Όταν ο Δρόμος γεμίζει…
Συχνά-πυκνά, η ανάγκη μας να καλύψουμε με επάρκεια τις εξελίξεις και τα γεγονότα, ειδικά όταν αυτά έχουν μεγάλο βάθος και πολλές προεκτάσεις, πλημμυρίζει τις σελίδες της εφημερίδας μας με σημαντική ύλη που ξεχειλίζει. Ο απολογισμός από το Φεστιβάλ Resistance που αποτελεί πλέον θεσμό των κινημάτων, αλλά και πλατφόρμα συνάντησης πολιτών που αγωνίζονται απ’ όλο τον κόσμο, η βαρυσήμαντη ανάλυση, μετά το ιστορικό δημοψήφισμα στη Βρετανία, του παλαίμαχου μελετητή του καπιταλισμού και της αποικιοκρατίας Σαμίρ Αμίν και η διεισδυτική στα καθ’ ημάς ομιλία του βαθυστόχαστου διανοητή Λαοκράτη Βάσση με αφορμή την παρουσίαση του βιβλίου «5 λεπτά διάλλειμα» του Σωκράτη Μαντζουράνη, άλλαξαν τη διάρθρωση του Δρόμου και βρήκαν φιλόξενο χώρο και στις σελίδες του Περιπτέρου Ιδεών. Ο «περιπτεράς» θα σας αποζημιώσει για την απουσία του με ενδιαφέρον υλικό που ήδη συγκεντρώνει στην Πολωνία, συντροφιά με τους πολιτικούς πρόσφυγες που βρέθηκαν εκεί από το 1949…
Στ. Ελλ.
Το κείμενο είναι από την ομιλία του Λαοκράτη Βάσση στην εκδήλωση παρουσίασης του βιβλίου Πέντε λεπτά διάλειμμα του Σωκράτη Μαντζουράνη*
α. Θα αρχίσω την παρουσίαση του βιβλίου τού Σωκράτη Μαντζουράνη: Πέντε λεπτά διάλειμμα απ’ την εξαιρετικώς ενδιαφέρουσα γλώσσα του, από την τέχνη της γραφής των ογδόντα οχτώ συν ένα κειμένων του (τα ογδόντα οχτώ δημοσιευμένα απ’ το 2007 έως το 2015 στην Ενότητα και κυρίως στον Δρόμο της Αριστεράς και το ένα ο μικρός τους πρόλογος).
Πού, όμως, έγκειται το εξαιρετικώς ενδιαφέρον; Πέραν της τυπικά καλής γραφής της, γιατί είναι καλογραμμένα κείμενα, η εξαιρετική ιδιαιτερότητά της έγκειται στην πολύ προσωπική διάσταση του απλού και αβίαστα κουβεντιαστού πολιτικού λόγου. Που, με την οιονεί θεατρικότητά του, μια υποδόρια λαϊκή θεατρικότητα, και τη σχεδόν συζητητική βάση των αφηγήσεών του, υποβάλλει την ένταξη του αναγνώστη σε μια αόρατη συντροφιά διαλεγομένων για τα μικρότερα και μεγαλύτερα προβλήματα της καθημερινότητας και της ζωής. Όπου, βέβαια, οι καημοί της αριστεροσύνης, όπως δένονται και με τη Συριζική περιπέτεια, είναι βασανιστικά, θα πρόσθετα και αδιέξοδα, κυρίαρχοι.
Είναι επαρκής αυτή η απάντηση στο ερώτημα που έθεσα; Προφανώς όχι. Κι αυτό γιατί το ποιοτικό σ’ αυτή τη γραφή δεν είναι μόνο ζήτημα «μορφής». Υπάρχει κάτι το βαθύτερο, που τη διαπερνά σαν ουσιαστικό της γνώρισμα. Κι αυτό το κάτι είναι η γνήσια λαϊκότητα, με όλη την πολιτική, ιδεολογική κι ακόμα πιο πολύ με όλη την αξιακή της φόρτιση. Καθώς η λαϊκότητα είναι ιδιότητα αυθεντικής σχέσης με την «ψυχή» του λαού υπό την ευρύτερη πολιτιστική της έννοια, αυθεντικής σχέσης με την ιστορική «μοίρα» του λαού, εκφραζόμενη από τα …μέσα ως ταυτοτική ιδιότητα και ως στάση ζωής. Γιατί υπάρχει κι η απ’ τα …έξω εκδοχή της, η «υποδυόμενη» λαϊκότητα, η δήθεν δηλαδή λαϊκότητα, στις πολλές και «καλοδουλεμένες» συχνά μεταμφιέσεις της, πολιτικές και πολιτιστικές.
