Η βαθιά κρίση του κεντροαριστερού και σοσιαλδημοκρατικού χώρου είναι κι αυτή από τα συμπτώματα της σύγχρονης φάσης της ολόπλευρης κρίσης στη Δύση. Ειδικά στην Ευρώπη, τα αδιέξοδα στα οποία οδήγησαν οι αναδιαρθρωτικές πολιτικές των τελευταίων δεκαετιών, η αποδοχή των νεοφιλελεύθερων συνταγών κι από τις δύο μέχρι πρόσφατα κυρίαρχες «πολιτικές οικογένειες», οι μεγάλοι συνασπισμοί και οι ακόμα πιο μεγάλες συναινέσεις, οδήγησαν τελικά στην καταβαράθρωση των κεντροαριστερών κομμάτων. Τα οποία είδαν τις δυνάμεις τους να απομειώνονται παντού, μέχρι το σημείο σχεδόν της διάλυσης σε μια σειρά περιπτώσεις (Γαλλία, Ιταλία, Ελλάδα, πολλές κεντροευρωπαϊκές χώρες κ.λπ.).

Ιστορικά υπήρξε μια οριοθέτηση ανάμεσα στις δυνάμεις της συντήρησης του σημερινού συστήματος κοινωνικών σχέσεων και της προόδου της κοινωνίας προς μια άλλη κατεύθυνση. Από τις αρχές του εικοστού αιώνα, η «πρόοδος» γνώρισε έναν μεγάλο διχασμό. Στην Ευρώπη, με το προχώρημα του ψυχρού πολέμου και όσα ακολούθησαν, η σοσιαλδημοκρατία κυριάρχησε στο «στρατόπεδο» της προόδου –αν υποθέσουμε απλοποιητικά ότι υπήρχε κάτι τέτοιο. Οι «παραδοσιακές» αριστερές δυνάμεις έχασαν τη μάχη και ουσιαστικά υπάχθηκαν στη σοσιαλδημοκρατία ή οδηγήθηκαν στο περιθώριο της πολιτικής αντιπαράθεσης. Έτσι, το δίπολο προόδου – συντήρησης μορφοποιήθηκε πολιτικά (προσαρμοζόμενο βέβαια και αλλοιωμένο) σε μεγάλο βαθμό στην πόλωση μεταξύ Δεξιάς και Κεντροαριστεράς ή σοσιαλδημοκρατίας.

Η είσοδος στην περίοδο της παγκοσμιοποίησης και οι οικονομικές και κοινωνικές αλλαγές που τη συνόδευσαν, άλλαξαν οριστικά το τοπίο. Ειδικά στον χώρο της Ευρώπης, η αποσάθρωση τόσο του κοινωνικού κράτους, όσο και του βάρους της υπόστασης του ίδιου του έθνους-κράτους ανατίναξε, εκτός των άλλων, και το έδαφος της σοσιαλδημοκρατικής «πρότασης». Οι παλιές διαχωριστικές γραμμές θόλωσαν μέχρι εξαφάνισης και οι κεντροαριστερές δυνάμεις έχασαν κάθε δυνατότητα άσκησης διαφορετικής πολιτικής, παίρνοντας διαζύγιο από την παραδοσιακή κοινωνική τους βάση. Ανοιχτά πλέον πήραν θέση, ακόμα και σε επίπεδο διακηρύξεων, εναντίον κάθε ιδέας προόδου ή αλλαγής του κατεστημένου συσχετισμού, ενώ τα στελέχη και οι ηγέτες τους έγιναν οι πιο φανατικοί ιεραπόστολοι της παγκοσμιοποίησης.

Δεν πρόκειται απλώς για θέμα διαχείρισης εκλογικής πελατείας ή πολιτικού «μάρκετινγκ». Δεν περιήλθε σε κρίση μόνο η πολιτική εκπροσώπηση της «προόδου», αλλά το ίδιο το περιεχόμενό της. Το τι είναι συντηρητικό και τι προοδευτικό, τι αποτελεί οπισθοδρόμηση και τι «εκσυγχρονισμό», αυτά έπαψαν να είναι σαφή, όσο μπορούμε να πούμε ότι ήταν τις προηγούμενες δεκαετίες. Μαζί με αυτά, έγινε χαοτική η απόσταση στο πολιτικό πεδίο ανάμεσα στους λαούς και τις πολιτικές ελίτ. Δεν έπαψαν απλώς να συμβιβάζονται τα συμφέροντά τους, αλλά σταμάτησαν να μιλούν την ίδια γλώσσα. Σχεδόν στην κυριολεξία.

Ο θυμός για τις πολιτικές ελίτ τον οποίο τροφοδοτεί αυτό το χάσμα, μαζί βέβαια με το υλικό υπόστρωμα που αυτό έχει (χαρακτηριστική από αυτή την άποψη η πρόσφατη εξέλιξη στη Γαλλία), αντιμετωπίζεται από τις ελίτ με τον ζουρλομανδύα του «λαϊκισμού» και του «εθνολαϊκισμού». Με αυτόν ντύνουν όποιον είναι τόσο «τρελός» ώστε να εξεγείρεται εναντίον τους. Η συστράτευση Κεντροδεξιάς – Κεντροαριστεράς σε αυτή τη νέα αντιπαράθεση, κάνει ακόμα πιο βαθιά την κρίση ταυτότητας ειδικά της δεύτερης, τη στιγμή που νέες πολιτικές δυνάμεις αναδύονται από το εσωτερικό ή από το περιθώριο του πολιτικού συστήματος.

