίθετα από τις αυταπάτες ότι η επικοινωνιακή τακτική είναι αριστερή πολιτική, από την προσήλωση στο ρεαλισμό και στις τάχα θετικές αντιπροτάσεις, από την υποταγή στο θεσμικό καθωσπρεπισμό.
– Το ενωτικό εγχείρημα της ριζοσπαστικής Αριστεράς δεν κινδυνεύει απ’ όσους απαιτούν τη δημοκρατική ανασυγκρότηση του ΣΥΡΙΖΑ. Κινδυνεύει αντίθετα απ’ όσους ανεξήγητα, συνεχίζουν να αντιστέκονται στην υλοποίηση των αποφάσεων, στη συγκρότηση των οργανώσεων του ΣΥΡΙΖΑ, στη συγκρότηση των ενωτικών επιτροπών αγώνα στις γειτονιές και στους χώρους δουλειάς.
Σ’ ό,τι μας αφορά πιστεύουμε βαθιά στην πολιτική της ενότητας στη δράση, στην πολιτική του ενιαίου μετώπου. Θα δώσουμε μέχρι τέλους τη μάχη για την ανασύνταξη του ΣΥΡΙΖΑ και την εκπλήρωση των διαθέσεων της συντριπτικής πλειοψηφίας του κόσμου που συσπειρώθηκε γύρω του.
Όμως ταυτόχρονα είμαστε απόλυτα πεισμένοι ότι αυτό μπορεί να γίνει μόνο με μια ριζοσπαστική στροφή στην πολιτική του.
– Για να ανταποκριθούμε στις ανάγκες του κόσμου που πάλεψε και θα παλέψει ενάντια στο πρόγραμμα της κυβέρνησης, της Ε.Ε. και του ΔΝΤ.
– Για να ανταποκριθούμε στην προσμονή των εργαζομένων όλης της Ευρώπης που παρατηρούν το «ελληνικό εργαστήρι» περιμένοντας να βγει από εδώ, εκτός από το σύνθημα για άγρια και διαρκή πανευρωπαϊκή λιτότητα, το σύνθημα για αντίσταση και ανατροπή.
– Για να ανοίξουμε τους νέους δρόμους που απαιτούν οι καιροί: Για το σοσιαλισμό που στον 21ο αιώνα είναι εξίσου αναγκαίος με τον 20ό αλλά πιο εφικτός και επίκαιρος.
Τελειώνοντας, είπαμε σε ποιους δεν χρωστάμε. Χρωστάμε, όμως. Χρωστάμε στις προηγούμενες γενιές της αντίστασης, των Λαμπράκηδων, του Πολυτεχνείου που πάλεψαν και μάτωσαν για τις κατακτήσεις που σήμερα θέλουν να μας πάρουν πίσω.
Χρωστάμε στη νέα γενιά που μπήκε δυναμικά στο προσκήνιο με τις μαθητικές και τις φοιτητικές καταλήψεις με το άρθρο 16 και την εξέγερση του Δεκέμβρη το 2008.
Καλή δύναμη στον καθένα και στην καθεμιά από εσάς.