Στην περίπτωση των κειμένων που παρουσιάζουμε δεν αναρωτιέσαι για τη λαϊκότητά τους, γιατί την ανασαίνεις απ’ την πρώτη ως την τελευταία τους γραμμή, αφού μάλιστα είναι αυτή η γνήσια λαϊκότητα που, χωρίς να το καταλαβαίνεις, σε υποδέχεται σαν στο σπίτι σου και σε εντάσσει στην αόρατη «χορεία» των συζητητικών λαϊκών συνάξεων του συγγραφέα, που με τόση πειστική παραστατικότητα τις «στήνει» στις χρονογραφηματικές αποτυπώσεις του.
β. Προσπερνώντας τα «υφολογικά», αν και με τη «λαϊκότητα» αρχίσαμε να τα προσπερνάμε, θα μπούμε στην πολύ κρίσιμη διάσταση του περιεχομένου των κειμένων, κάνοντας την αυτονόητη παρατήρηση πως χωρίς ποιότητα περιεχομένου δεν μπορεί να μιλήσει κανείς σοβαρά για ποιότητα και αισθητική του λόγου, με δεδομένη πάντοτε τη διαλεκτική ενότητα μορφής και περιεχομένου, που αυτή, εντέλει, ορίζει το ήθος και το ύφος της γραφής.
Πώς όμως να παρουσιάσουμε το περιεχόμενο ογδόντα οχτώ αυτοτελών κειμένων, μερικά μάλιστα εκ των οποίων σηκώνουν και πολλή συζήτηση από μόνα τους;
Απ’ τους πολλούς τρόπους επέλεξα την ανάδειξη τριών βασικών γνωρισμάτων, που, ως κοινό και προσδιοριστικό υπόστρωμά τους, συνιστούν τη βαθύτερη και ενοποιό πολιτικο/ιδεολογική αριστερή τους «ουσία».
Πρώτο γνώρισμα, το οποίο έχω ήδη χαρακτηρίσει κυρίαρχο, είναι ο καημός της αριστεροσύνης, ο διάχυτος και μεγάλος καημός της αριστεροσύνης με όλες τις ιστορικο/ιδεολογικές τραυματικές και οραματικές της συμπυκνώσεις και συνδηλώσεις. Σε μια όμως ήρεμη ισορροπία, έτσι που ούτε τα «τραυματικά» να οδηγούν σε… ηρωϊκά μνημόσυνα ούτε τα «οραματικά» σε… μεταφυσικές απογειώσεις. Θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για μια ποιοτική αριστεροσύνη του μέτρου, που πρωτίστως την αναδεικνύουν το ήθος κι η φυσική αγνότητα που τη συνοδεύουν. Για μια όμως όλο πια και σπανίζουσα αριστεροσύνη, που τείνει να γίνει είδος εν τραγική ανεπαρκεία, ιδίως από τότε, ας μου επιτραπεί, που άρχισαν να λιγοστεύουν οι αριστεροί που ζουν την Αριστερά και να περισσεύουν οι αριστεροί που ζουν απ’ την Αριστερά.
