του Χριστόδουλου Δολαψάκη
Αυτές τις μέρες συμπληρώνονται 80 χρόνια από τη μάχη της Κρήτης. Οι περισσότεροι αυτόπτες μάρτυρες εκείνων των ημερών έχουν πεθάνει, αλλά οι εξιστορήσεις, οι μνήμες και τα μνημεία στους τόπους των μαχών, των καταστροφών και των εκτελέσεων είναι «ζωντανά», πανταχού παρόντα στο νησί. Όμως με την πάροδο των χρόνων, η μάχη της Κρήτης μοιάζει να έπαψε να ανήκει στη συλλογική ελληνική μνήμη και μεταμορφώθηκε σε κάτι «κρητικό», κάτι σαν έθιμο αυτού του ιδιαίτερου νησιού. 80 χρόνια φαίνεται ότι ήταν αρκετά για να περιοριστεί η επέτειος της μάχης σε ένα ακίνδυνο δεκαήμερο εθιμοτυπικών εκδηλώσεων, πολιτικών δηλώσεων που όσο μιλούν για «επικαιρότητα» τόσο την απεύχονται, δηλώσεων ενάντια σε «ολοκληρωτισμούς» και στην «αναβίωση του ακροδεξιού φαινομένου». 80 χρόνια μαίνεται μία άλλη μάχη, που σκοπό έχει αυτή η παράξενη επέτειος –επέτειος μιας στρατιωτικής ήττας!– να απογυμνωθεί από τα επικίνδυνα για την κυρίαρχη ιδεολογία μηνύματά της…
Η μοναδικότητα μιας «μάχης χωρίς επαύριο»
Από καθαρά ιστορική σκοπιά, η μάχη της Κρήτης ήταν ένα έλασσον επεισόδιο του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Έλαβε χώρα σε μία χρονική περίοδο που ούτε οι ΗΠΑ ούτε η ΕΣΣΔ ήταν εμπόλεμες. Η Μ. Βρετανία, παρά τις δημόσιες μεγαλοστομίες των πολιτικών της, γνώριζε πως δεν μπορούσε να κρατήσει το νησί, και έδωσε μία μάχη «για την τιμή των όπλων» χρησιμοποιώντας στρατιώτες της Κοινοπολιτείας, προκειμένου να μη φανεί ότι εγκαταλείπει τη σύμμαχο Ελλάδα. Η Κρήτη καταλήφθηκε από τους Γερμανούς με φαντασμαγορικό τρόπο, μέσω αλεξιπτωτιστών και όχι θαλάσσιας απόβασης, εντός 10 ημερών. Στη μετέπειτα πορεία του πολέμου, όλη η προσοχή της Γερμανίας στράφηκε στην εκστρατεία ενάντια στην ΕΣΣΔ, ενώ οι Βρετανοί συγκέντρωσαν τις δυνάμεις τους στη Β. Αφρική. «Από την πλευρά αυτή η μάχη της Κρήτης ήταν –απρόσμενα– μία μάχη χωρίς επαύριο»(1).
Η μοναδικότητα της μάχης της Κρήτης έγκειται στην ενεργό, ένοπλη συμμετοχή, για πρώτη φορά στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, του ντόπιου πληθυσμού, ο οποίος αποτέλεσε νευραλγικό τμήμα της άμυνας του νησιού. Μόλις 20 ημέρες μετά τη συνθηκολόγηση της στρατιωτικής ηγεσίας, την κατάληψη της ηπειρωτικής Ελλάδας, με την Κρητική Μεραρχία απούσα καθώς είχε σταλεί στο αλβανικό μέτωπο, με ουσιαστικά ανύπαρκτη κρατική εξουσία και με εμφανή την ανεπάρκεια της συμμαχικής δύναμης, δηλαδή μπροστά σε μία σχεδόν βέβαιη ήττα, οι κάτοικοι της Κρήτης επέλεξαν να αντισταθούν και να πολεμήσουν. Φυσικά το ίδιο το γεγονός της παλλαϊκής αντίστασης δεν μπόρεσε να αποσιωπηθεί. Η «μάχη» δίνεται ώστε να στριμωχτεί στα πλαίσια που επιβάλλει η κυρίαρχη αφήγηση της εκάστοτε εποχής…
Μύθοι και πραγματικότητες
