του Θανάση Μουσόπουλου*
Ο Mario Vitti, Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας, Εκδόσεις Οδυσσέας, Αθήνα 2003, (σελ. 363-365) μιλώντας για τη λογοτεχνία της δεκαετίας του ’20 σημειώνει: «Ύστερα από την “αστική” επανάσταση που έφερε στο προσκήνιο τον Ελευθέριο Βενιζέλο, μέσα σε μια φορτισμένη ατμόσφαιρα από τον πολιτικό διχασμό, προσαρτώνται τα Ιωάννινα, η Θεσσαλονίκη, η Χίος, η Σάμος, η Μυτιλήνη, η Κρήτη. Στην κατάληψη εδαφών στη Μικρά Ασία, που έχει συμφωνηθεί ανάμεσα στους Συμμάχους και την Οθωμανική Αυτοκρατορία, εναντιώνονται οι επαναστάτες του Κεμάλ που αναλαμβάνουν πολεμική δράση κατά των ελληνικών δυνάμεων της κατοχής. Είναι η Καταστροφή του ’22. Το 1923 ο Βενιζέλος συνάπτει με τον Κεμάλ συμφωνία για την υποχρεωτική ανταλλαγή πληθυσμών. Στην ήδη δοκιμασμένη Ελλάδα καταφθάνουν τα κύματα των προσφύγων.
Τις συγκλονιστικές αυτές καταστάσεις αντιμετωπίζουν όλοι οι Έλληνες, χωρίς εξαίρεση· και οι συγγραφείς, φυσικά, που κι αυτοί έχουν πολεμήσει σε διάφορα μέτωπα. Όσοι επιστρέφουν, βρίσκονται σε μια Αθήνα γεμάτη πρόσφυγες […] Οι νέοι σμίγουν στα υπόγεια, στα καφενεία, στις ταβέρνες, στα τυπογραφεία· συμμετέχουν στις διαμάχες που ξεκινούν από τον Νουμά. Πάμπολλα είναι τα βραχύβια περιοδικά. Ένα από αυτά, το μηνιαίο Μούσα (1920-1923), αναλαμβάνει τον ρόλο να ερμηνεύσει τις νέες τάσεις. […] Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι η Μούσα δημοσιεύει δεκατρία ποιήματα του Καβάφη. Από τις σελίδες της προβάλλεται και ο Καρυωτάκης, η σημαντικότερη ποιητική φυσιογνωμία ανάμεσα στους νέους».
Μετά τον Καρυωτάκη, σειρά έχουν τρεις ποιητές που εκφράζουν πλευρές αυτής τη περιόδου.
Για τη Μαρία Πολυδούρη (Καλαμάτα, 1 Απριλίου 1902 – Αθήνα, 29 Απριλίου 1930) ο Βίττι γράφει: «Όσον αφορά τους ποιητές που τους κατέτρυχε η αγωνία να πουν τον προσωπικό καημό τους, η συγκινητική περίπτωση της Μαρίας Πολυδούρη είναι ξεχωριστή. Πέρασε τα καλύτερά της χρόνια στο σανατόριο, και για κάποιο διάστημα είχε προσελκύσει το ενδιαφέρον του Καρυωτάκη. Η αμεσότητα του λόγου της φέρνει κοντά μας τα αισθήματα της δικής της καθημερινότητας».
Ο Κώστας Στεργιόπουλος είχε πει για την Πολυδούρη: «Γι’ αυτήν η έκφραση εσήμαινε κατ’ ευθείαν μεταγραφή των γεγονότων του εσωτερικού της κόσμου στην ποιητική γλώσσα με όλες τις γενικεύσεις και τις υπερβολές που της υπαγόρευε η ρομαντική της φύση».
Περίφημο δείγμα:
Μόνο γιατί μ’ αγάπησες
Δεν τραγουδώ παρά γιατί μ’ αγάπησες
στα περασμένα χρόνια.
Και σε ήλιο, σε καλοκαιριού προμάντεμα
και σε βροχή, σε χιόνια,
δεν τραγουδώ παρά γιατί μ’ αγάπησες.
[…] Μόνο γιατί μ’ αγάπησες γεννήθηκα,
γι’ αυτό η ζωή μου εδόθη.
Στην άχαρη ζωή την ανεκπλήρωτη
μένα η ζωή πληρώθη.
Μόνο γιατί μ’ αγάπησες γεννήθηκα.
Ο πόθος της ζωής
[…] Κάθε ἐλπίδα, κάθε ὄνειρο νέο
τὸ χαϊδεύει σὰν αὔρα
ζωοδότρα στὰ ἐαρινὰ φύτρα.
Κι᾿ ἂν αὐξάνη καὶ γίνεται ὡραῖο,
εἶνε ἡ γόνιμη ὁρμή του
ποὺ θὰ γίνῃ ἡ σκληρὴ καταλύτρα.
***
Ο Ναπολέων Λαπαθιώτης (Αθήνα 31 Οκτωβρίου 1888 – 8 Ιανουαρίου 1944) είχε μια «περίεργη» ζωή. Ο πατέρας του είχε καταγωγή από την Κύπρο, μαθηματικός, στρατιωτικός, πολιτικός, υπουργός, η μητέρα του ήταν ανιψιά του Χαρίλαου Τρικούπη. Άρχισε να γράφει ποιήματα από παιδί. Στα γράμματα εμφανίστηκε επίσημα το 1905, στο περιοδικό Νουμάς. Το 1907 μαζί με άλλους εννιά νεαρούς λογοτέχνες ίδρυσαν το περιοδικό Ηγησώ. Οπαδός του Ελευθέριου Βενιζέλου, στη συνέχεια ενστερνίστηκε τον κομμουνισμό. Έγραψε πλήθος πεζά, κριτικά και αισθητικά κείμενα. Η ζωή του είχε «μεταπτώσεις», αυτοκτόνησε τη νύχτα της 7ης προς 8η Ιανουαρίου 1944, φτωχός μετά τον θάνατο των γονέων του και καταπονημένος από τα ναρκωτικά. Η κηδεία του έγινε με έρανο των φίλων του.