Δεύτερο γνώρισμα, είναι ο κριτικός και αυτοκριτικός χαρακτήρας της αριστεροσύνης του και πολύ ιδιαίτερα της αριστερής του αγωνίας. Που είναι έντονα αναζητητική προς όλες τις κατευθύνσεις, χωρίς όμως ποτέ να χάνονται οι αριστερές συντεταγμένες της στάσης ζωής του, έστω κι αν είναι ζητούμενος ένας βαθύτερος επανορισμός τους, όπως, εμμέσως πλην σαφώς, τον βάζει στο στόμα του Μπάρμπα-Στρατή: «Να βρούμε πρώτα εμείς οι αριστεροί τα ίσα μας». Εδώ, όμως, βρισκόμαστε μπροστά σε έναν δύσκολο ιδεολογικό «κόμπο», που, ενώ δεν απασχολεί ευθέως, είναι πιεστικά κυρίαρχος πίσω από όλες σχεδόν τις γραμμές του βιβλίου, ή, για να μην είμαι υπερβολικός, πίσω απ’ τα περισσότερο ιδεολογικώς βαρύνοντα κείμενά του. Κι ο «κόμπος», το νήμα του «κόμπου», έχει δύο αινιγματικές άκρες. Η μια είναι το αριστερό παρελθόν, που ορίζεται από μια μεγάλη «ρήξη» (με το ΚΚΕ), χωρίς όμως να είναι λυμένο πλήρως το τι άφησε πίσω αυτή η «ρήξη» και τι πήρε μπροστά. Η άλλη άκρη είναι το αριστερό μέλλον, που οι «αμφισημίες» των νέων προταγμάτων προκαλούν μια ανησυχητική για την αριστερή του συνείδηση ρευστοποίηση, που ώρες-ώρες απειλεί κι αυτές τις όποιες αναθεωρημένες ή αναθεωρούμενες αριστερές ορίζουσες. Κι η αναζητητική του σκέψη δεν ενδίδει στον συνήθη…αριστερό πειρασμό να αποφανθεί «καθοδηγητικά» (δογματικά) επί του ζητήματος, αλλά αρκείται σε μια προϊδεαστική και σηματοδοτική προσέγγιση, που και δίνει το «στίγμα» του και μας βάζει μπροστά στο μεγάλο πρόβλημα του βαθύτερου, όπως είπαμε, «επανορισμού» των αριστερών συντεταγμένων σε τούτη την πολύ ύπουλη και πολύ ύποπτη καμπή της ιστορίας του τόπου μας. Θα σας δώσω απλώς δείγμα υποψιασμού γι’ αυτόν τον δύσκολο «κόμπο» γιατί τα πολλά θα τα βρείτε οι ίδιοι στο βιβλίο. Γράφει, λοιπόν, ο Σ.Μ.:
«Ρωτάς συντρόφους για ποια ακριβώς κοινωνία παλεύουμε και ακούς δεκάδες περιγραφές.
Ρωτάς ποιο σοσιαλισμό ονειρευόμαστε και τρελαίνεσαι με τους «σοσιαλισμούς» που ανακαλύπτεις.
Ρωτάς τη γνώμη του φορέα για την Ευρώπη και ανοίγονται μπροστά σου ένα σωρό μοντέλα.
Ρωτάς «με ποιους να πάμε» και πελαγώνεις απ’ την πολυμορφία του αριστερού μυαλού.
Ρωτάς τι είναι ταξικό, τι εθνικό, τι κοινωνικό και μετανιώνεις την ώρα και τη στιγμή που σκέφτηκες να ρωτήσεις.
Ρωτάς τι είναι αριστερός και Αριστερά και βλέπεις τον Μaρξ να σου σηκώνει το δάχτυλο, ξέρετε πώς».
Συμπληρώνοντας με το ακόμα ποιο ενδεικτικό και αφοπλιστικά προειδοποιητικό, μέσα απ’ την δήθεν χωρίς βάθος εξομολόγησή του: «Πόσο μπερδεύομαι και με τη… δημοκρατία, σύντροφοι!». Για να σημειώσω, έστω κι αν εδώ είμαστε όλοι υποψιασμένοι, πως ο φίλος μας δεν νοσταλγεί τη χαμένη ασφάλεια του «δόγματος», ασφάλεια ιδεολογικού κοιμητηρίου, αλλά φοβάται την χωρίς σύνθεση βολική «δημοκρατία» του παγιδευτικά χαοτικού πλουραλισμού και όλα τα συμπαρομαρτούντα, αυτά δηλαδή που συνιστούν τη δεύτερη αινιγματική άκρη του άλυτου ιδεολογικού «κόμπου».