Προκειμένου τόσο το μεταπολεμικό ελληνικό κράτος όσο και η Μ. Βρετανία να δικαιολογήσουν την ουσιαστική εγκατάλειψη της Κρήτης, προώθησαν έως σήμερα την άποψη πως η μάχη καθυστέρησε την έναρξη της γερμανικής εκστρατείας στην ΕΣΣΔ. Άρα η αντίσταση, παρά την ήττα, δεν ήταν μάταιη. Το γεγονός πως η ιστορική έρευνα έχει καταρρίψει αυτόν τον ισχυρισμό είναι δευτερεύον. Σημασία έχει η ανάγκη ενός «ρεαλιστικού» επιχειρήματος ή και μύθου προκειμένου η μάχη να θεωρηθεί «χρήσιμη». Σε αντίθετη περίπτωση, η αντίσταση του πληθυσμού δεν είχε νόημα και επέφερε δυσανάλογα δεινά. Αυτός ο τρόπος αξιολόγησης της ένοπλης αντίστασης του ελληνικού λαού έχει γίνει κυρίαρχος για την περίοδο της κατοχής στην ηπειρωτική Ελλάδα: «Αν δεν καθυστέρησε η μεταφορά εφοδίων στη Β. Αφρική, τι νόημα είχε η ανατίναξη του Γοργοπόταμου, καθώς αποτέλεσε την αφορμή για την εκτέλεση αμάχων;». H αποτίμηση της λαϊκής αντίστασης «εκ του αποτελέσματος» υποβιβάζει την αυτόβουλη δράση και τον πατριωτισμό και προωθεί ένα ρεαλισμό διαχρονικά «χρήσιμο», που μπορεί να δικαιολογήσει τα πάντα αν χρειαστεί.
Η ολοένα και μεγαλύτερη εξάρτηση από τη Δ. Γερμανία μέχρι την κατάρρευση του ανατολικού μπλοκ επέβαλλε τον «σωφρονισμό της μνήμης» εκ μέρους του ελληνικού κράτους, που φυσικά συμβάδιζε με τις γνωστές συμφωνίες για τις πολεμικές επανορθώσεις και την ασυλία των ναζιστών εγκληματιών πολέμου. Οι εκτελεσμένοι άμαχοι και τα κατεστραμμένα χωριά είτε αφέθηκαν στη λήθη είτε «αγοράστηκε» η μνήμη τους: στα Καλάβρυτα το γερμανικό κράτος δώρισε το χιονοδρομικό κέντρο. Στην Κρήτη αντίστοιχες προσπάθειες ανέκαθεν συναντούσαν αντιδράσεις, αλλά έγινε κατορθωτή η υποβίβαση της λαϊκής συμμετοχής στη μάχη κατά τις επίσημες επετείους και η προώθηση της «συναδέλφωσης» των βετεράνων πολεμιστών. Άρχισαν οι τιμητικές εκδηλώσεις Γερμανών, δημιουργήθηκε το γερμανικό νεκροταφείο στο Μάλεμε. Αποκορύφωμα η επίσκεψη του Χέλμουτ Κολ το 1991 –επικεφαλής πλέον της ενωμένης Γερμανίας– μαζί με τον Κ. Μητσοτάκη στο γερμανικό και συμμαχικό νεκροταφείο. Φυσικά ούτε λόγος για έκφραση συγγνώμης ή για επίσκεψη σε κάποιο από τα μαρτυρικά χωριά της Κρήτης.
H αποτίμηση της λαϊκής αντίστασης «εκ του αποτελέσματος» υποβιβάζει την αυτόβουλη δράση και τον πατριωτισμό και προωθεί ένα ρεαλισμό διαχρονικά «χρήσιμο», που μπορεί να δικαιολογήσει τα πάντα αν χρειαστεί
Η κυρίαρχη γερμανική αφήγηση
Το 2004 μεταφράζεται στα ελληνικά το βιβλίο του Antony Beevor για τη μάχη της Κρήτης, που είχε εκδοθεί ήδη στα αγγλικά 13 χρόνια πριν(2). Ο καιρός έχει ωριμάσει ώστε να εξοικειωθεί το ελληνικό κοινό με μια «αντικειμενική», γλαφυρή και λεπτομερή περιγραφή της μάχης, που συνδυάζεται με τη θεώρηση των γερμανικών αντιποίνων ως θεμιτή αντίδραση στη συμμετοχή των Κρητικών στη μάχη, αφού δεν σεβάστηκαν τη συνθήκη της Χάγης. Αυτή η επιχειρηματολογία συνεχίστηκε και ενισχύθηκε το 2011 με το βιβλίο του Heinz Richter(3).
