του Θανάση Μουσόπουλου*

Συνήθως μιλούμε για τη λεγόμενη γενιά του τριάντα, που πραγματικά έπαιξε πολύ σημαντικό ρόλο στην πορεία της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Όμως και η αμέσως προηγούμενη δεκαετία άφησε ισχυρό στίγμα στα γράμματά μας.

Η Τέχνη και ο Πολιτισμός είναι αντανάκλαση των κοινωνικών και πολιτικών καταστάσεων και μεταβολών. Θα κάνουμε μια συνοπτική αναφορά στην περίοδο.

Η δεκαετία 1914–1924 είναι από τις σημαντικότερες της νεοελληνικής ιστορίας. Μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους έχουμε τις περιπέτειες του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου και τη Μικρασιατική καταστροφή, με τον ξεριζωμό των Ελλήνων της Μικρασίας και της Ανατολικής Θράκης.

Με την έκρηξη του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου παρουσιάστηκε διάσταση ανάμεσα στο θρόνο που ακολουθούσε τη Γερμανία και την κυβέρνηση Βενιζέλου που συμφωνούσε με την Αντάντ, η περίοδος αυτή χαρακτηρίζεται ως Διχασμός. Τελικά επικρατεί ο Βενιζέλος, η Ελλάδα συμμετέχει στον πόλεμο και είναι με τους νικητές. Μετά την υπογραφή της Συνθήκης των Σεβρών το 1920 ο Βενιζέλος γίνεται στόχος δολοφόνων, πεθαίνει ο νεαρός βασιλιάς Αλέξανδρος και επανέρχεται ο γερμανόφιλος Κωνσταντίνος και οι αντίπαλοι του Βενιζέλου κερδίζουν τις εκλογές. Εντωμεταξύ τον Μάη του 1919 ελληνικά στρατεύματα έχουν αποβιβαστεί στη Σμύρνη. Στην Ανατολική Θράκη και στη Μικρασία υπάρχουν ελληνικοί πληθυσμοί από την αρχαία εποχή. Ο Βενιζέλος είχε ζητήσει από την Αντάντ να παραχωρηθούν στην Ελλάδα περιοχές όπου υπήρχε ελληνικός πληθυσμός –σύμφωνα και με τη Μεγάλη Ιδέα– αφού η Ελλάδα ήταν από τους νικητές του πολέμου.

Από αυτό το κλίμα της ανασφάλειας και του διάχυτου φόβου ήταν αδύνατο να μείνουν ανεπηρέαστοι οι ποιητές. Πράγματι, στα κείμενά τους παρατηρείται μια στάση παραίτησης, αποξένωσης και απαισιοδοξίας. Η μικρασιατική καταστροφή, το 1922, που αναγκάζει τους Έλληνες της Μικράς Ασίας να επιστρέψουν στην Ελλάδα ως πρόσφυγες, επιτείνει όλο αυτό το αδιέξοδο.

***

Η περίοδος του Μεσοπολέμου θεωρείται ότι κυρίως χαρακτηρίζεται από απαισιοδοξία και μελαγχολία. Επικρατεί γενικά ατομοκρατία και περιφρόνηση της κοινωνίας.

Ο Κώστας Στεργιόπουλος, «Εισαγωγή». «Η ελληνική ποίηση. Ανθολογία-Γραμματολογία», τ. Γ΄, Εκδόσεις Σοκόλη Αθήνα 1990 (3η έκδ.) αναφερόμενος στη λογοτεχνία αυτών των χρόνων σημειώνει:

«Πρώτα ο Φιλύρας, ο Λαπαθιώτης, κι ο Ουράνης, έπειτα ο Κλέων Παράσχος, ο Καρυωτάκης, ο Μπουφίδης, ο Άγρας, ο Παπανικολάου, κατόπιν μερικοί απ’ όσους παρουσιάστηκαν ύστερα από το 1920 έρχονται, ο ένας μετά τον άλλο, […] να ταράξουν την ορθοδοξία της παράδοσης, ανακατεύοντας τα μέτρα και τους ρυθμούς, σπάζοντας την ως εκείνη τη στιγμή λογοκρατική αντίληψη και προετοιμάζοντας έτσι το έδαφος για τις νέες τάσεις και τη μεγάλη στροφή που έμελλε ν’ ακολουθήσει.

Πρόκειται για μια αλλαγή γλώσσας και κλίματος, που φέρνει τους τελευταίους τούτους ανανεωτές του παραδοσιακού στίχου σε αισθητή αντίθεση με το παλαιοπαραδοσιακό πνεύμα. Η τέχνη τους εκφράζει μια γενική κόπωση και απαισιοδοξία, συνδυασμένη με την αίσθηση του ανικανοποίητου και του αδιέξοδου. Κλείνεται στο απομονωμένο άτομο και υψώνει “τείχη”, βρίσκει τόνους αβρούς για να τραγουδήσει τη φθορά, καταφεύγει στη μνήμη και στην ομορφιά ή κραυγάζει από απόγνωση και απιστία. Άλλωστε, δε μπορεί κανένας πλατύτερος πνευματικός ορίζοντας να τους ανοιχτεί και να τους τραβήξει. Δεν υπάρχει ούτε κι η πίστη για μια οποιαδήποτε αντίσταση. Υπάρχει μονάχα η αίσθηση, μαζί με μιαν αξεδίψαστη περιπάθεια, – κι όσο τα ερεθίσματα διατηρούν τη γοητεία τους, η ποίηση γι’ αυτούς είναι ένα μελαγχολικό καταφύγιο. Ύστερα, πέφτει πιο κάτω ακόμα: γίνεται “το καταφύγιο που φθονούνε”, όπως το είπε ο σημαντικότερος κι αντιπροσωπευτικότερος απ’ όλους, ο Καρυωτάκης, που μαζί με τον Άγρα, τον Φιλύρα και τον Παπανικολάου στάθηκαν οι πιο προωθημένοι της σχολής, μολονότι ο Ουράνης είχε προηγηθεί χρονολογικά απ’ όλους με τη συλλογή του Spleen (1912) στην αλλαγή του τόνου».