Τρίτο, τέλος, γνώρισμα, ως εμπράγματη διάσταση των δύο προηγούμενων, του αριστερού δηλαδή καημού και της αριστερής αγωνίας, είναι η Συριζική περιπέτεια, όπως περνάει μέσα απ’ τις περισσότερες σελίδες του βδομαδιάτικου πολιτικού του «ημερολογίου». Ποιο είναι εδώ το μείζον στη γραφή του Σ.Μ.; Είναι η κριτικά, προβλεπτικά και προειδοποιητικά άγρυπνη αριστερή του συνείδηση, αγωνιωδώς άγρυπνη, που διαρκώς φωτίζει επικίνδυνες ανεπάρκειες της Συριζικής Αριστεράς τόσο πριν από τη «διακυβέρνησή» της, όταν αυτές ήταν το σύνηθες να επικαλύπτονται εκ των ένδον… για να μη χαλάει η «εικόνα», όσο και κατά την «διακυβέρνηση», όταν είχαν πια αρχίσει όλο και περισσότερο να σεργιανάνε γυμνές στις… ρούγες. Κι αυτά πριν απ’ την οδυνηρή αναδίπλωση (3ο Μνημόνιο!) και το στρατηγικό «βραχυκύκλωμα» που έχει προκαλέσει στην πορεία του τόπου μας προς το μέλλον, όπως, δίκην χρησμού, το…ξορκίζει απ’ το 2013 με την «τραυματική» υπαινικτικότητά του, έστω κι αν η αντιστοίχιση σηκώνει πολλή συζήτηση: «Και τρόμαξα όταν συνειδητοποίησα πόσο μικρή είναι η απόσταση Φάληρο – Βάρκιζα. Δυστυχώς!». Δεν μπορώ, όμως, να μη σημειώσω πως αυτό το μείζον της αγωνιωδώς άγρυπνης αριστερής του συνείδησης πρωτίστως, ορίζεται από ένα υποδειγματικό ήθος πολιτικού πολιτισμού, που, χωρίς καθόλου εκπτώσεις, δεν αφήνει περιθώρια εκτροπών στο περισσεύον εσχάτως «είδος» ενός πολύ ακραίου και εμπαθούς αντι-τσιπρισμού, που είναι κάκιστο υποκατάστατο μιας, υποτίθεται, ασυμβίβαστης… αριστεροφροσύνης αλλά και νερό τελικά στο μύλο των «μέσων της διαπλοκής» και των φανατικών της απέναντι «όχθης».
Αξίζει να μελετηθεί η ιδεολογική ποιότητα αυτού του αριστερού κριτικού ήθους του Σ.Μ., που τόσο πολύ το έχουμε ανάγκη στα πολύ μουντά χρόνια που έχουμε μπροστά μας, αν πραγματικά θέλουμε να βρούμε τα… χαμένα σημεία του ορίζοντα ως Αριστερά και ως εθνική συλλογικότητα.
γ. Παρ’ ότι πολύ θα ήθελα να σταχυολογήσω και να αναλύσω μερικά εξαιρετικά δείγματα αυτού του αριστερού κριτικού λόγου, με έμφαση στα «καμπανάκια» και στις «καμπάνες» που χτυπάει για τη Συριζική περιπέτεια, όπως επίσης και να αφιερώσω λίγα σχόλια στο πολιτικό χρονογράφημα, που με τόση επιτυχία υπηρετεί ο συγγραφέας, υποχρεούμαι, λόγω χρόνου, να ολοκληρώσω με κάποια επιλογικά και κατ’ ανάγκην υπαινικτικά ερωτήματα, πολύ ενδεικτικά των αναγωγικών μου σκέψεων και σκεπτικισμών για τα «πίσω» απ’ τις γραμμές του βιβλίου, που, κατά ένα τρόπο, συνιστούν και εναύσματα βαθύτερου διαλόγου» με τον συγγραφέα αλλά και με όλους σας.
