του Δημήτρη Γκάζη

 

Ο διαχωρισμός σε πάνω και κάτω πλατεία, σε «αγανακτισμένους» και «συνελευσιαζόμενους», κυριαρχεί στις αναγνώσεις και αποτιμήσεις του κινήματος των Πλατειών, όλων σχεδόν των αποχρώσεων, αναπαράγοντας, ή μάλλον διαστρεβλώνοντάς, την εικόνα της πλατείας Συντάγματος. Πράγματι η κινηματική χωροταξία του Συντάγματος επέτρεπε την ύπαρξη πολλών πλατειών, χωρίς απόλυτα στεγανά, ενώ κυρίως ο άμεσος και ορατός στόχος της Βουλής έδινε την ευκαιρία πλάι στη διαδικασία διαβούλευσης των συνελεύσεων να υπάρχουν σε μόνιμη βάση εκφράσεις αγανάκτησης και οργής, μούτζες και «γηπεδικά» συνθήματα. Αυτή η ιδιότυπη διχοτόμηση, υπερτονίζεται σε διάφορες αναγνώσεις ακόμη και σήμερα, για να επιβεβαιώσει το αφήγημα που θέλει την πάνω πλατεία να ενισχύει την ακροδεξιά και την Χ.Α., και την κάτω να αναδεικνύει κατά βάση τον μετέπειτα κυβερνητικό ΣΥΡΙΖΑ.

Τα παραπάνω δεν εκφράστηκαν με τον ίδιο τρόπο στις υπόλοιπες πόλεις. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η Θεσσαλονίκη και ο Λευκός Πύργος, όπου από την πρώτη κιόλας μέρα, έγινε εφικτή, μια αντιφατική αλλά άκρως δημιουργική, σύνθεση αυτού που με όρους «Συντάγματος» θα λέγαμε πάνω και κάτω πλατεία. Στην πόλη που πολύ επιμένουν να ονομάζουν συντηρητική, έβλεπες μπρος στα μάτια σου, μέσα από την ίδια την κινηματική διαδικασία, κόσμος διαφορετικών καταβολών, με έντονα δημοκρατικά, πατριωτικά, αντισυστημικά και πληβειακά χαρακτηριστικά, όλων των ηλικιακών ομάδων, εισφέροντας ο καθένας την ιδιαίτερη εμπειρία και ματιά του, να μετασχηματίζεται σε μια κοινότητα που αμφισβητούσε τους μέχρι τότε διαχωρισμούς, και διεκδικούσε να εκφραστεί ως ενωμένος λαός.

Στον Λευκό Πύργο, δοκιμάστηκε με μοναδικό τρόπο μια πρώιμη εθνολαϊκή σύνθεση. Μια σύνθεση που συνέχισε να παράγει γεγονότα καθ’ όλη την επόμενη δεκαετία, από τις Πλατείες του αντιμνημονιακού κινήματος, στο Δημοψήφισμα του ’15, μέχρι και το παλλαϊκό «Όχι» στη Συμφωνία των Πρεσπών το ‘19

Πολλοί δεν είδαν με καλό μάτι αυτή την ενδιαφέρουσα σύνθεση. Αριστεροί που θέλησαν να επιβάλουν το δικό τους καθαρό πλαίσιο και περιθωριοποιήθηκαν από την ίδια τη διαδικασία. Δεξιοί και πατριδοκάπηλοι που προσπάθησαν να διασπάσουν, με ξεχωριστά καλέσματα στο άγαλμα του Μεγάλου Αλεξάνδρου, και έλαβαν ως απάντηση την άρνηση του πλήθους που αντιλαμβανόταν ότι η ενότητα είναι η βασική του δύναμη. Μέσα στην ίδια τη διαδικασία της συνέλευσης, και συνολικότερα της αγωνιστικής συνύπαρξης στην πλατεία, συγκροτήθηκε ένας πυρήνας που πάλεψε με νύχια και με δόντια να διατηρήσει αυτή την ενότητα, να διασφαλίσει την ύπαρξη της αρχικής χωρητικότητας και τον ανοιχτό χαρακτήρα των ίδιων των Αγανακτισμένων και του κινήματος για Πραγματική Δημοκρατία.

