Του Μάρκου Δεληγιάννη

Αιώνα προδότη, τα δεκαεπτά σου έφηβα γενέθλια γιόρταζες τότε. Κι ήτανε, τότε, που ξέσπασε η καταιγίδα. Παιδιά ξεχύθηκαν στους δρόμους, αμέτρητα παιδιά, της πείνας θύματα, τη σύντομη ζωή τους αποχαιρέτησαν με άδειο το στομάχι. Τώρα τους τάφους εγκατέλειψαν και το μεγάλο κόκκινο ποτάμι ακολούθησαν. Ύστερα, πιο κάτω, άπειρα ματαιωμένα νιάτα ακολουθούνε. Τη θλίψη των προσώπων τους, την πίκρα των χειλιών τους, των ματιών τους τη θολούρα, αντικατέστησαν με θεληματικότητα στην όψη. Απειλούν τα ουράνια με γροθιές σφιγμένες. Ντύνουν τη γύμνια της ζωής τους με τις αιματόβρεχτες σημαίες του ξεσηκωμού. Πιο πέρα, έρχονται οι μάνες μαυροφορούσες για τα σπλάχνα τους που τα ξερίζωσε του καρχαρία καπιταλιστή η απληστία, για τα βλαστάρια τους που παραδόθηκαν στου Πρώτου Μεγάλου Πολέμου το σφαγείο. Αίμα κοχλαστό, σαν κύμα παλιρροιακό, έτοιμο είναι, στο διάβα του το ορμητικό, όλους τους έμπορους του θανάτου να συμπαρασύρει, όλες εκείνες τις αυταπάτες, που οι δημιουργοί τους θαρρούσαν, πως είχα σφυρηλατήσει με γνώμονα τη γοητεία του αιώνιου, να ξεριζώσει. Και τέλος έρχονται οι ξωμάχοι, άλογα γέρικα, που τάφοι ομαδικοί τους προσμένουν.

Δεν έχουν άλλους χυμούς, στου κέρδους το βωμό, να καταθέσουν. Κανείς πλέον δεν τους χρειάζεται. Τώρα, όμως, αυτοί στα ροζιασμένα χέρια τους τη σημαία του μέλλοντος σφίγγουνε και προχωρούνε. Κι η στρατιά των απόκληρων καλπάζει. Με νερό ποταμίσιο μοιάζουνε, που ξάφνου λευτερώθηκε απ’ της κοίτης τα δεσμά και ξεχύθηκε στου κάμπου την απλοχωριά, χείμαρρος σωστός, έτοιμος να ξεριζώσει όποιο εμπόδιο στο δρόμο του σταθεί. Η καταιγίδα ξέσπασε κι οι αστραπές της φωτίσανε τον ερχομό της πολυπόθητης καινούργιας ημέρας. Κι η επανάσταση του Οκτώβρη καταγράφτηκε στης Ιστορίας τα κιτάπια. Άναψε φωτιές. Οι ανταύγειες φωτίζουν νεογέννητες ελπίδες. Το παιδί που γεννήθηκε απ’ της Γαλλικής Επανάστασης τη μήτρα κι απ’ του προλετάριου -παιδί της Bιομηχανικής Rπανάστασης- το σπέρμα, πραγματοποιεί έκπληκτο μα κι αποφασισμένο τα πρώτα βήματα στης Ιστορίας τη λεωφόρο. Μανιασμένα κύματα μπόλιασαν με την άρμη της Οκτωβριανής Eπανάστασης τα γεννητούρια.

Και τότε έγιναν οι ψίθυροι κραυγές, κι ο κόσμος όλος αφουγκράσθηκε της καινούργιας ζωής το σάλπισμα. Της γης οι κολασμένοι έτρεξαν από παντού, τον ερχομό του απρόσμενου να προϋπαντήσουν. Καβάλα στο στεναγμό τους κάλπαζαν αφηνιασμένα, κυνηγώντας μια ηλιαχτίδα απ’ της επανάστασης τον ήλιο ν’ αδράξουν, τις νύχτες του χειμώνα να φωτίσουν, τα σκοτάδια της βαρβαρότητας να διαλύσουν.