Ερώτημα πρώτο: Εν ονόματι ποιας Αριστεράς, απ’ τις… πολλές, και ποιας μελετημένης στρατηγικής για την Αριστερά και τον τόπο μας ασκήσαμε (και ασκούμε) την όποια κριτική στη Συριζική «περιπέτεια»;
Ερώτημα δεύτερο: Πόσο συνέβαλε αυτή μας η κριτική στην καθαρή αποσαφήνιση του στρατηγικού διακυβεύματος της αριστερής «διακυβέρνησης» αλλά και στη θεωρητική «θωράκιση» για την αντιμετώπιση της τείνουσας στην «ενσωμάτωση» διαχειριστικής δυναμικής; Αλλά και πόσο συνέβαλε στην άρθρωση αριστερού πατριωτικού λόγου ΕΑΜικού «στίγματος», απογυμνωτικού του «ευρωπαθούς» και «νεοταξικού» στο βάθος του αντι-πατριωτισμού της περίπου κυρίαρχης επικοινωνιακά ομάδας των εν ευρεία εννοία «δικαιωματιστών» εντός ΣΥΡΙΖΑ, που είναι και η… αριστεροφανής ιδεολογικά τάση της «ενσωμάτωσης»;
Ερώτημα τρίτο: Πόσο φωτίστηκαν τα βαθύτερα αίτια της «χρεοκοπίας της Μεταπολίτευσης» και πιο πολύ το στρατηγικό βάθος αυτής της «χρεοκοπίας» ως ρήγματος που ανέκοψε την ιστορική κανονικότητα της πορείας του τόπου μας προς το μέλλον, μετατρέποντάς τον σε μετανεωτερική αποικία χρέους; Αλλά και πόσο «δουλεύτηκε» ιδεολογικά το βάθεμα της ρήξης με τις νοσηρότητες της Μεταπολίτευσης, που παρέμειναν… κυρίαρχες; Πόσο, τελικά, αναδείχτηκε το αδυσώπητα ανελαστικό δίλημμα της «χρεοκοπίας»: διαχειριστική υποτέλεια ή εθνική αξιοπρέπεια, που καθιστά, για μια ακόμη φορά, την εθνική ανεξαρτησία πρώτιστο εθνικό μας αίτημα;
Ερώτημα τέταρτο και τελευταίο: Περνώντας απ’ τα λίγα παρελθοντοκεντρικά στο «τι κάνουμε τώρα», ρωτώ κι αναρωτιέμαι, αν, έχοντας πια την ώριμη γνώση, κατά τα ΕΑΜικά πάλι πρότυπα, της διασύνδεσης του «αριστερού» με το «εθνικό», αυτονόητα και με το «λαϊκό», άρα και με την «πολιτιστική ιθαγένεια», συνυφασμένη με μια γηγενή αριστερή σχολή σκέψης που θα τερματίζει τον έρποντα αριστερό μεταπρατισμό, αν, λοιπόν, έχουμε και την ώριμη αριστερή συνείδηση των σωστών ιεραρχήσεων των στόχων μας, με την εθνική ανεξαρτησία να βρίσκεται άνευ ετέρου στην κορυφή τους. Που, εντέλει, σημαίνει, με δεδομένη την ιστορική οριακότητα αυτής της περιόδου, αν έχουμε συνείδηση πως η εθνική στρατηγική της αναθεμελίωσης, της ανόρθωσης και της αναγέννησης είναι κατεπείγουσα υπαρξιακή αναγκαιότητα, οπότε και υπαρξιακή προτεραιότητα, για τον τόπο μας. Χωρίς την οποία, είτε ομφαλοσκοπώντας είτε βάζοντας το κάρο μπροστά απ’ το άλογο, παύουμε να «συνομιλούμε» με το μέλλον της εθνικής μας συλλογικότητας!
…Με τα πολύ ενδεικτικά ερωτήματά μου και αφήνοντας στην άκρη, λόγω κλεψύδρας, πολλά άλλα «επίδικά» μας, ίσως και πιο επίμαχα, ελπίζω να έριξα λίγο φως και στην «πίσω αυλή» του βιβλίου και της Αριστεράς, χωρίς να… θολώσω το μυαλό σας και πιο πολύ χωρίς να σας κάνω να αναρωτιέστε για το πού το πάω μ’ αυτά που ρωτάω. Γιατί, το πάω στα πολύ δύσκολα «εν ονόματι» της «στάσης» μας, που αυτά τη δικαιώνουν ή δεν τη δικαιώνουν, είτε, ας πούμε, κάποιοι είναι πια απέναντι στην «αναδιπλωμένη» ιστορική ευκαιρία της «πρώτης φοράς Αριστερά» είτε κάποιοι άλλοι εξαντλούμε, με γνώμονα τη μεγάλη «εικόνα», τα όποια περιθώρια αποτροπής τής… σοβούσας μετεξέλιξης της οδυνηρής τακτικής αναδίπλωσής της σε στρατηγική αναδίπλωση (υποτελής ενσωμάτωση!), που για το επικυρίαρχο «ιερατείο της δυτικοκρατίας» είναι η άλλη εκδοχή της «αριστερής παρένθεσης».
* Η εκδήλωση έγινε στην ΕΣΗΕΑ, 22/6/2016