Η ιδιαιτερότητα αυτή εκφράστηκε και στο επίπεδο τον πολιτικών στόχων των τοπικών κινητοποιήσεων. Ελλείψει κάποιου κυβερνητικού κτιρίου, ή κάποιου πολιτικού στόχου, η συνέλευση αρκετές φορές οργάνωσε κινητοποιήσεις έξω από το γερμανικό προξενείο της πόλης, με συνθήματα εναντίων της τρόικας, της Μέρκελ και του εθελόδουλου πολιτικού συστήματος.

Στον Λευκό Πύργο, δοκιμάστηκε με μοναδικό τρόπο μια πρώιμη εθνολαϊκή σύνθεση. Μια σύνθεση που συνέχισε να παράγει γεγονότα καθ’ όλη την επόμενη δεκαετία, από τις Πλατείες του αντιμνημονιακού κινήματος, στο Δημοψήφισμα του ’15, μέχρι και το παλλαϊκό «Όχι» στη Συμφωνία των Πρεσπών το ‘19. Κοινό χαρακτηριστικό της σύνθεσης αυτής, η βαθιά ρηγμάτωση με το πολιτικό σύστημα, στο σύνολο του. Παρά την εφήμερη ή μη πρόσδεση με το ένα ή το άλλο πολιτικό σχέδιο (ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, προσωπικότητες του πατριωτικού χώρου κ.ά.), το δυναμικό που πολιτικοποιήθηκε μέσα από αυτή τη διαδικασία, παρέμεινε καθολικά καχύποπτο απέναντι στους επίδοξους εκπροσώπους και την πολιτική με τον τρόπο που διεξάγεται. Συχνά οι ελίτ προσάπτουν την κατηγορία του εθνολαϊκού όχλου, η αλήθεια είναι πως αυτό το κατακερματισμένο κομμάτι της κοινωνίας, χωρίς δυνατότητα πολιτικής έκφρασης μέσα από τους παραδοσιακούς διαύλους, μόνο γινόμενο «όχλος», οργισμένος και αγανακτισμένος, θα μπορούσε να εισβάλει στο προσκήνιο, να ακουστεί, να συναισθανθεί την «ισχύ εν τη ενώσει» του, και σταδιακά να αρχίσει να παράγει τον δικό του λόγο. Η συνέχεια της ιστορίας κατέδειξε προφανώς και τις αδυναμίες ή τα υπαρκτά πισωγυρίσματα, όμως η ύπαρξη της σύνθεσης αυτής όρισε με μοναδικό τρόπο τον πραγματικό διαχωρισμό που υπάρχει στην ελληνική κοινωνία, μεταξύ των ελίτ που έχουν δέσει τα συμφέροντα τους με τις προσταγές των ξένων δανειστών / συμμάχων, και της μεγάλης πλειοψηφίας που αγωνίζεται για τον τόπο και την ελευθερία του λαού. Αυτός ο διαχωρισμός παρά τις ήττες, την υποστροφή του ριζοσπαστισμού, τα γεγονότα που έχουν μεσολαβήσει, συνεχίζει να αποτελεί τον βασικό πονοκέφαλο για το σύστημα, και τη βασική ελπίδα πώς θα καταστεί εφικτό κάποια στιγμή στην χώρα μας να ανοιχτεί ένας άλλος δρόμος πέρα από την υποτέλεια.

 

 

Οι 300 Σπαρτιάτες και η «αρπαγή της Ευρώπης»

 

Ξεκίνησαν με τα πόδια, από το άγαλμα του Λεωνίδα στη Σπάρτη, με προορισμό την πλατεία Συντάγματος, για να συμμετάσχουν στη συγκέντρωση που είχε οριστεί για τις 22/7, ως πανευρωπαϊκή ημέρα δράσεις. 300 αγανακτισμένοι Σπαρτιάτες, έβαλαν σκοπό να αφυπνίσουν την κοινωνία, μέσα από αυτό το δύσκολο εγχείρημά τους. Το μήνυμα τους ξεκάθαρο: «Δεν θα επιτρέψουμε το ξεπούλημα της πατρίδας μας. Δεν θα επιτρέψουμε την αρπαγή της Ευρώπης από τους οικονομικούς εκτελεστές».