Ο Ναπολέων Λαπαθιώτης ένας από τους «καταραμένους» και «ιδανικούς αυτόχειρες» της λογοτεχνίας μας. Θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους ποιητές της νεοσυμβολιστικής και νεορομαντικής σχολής, θαυμαστής του Όσκαρ Ουάιλντ.
Ο Μάριο Βίττι γράφει: «ακόμη και όταν δεν είναι επιτηδευμένος, στις πιο γνήσιες δηλαδή στιγμές του, δεν παύει να επαιτεί τον οίκτο, όπως στο ακόλουθο ποίημα με τίτλο De profundis» (στα 1930):
Εκ βαθέων
Λυπήσου με, Θέ μου, στο δρόμο που πήρα,
χωρίς ως το τέλος να ξέρω το πώς,
χωρίς νά ‘χω μάθει με μια τέτοια μοίρα
ποιο κρίμα με δένει και ποιος ο σκοπός.
Λυπήσου τα χρόνια που πάνε χαμένα,
προτού η νύχτα πάλι βαριά ν’ απλωθεί
ζητώντας τους άλλους, ζητώντας κι εμένα,
ζητώντας εκείνο που δεν θα βρεθεί!
[…] Λυπήσου με, Θε μου, στην απόγνωσή μου,
λυπήσου τη φλόγα που μάταια σκορπώ
–λυπήσου με μες στην αγανάκτησή μου,
να ζω δίχως λόγο και δίχως σκοπό…
***
Ο Μήτσος Παπανικολάου (Ύδρα, 1900-1943) ήταν Έλληνας ποιητής του μεσοπολέμου. Το μεγάλο του πάθος ήταν οι μεταφράσεις, μεταξύ των οποίων ποιήματα του Πωλ Βαλερύ, του Σαρλ Μπωντλαίρ, του Μιλόζ, του Πολ Βερλαίν, του Γκυγιώμ Απολλιναίρ. Φίλος του Λαπαθιώτη και των ναρκωτικών. Οι φίλοι του φρόντισαν να τον βάλουν στο δημόσιο Ψυχιατρείο. Εκεί πέθανε από υπερβολική δόση ναρκωτικών.
Ο Μάριο Βίττι γράφει: «Θρηνεί για την αδιαφορία που τον περιβάλλει και μέσα στην οποία είναι καταδικασμένος να ζει, με “πεθαμένη ελπίδα”».
Όπως σημειώνει η Αργυρώ Μποζώνη: «Η σύντομη και τραγική ζωή του και το ύφος του περιορισμένου ποιητικού έργου του ήταν αρκετά για να τον κατατάξουν στην ολιγομελή ομάδα των Ελλήνων «καταραμένων ποιητών», οι περισσότεροι εκ των οποίων δεν έτυχαν ποτέ της αναγνώρισης που τους έπρεπε και παρέμειναν στο περιθώριο του ελληνικού λογοτεχνικού και ποιητικού γίγνεσθαι».
Δείγματα της δουλειάς του:
Μια λύπη
Είναι βαριά, πολύ βαριά, Σα σύγνεφο η λύπη,
Σύγνεφο χινοπωρινό που βρίσκει αραξοβόλι,
Πάνω απ’ το ήσυχο χωριό κι απ’ την πολύβουη πόλη
Με μια βροχούλα σιγανή να πει το καρδιοχτύπι.
Να ποτιστεί απ’ το δάκρυ του και το έρμο περιβόλι,
Τα παραθύρια να χτύπα και από το τζάμι οι χτύποι
Να φέρνουν μες στην κάμαρη τη μνήμη αυτού που λείπει
Κι έτσι ή μια λύπη να σκορπά και να την νιώθουν όλοι.
Και πάει σ’ όλα τα πρόσωπα και στέκεται σαν άχνα
Και τα ματάκια υγραίνουνε και νιώθουνε τα σπλάχνα
Τον πόνο το γλυκόπικρο που φέρνει εκείνη η λύπη
Κι είναι τα πάντα πένθιμα, τα πάντα λυπημένα
Στο καρδιοχτύπι που σκορπά η λύπη αυτού που λείπει
Κι είν’ όλα γνώριμα και κλαίν τη λύπη κι έμενα.
Αρρώστια
Το φεγγάρι απόψε λάμπει / σε θερμούς ονειροπόλους,
σε ζευγάρια ερωτευμένα – / λάμπει σ’ όλους, και σε μένα…
Το κοιτώ, καθώς περνάει / ταξιδιάρικο στα χάη·
πέφτει στο κρεβάτι απάνω / που ίσως μέλλω να πεθάνω…
– Το δικό μου θέλεις πόνο; / Όλοι οι πόνοι μου κοιμούνται…
Ένα “χαίρε” δώσε μόνο / Όπου ακόμα με θυμούνται…
Θα ολοκληρώσουμε στην επόμενη ενότητα με λογοτέχνες της πρώτης δεκαετίας του μεσοπολέμου.
* Ο Θανάσης Μουσόπουλος είναι φιλόλογος, συγγραφέας, ποιητής