Τώρα όλοι πίστεψαν, πως ήλθε η ώρα να οικειοποιηθούνε την απεραντοσύνη της θάλασσας. Οι εκρήξεις των ηφαιστείων που οι λαοί ονειρεύτηκαν, τώρα, αχόρταγα τα μάτια τις καταγράφουν στης πραγματικότητας το ημερολόγιο. Η ανθρωπότητα στρέφει την προσοχή της στη φλεγόμενη Ρωσία, εκεί που σφυρηλατείται ο νέος άνθρωπος, ο νέος κόσμος της Ειρήνης, της δουλειάς, της γνώσης. Καινούργιες λέξεις εμφανίζονται στων λαών τα λεξιλόγια: Ισότητα, αλληλεγγύη, ανθρωπιά. Οι ανταύγειες της φωτιάς που άναψε η επανάσταση των Μπολσεβίκων φώτισαν τον ερχομό των καινούργιων ηρώων της ανθρώπινης Ιστορίας: Μαρξ, Λένιν, Τρότσκι, Μαγιακόφσκι. Οι αστοί καρδιοχτυπούν και τρέμουν μπρος του κομμουνισμού το φάντασμα, που απειλεί τις κοινωνίες της κλεψιάς, του ψεύδους και της εκμετάλλευσης με αφανισμό. Αρχίζουν να συζητούν, να διαπραγματεύονται με τους εργαζόμενους. Ο κόσμος αλλάζει. Το κράτος της ψευτιάς σείεται. Τα χρόνια, όμως, πέρασαν. Η Ιστορία έχει τους δικούς της ρυθμούς, τα δικά της κρυφά μονοπάτια. Έτσι, λοιπόν, ήλθε ο καιρός κι ο μύθος που μας ζέσταινε τις νύχτες της προσμονής βρέθηκε ολόγυμνος και νεκρός μες στην αγορά. Ίσως να φταίγανε οι σύντροφοι όταν ομόφωνα απεφάσιζαν την εκποίηση της ελπίδας, ίσως να φταίγαμε και εμείς που φτιάξαμε όνειρα ψηλότερα απ’ το μπόι μας.

Καθώς ο αιώνας ο εικοστός έδυε, καθώς οι ακτίνες του ψυχορραγούσαν πάνω στους βωμούς που θυσιάστηκε η μεγάλη ευκαιρία, οι λαοί αναμετρούν τις χαμένες μάχες, τους μάταιους ηρωισμούς, των άστρων τις αδιευκρίνιστες κατευθύνσεις, των τηλεσκοπίων οι παραμορφωτικοί φακοί. Κι όμως, αιώνα προδότη δεν θα ξεχάσουμε ποτέ, πάντα θα μνημονεύουμε τις εκρήξεις φωτός που ο έφηβος Οκτώβρης μας χάρισε.

Τα χρόνια πέρασαν. Ό,τι μ’ αίμα κέρδισαν οι λαοί, τώρα, οι ύαινες οι αχόρταγες, το παίρνουν πίσω. Κάθε μέρα ζούμε τη μετάλλαξή μας σ’ επαίτες. Στεκόμαστε αναποφάσιστοι στο σταυροδρόμι. Ο χρόνος κυλάει αμείλικτος. Καιρός των μεγάλων αρνήσεων. Καιρός να σηκώσουμε τα ορφανεμένα κόκκινα κοντάρια και εκεί να σφιχτοδέσουμε τις καινούργιες μας σημαίες με τα καινούργια συνθήματα και να σαλπίσουμε και πάλι ολομέτωποι επίθεση. Σύντροφοι η μνήμη είναι ζωή, η λήθη είναι θάνατος.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!