***

Στην ενότητα αυτή θα προσεγγίσουμε τον εκφραστή της περιόδου Κώστα Καρυωτάκη και το έργο του.

Γεννήθηκε στην Τρίπολη το 1896. Ο πατέρας του ήταν νομομηχανικός και η οικογένεια γύρισε πολλές πόλεις. Από έφηβος ο Καρυωτάκης δημοσίευε σε λογοτεχνικά περιοδικά. Το 1919 αρχίζει να δημοσιεύει στο περιοδικό «Ο Νουμάς». Σπουδάζει νομικά και γίνεται δημόσιος υπάλληλος, περιπλανώμενος. Το 1927 ως Γεν. Γραμματέας Δημοσίων Υπαλλήλων Αθηνών συμμετέχει ενεργά στη δημοσιοϋπαλληλική απεργία με συνέπεια να αποσπασθεί στην Πάτρα και στη συνέχεια να μετατεθεί στην Πρέβεζα, όπου ο ίδιος έδωσε τέλος στη ζωή του το 1928. Εξέδωσε τις συλλογές: «Ο Πόνος του Ανθρώπου και των Πραμάτων» (1919) και «Νηπενθή» (1921). Την παραμονή του θανάτου του εκδίδει το τελευταίο του έργο, «Ελεγεία και Σάτιρες». Χρησιμοποιεί τη σάτιρα, για να ασκήσει κριτική στις κοινωνικές συμβάσεις, στους ψευτοδιανοούμενους, στη μιζέρια της μισθωτής δουλειάς.

Λίγα αποσπάσματα από την τελευταία του συλλογή θα παραθέσουμε:

Επιστροφή

Εγώ δεν επλανήθηκα σε δάση απάρθενα, βουερά, μηδέ η ριπή μ’ εχτύπησε του ωκεανίου ανέμου. Σκλάβο πουλί, τ’ ανώφελα πηγαίνω σέρνοντας φτερά και δε θα ιδώ τους ουρανούς που νοσταλγώ, ποτέ μου […]

Με μιαν ακρούλα σύννεφου ταξιδεμένου με καλείς,10με το χρυσό χαμόγελο του μαραμένου βρύου, μ’ ένα χορτάρι ανάμεσα στις πλάκες όλες της αυλής, που το σαλεύει μοναχό η πνοή του Σεπτεμβρίου […]

[Σύμβολα εμείναμε καιρών…]

Σύμβολα εμείναμε καιρών που απάνω μας βαραίνουν, άλυτοι γρίφοι που μιλούν μονάχα στον εαυτό τους, τάφοι που πάντα με ανοιχτή χρονολογία προσμένουν, γράμματα που δεν έφτασαν ποτέ στον προορισμό τους.

Ανδρείκελα

[…]Μακρινή χώρα είναι για μας κάθε χαρά, η ελπίδα κι η νεότης έννοια αφηρημένη. Άλλος δεν ξέρει ότι βρισκόμαστε, παρά όποιος πατάει επάνω μας καθώς διαβαίνει.

Πέρασαν τόσα χρόνια, πέρασε ο καιρός. Ω! κι αν δεν ήταν η βαθιά λύπη στο σώμα, ω! κι αν δεν ήταν στην ψυχή ο πραγματικός πόνος μας, για να λέει ότι υπάρχουμε ακόμα…

Στο άγαλμα της Ελευθερίας που φωτίζει τον κόσμο

[…] Λευτεριά, Λευτεριά, θα σ’ αγοράσουν έμποροι και κονσόρτσια κι εβραίοι. Είναι πολλά του αιώνος μας τα χρέη, πολλές οι αμαρτίες, που θα διαβάσουν οι γενεές, όταν σε παρομοιάσουν με το πορτρέτο του Dorian Gray

Λευτεριά, Λευτεριά, σε νοσταλγούνε, μακρινά δάση, ρημαγμένοι κήποι, όσοι άνθρωποι προσδέχονται τη λύπησαν έπαθλο του αγώνος, και μοχθούνε, και τη ζωή τους εξακολουθούνε, νεκροί που η καθιέρωσις τους λείπει.

***

Έχω στο μυαλό μου καρφωμένη την άποψη του Μανόλη Λαμπρίδη στο περίφημο έργο του «Il gran rifiuto, Καβάφης, Καρυωτάκης, Βάρναλης και η παρακμή»:

«Ο Καρυωτάκης βρίσκεται σε γοερή και ενσυνείδητη αντίθεση προς τον κόσμο των αστών, τον γεμάτο ψέμα και απανθρωπιά. Τα ιδανικά που φλογίζουν και καίνε τον ποιητή, την Λευτεριά, την Αρετή, την Ανθρωπιά, την Αξιοπρέπεια, τα έχουν απεμπολήσει οι αστοί…».

Στην επόμενη ενότητα θα συνεχίζουμε με άλλους ποιητές του Μεσοπολέμου.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!