Ο Γερμανός ιστορικός, βραβευμένος το 2000 από τον πρόεδρο της Δημοκρατίας και επίτιμος διδάκτορας του Πανεπιστημίου Κρήτης το 2014, μετέφερε την κυρίαρχη γερμανική αφήγηση από το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, η οποία έγινε σταδιακά αποδεκτή και οργανικό τμήμα της αναθεώρησης της ιστορίας: τα αντίποινα των Γερμανών είχαν πάντα μια δικαιολογημένη αφορμή, συνήθως μία «άχρηστη» μάχη των αριστερών ανταρτών. Στην περίπτωση της Κρήτης, η αφήγηση του Richter είναι πως η αντίσταση ήταν οργανωμένη από τους Βρετανούς, το δίκαιο του πολέμου δεν επιτρέπει σε πολίτες να μάχονται αν δεν φορούν διακριτικά, οι άγριες δολοφονίες αλεξιπτωτιστών από τους ντόπιους εξαγρίωσαν τη Βέρμαχτ που πρέσβευε τον «ιπποτικό πόλεμο», εξ ου και τα αντίποινα. Το βιβλίο προκάλεσε κύμα αντιδράσεων στην Κρήτη, αλλά όχι στην υπόλοιπη Ελλάδα. Η διαμάχη, ενώ θα μπορούσε να κορυφωθεί ώστε να εκτεθεί ιστορικά και ιδεολογικά η διαρκής προσπάθεια αναθεωρητισμού της νεότερης ιστορίας μας, εκφυλίστηκε (με τη σύμπνοια της πολιτικής ελίτ) στις δικαστικές αίθουσες…
Η αντίσταση είναι δίκαιη
Συνήγορος υπεράσπισης του Richter ήταν ο Αθ. Αναγνωστόπουλος, μετέπειτα υποψήφιος βουλευτής με το «Ποτάμι». Η εξιστόρηση της δίκης, η παράθεση των απόψεών του και η προκλητική ειρωνεία με την οποία εκφράστηκε μέσω του προσωπικού του blog(4) συμπυκνώνει αυτόν τον πόλεμο της μνήμης γύρω από τη μάχη της Κρήτης, που ακόμα μαίνεται. Ο Αναγνωστόπουλος, έχοντας καταγωγή από τα Καλάβρυτα, είχε διατυπώσει το 2006 την άποψή του για την επέτειο του ολοκαυτώματος: «Η “Επιχείρηση Καλάβρυτα” αποτελούσε τυπική γερμανική επιχείρηση εξιλασμού, στρεφόμενη κατά του αμάχου πληθυσμού περιοχής όπου παρατηρείτο δραστηριότητα ανταρτών. Είτε το θεωρούμε δίκαιο είτε όχι, το ισχύον διεθνές δίκαιο της εποχής επέτρεπε την επιβολή αντιποίνων στον άμαχο πληθυσμό…»(5).
Στη συλλογική μνήμη των Κρητικών οι εκτελέσεις αμάχων και οι καταστροφές ολόκληρων χωριών δεν οφείλονται στην ένοπλη αντίσταση, αλλά στους κατακτητές. Δεκαετίες ιστορικού αναθεωρητισμού, όπου ο «αριστερός» και «δεξιός» ολοκληρωτισμός θεωρούνται οι υπέρτατοι εχθροί, έκαναν κατορθωτή τη στρέβλωση της ιστορικής μνήμης σε άλλες περιοχές της Ελλάδας, χρησιμοποιώντας το «πλεονέκτημα» του πρωταγωνιστικού ρόλου της αριστεράς στην αντίσταση. Στην Κρήτη, παρόλο τον παλλαϊκό χαρακτήρα της αντίστασής της, ανάλογες προσπάθειες συνεχίζονται. Αυτό το μήνυμα, πως η αντίσταση είναι δίκαιη, πως ο άνθρωπος μπορεί να επιλέξει να πολεμήσει και θυσιαστεί χωρίς να έχει «όφελος», γνωρίζοντας τους κινδύνους, αυτό είναι το μήνυμα της επετείου της μάχης της Κρήτης. Η μάχη για να ακουστεί αυτό το μήνυμα συνεχίζεται. Κι απού ’χει άρματα ας βαστά, κι απού δεν έχει ας βρίσκει.
(1) Γ. Μαργαρίτης, «Προαγγελία θυελλωδών ανέμων – Ο πόλεμος στην Αλβανία και η πρώτη περίοδος της κατοχής» (εκδόσεις Βιβλιόραμα, σελ.110).
(2) Antony Beevor, «Κρήτη. Η Μάχη και η Αντίσταση» (εκδόσεις Γκοβόστη).
(3) Heinz Richter, «Η Μάχη της Κρήτης» (εκδόσεις Γκοβόστη).
(4) http://anamorfosis.net/blog/
(5) https://synistologio.wordpress.com/2006/12/13/unternehmen-kalawrita/