Η ανασύσταση είναι χρήσιμη ακριβώς για να μετατοπιστεί και πάλι το επίκεντρο της πολιτικής αντιπαράθεσης μακριά από το πεδίο του «λαϊκισμού». Εκεί ακριβώς εδράζεται όμως και η τεράστια δυσκολία της

Μια διαδικασία ανασύστασης της Κεντροαριστεράς μοιάζει απαραίτητη για την αναστήλωση συνολικότερα του πολιτικού συστήματος στην Ευρώπη, του οποίου η παρατεταμένη κρίση ανησυχεί τις ελίτ. Εκτός κι αν άλλα, πιο «προχωρημένα» σενάρια πέσουν στο τραπέζι. Μόνο που η ανατιναγμένη βάση μιας τέτοιας πολιτικής δύναμης, τίποτα δεν δείχνει ότι επανασυντίθενται, το αντίθετο ισχύει. Το μεγάλο πρόβλημα έγκειται και πάλι στην απόσταση ανάμεσα στην πολιτική και την κοινωνική πραγματικότητα. Η πολιτική διαχείριση κηρύσσοντας τον πόλεμο στον λαϊκισμό, κηρύσσει στην πραγματικότητα τον πόλεμο όχι μόνο στον ίδιο τον λαό αλλά και με μια έννοια στην ίδια την πραγματικότητα και τα προβλήματα που αναδύονται από αυτήν. Η ενασχόληση με αυτά (φτώχεια, εξαθλίωση, δημοκρατία, μετανάστευση, εθνική κυριαρχία κ.λπ.), ακόμα και η υπόνοια ότι θα μπορούσαν να υπάρχουν διαφορετικές προσεγγίσεις για αυτά, η ίδια η πολιτική δηλαδή στην ουσία της, είναι στο στόχαστρο.

Η ανασύσταση αυτή είναι χρήσιμη ακριβώς για να μετατοπιστεί και πάλι το επίκεντρο της πολιτικής αντιπαράθεσης μακριά από το πεδίο του «λαϊκισμού». Εκεί ακριβώς εδράζεται όμως και η τεράστια δυσκολία της. Βέβαια, η πολιτική δεν είναι το «βασίλειο» του πραγματικού, και το φαινόμενο είναι πάντα πιο πλούσιο και «παρδαλό». Φαίνεται όμως ότι μόνο σε συνθήκες ενός πλήρως «μεταμοντέρνου» και μεταδημοκρατικού πολιτικού σκηνικού (από αυτή την άποψη, μάλλον έχουμε ακόμα ένα ελληνικό πείραμα) θα μπορούσε να λειτουργήσει ο εγκλωβισμός μέσα σε πιο συμβατά δίπολα. Αφήνοντας όμως και πάλι αναγκαστικά πολύ κόσμο (και κυρίως τους πιο «πληβείους») έξω από το πολιτικό παιχνίδι.

Η εγχώρια περίπτωση

Η πασοκική χρεοκοπία υπήρξε από τις πιο παταγώδεις αυτής της ιστορίας, καθιερώνοντας μέχρι και διεθνή όρο (pasokification). Η μνημονιακή διαχείριση συρρίκνωσε το κόμμα του ΓΑΠ. Μετά την απολύτως φαλκιδευμένη μορφή «προόδου» (που όμως, μην ξεχνάμε, είχε θριαμβεύσει εκλογικά λίγους μήνες πριν το μνημόνιο και φάνταζε παντοδύναμη), δοκιμάστηκε και μια άλλη εκδοχή, αυτή του ΣΥΡΙΖΑ. Αυτός γρήγορα επέλεξε τον «κεντροαριστερό» δρόμο, απευθυνόμενος στην αρχή εκλογικά στον χώρο της και λίγο αργότερα κινούμενος στις ράγες της, ήδη πριν αναδειχτεί στη διακυβέρνηση. Το αν παίχτηκε ποτέ ουσιαστικά σε αυτό τον χώρο το «στοίχημα» κάποιου άλλου δρόμου, έστω και με ελάχιστους όρους και προϋποθέσεις, πέρα από αυτόν της «προόδου – συντήρησης» με τους γνωστούς όρους, είναι άλλο θέμα και ξεφεύγει από το παρόν.

Όσο για την κεντροαριστερή ανασύσταση στην Ελλάδα, αυτή πλέον περνά μέσα από την απόπειρα του κυβερνητικού κόμματος, και ειδικά του επικεφαλής του, να ηγεμονεύσει στον ευρύτερο χώρο. Όχι όμως πλέον με όρους κάποιας «Αριστεράς» που συνδιαλέγεται με το Κέντρο, αλλά εμφανιζόμενο το ίδιο ως οργανικό και το «πρωτοπόρο» μέρος του κεντροαριστερού χώρου. Η έκβαση του σημερινού, πολύ φτωχότερου σε ενδιαφέρον, στοιχήματος εξαρτάται από το μέγεθος της φθοράς που θα εισπράξει τελικά ο ΣΥΡΙΖΑ. Θα είναι αυτή τέτοια που θα επιτρέψει ηγεμονικές κινήσεις απέναντι στις άλλες δυνάμεις; Ή θα αφήνει περιθώριο για να μπορούν οι «ενδιάμεσοι» να ανασυγκροτηθούν και να διαπραγματευτούν με άλλους όρους μαζί του; Το μόνο σίγουρο είναι ότι οι κινήσεις αυτές εξελίσσονται σε ένα έδαφος συστημικής παλινόρθωσης, στον αντίποδα οποιασδήποτε ριζοσπαστικής διαδικασίας γνώρισε τα τελευταία χρόνια το κοινωνικό σώμα.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!