Στο κάλεσμα τους αναφέρουν χαρακτηριστικά: «Οι αγανακτισμένοι Σπαρτιάτες λέμε “όχι” στην Αρπαγή της Ευρώπης και μεταφέρουμε το μήνυμα της αντίστασης σε όλη την Ελλάδα, σε όλη την Ευρώπη, σε ολόκληρη τη γη. Είναι το διαχρονικό μήνυμα της Σπάρτης που μιλά για τον αιώνιο αγώνα των αξιών ενάντια στον ισοπεδωτικό υλισμό. Οι άνθρωποι είμαστε ελεύθεροι. Οι λαοί είμαστε ελεύθεροι. Η ελευθερία όμως κατακτιέται. Δεν χαρίζεται».

Η αναφορά με την πανάρχαια ιστορία αυτού του τόπου, και τον μύθο της «αρπαγής της Ευρώπης». Η βαθιά κατανόηση ότι αυτό που διακυβεύεται είναι η ίδια η κυριαρχία των χωρών και των λαών από τον σύγχρονο χρηματοπιστωτικό οδοστρωτήρα. Η βούληση να ενώσουν την φωνή τους τόσο με τους Αγανακτισμένους σε όλες της πόλεις της χώρας όσο και με όλους τους ανθρώπους που αγωνίζονται στην Ευρώπη και σε όλο τον κόσμο. Αυτά ήταν μόνο μερικά από τα χαρακτηριστικά της πρωτοβουλίας αυτής των Σπαρτιατών, που την κατέγραψε ως μια σημαντικής στιγμή του κινήματος, παρά τον συμβολικό της χαρακτήρα.

 

 

Κέρκυρα: Να δούμε στο καΐκι ποιος θα πρωτομπεί

 

Έλληνες και ευρωπαίοι βουλευτές, δειπνούσαν στον Ιστιοπλοϊκό όμιλο, στο παλαιό φρούριο της Κέρκυρας, στα πλαίσια συνεδρίασης της Επιτροπής Μετανάστευσης και προσφύγων του Συμβουλίου της Ευρώπης, που διοργανώθηκε από τη Βουλή των Ελλήνων. Μεταξύ των βουλευτών η τότε αντιπρόεδρος της Βουλής. Ροδούλα Ζήση, ο βουλευτής του ΠΑΣΟΚ. Ντίνος Βρεττός, η βουλευτής του ΠΑΣΟΚ. Άντζελα Γκερέκου. αλλά και ο βουλευτής και τότε κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος της Ν.Δ.. Νίκος Δένδιας.

500 περίπου «αγανακτισμένοι» χάλασαν όμως την φιέστα τους, αφού συγκεντρώθηκαν στον χώρο αποδοκιμάζοντας έντονα τους εκπροσώπους ενός χρεοκοπημένου συστήματος. Κάποια από τα ευφάνταστα συνθήματα των διαμαρτυρόμενων ήταν «Σας έπεσε βαριά η μακαρονάδα, τώρα θα χωνέψετε, κάνοντας βαρκάδα!», «Τέτοιο ρεζιλίκι! Σας παίρνει το καΐκι…». Πράγματι χρειάστηκε η συνδρομή ενός τουριστικού σκάφους, για να αποχωρήσουν οι βουλευτές, που πλέον γινόταν ξεκάθαρο ότι είναι ανεπιθύμητοι σε κάθε γωνιά της Ελλάδας, όπως φάνηκε και στις δεκάδες άλλες «εκδηλώσεις αγάπης» σε μια σειρά άλλες πόλεις την περίοδο αυτή.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!