Όλοι οι μεγαλύτεροι θυμόμαστε τον «Ακάκιο» τον καλόγερο που πρωταγωνίστησε σε μια από τις πιο επιτυχημένες διαφημιστικές καμπάνιες του παρελθόντος. Ο Κώστας Κρομμύδας, γνωστός ηθοποιός και συγγραφέας δίνει ακριβώς αυτόν τον τίτλο –«Ακάκιε»– στο νέο του μυθιστόρημα που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Διόπτρα».

Καθόλου τυχαία άλλωστε, αφού μέσα από τη μυθοπλασία μιλά για τη ζωή του Λευτέρη Μαντζίκα, ενός ανθρώπου που ξεκινώντας από ένα μικρό χωριό –τη Λιγοψά των Ιωαννίνων– κατάφερε να γίνει από τους σκαπανείς της Βιομηχανίας Ζυμαρικών στη χώρα μας.

Ο συγγραφέας ζωντανεύει αυτή την ξεχωριστή προσωπικότητα αλλά και την εποχή που έδρασε. Τον παρακολουθούμε σε όλη αυτή τη δύσκολη ζωή που έζησε σε πολύ κρίσιμα χρόνια και για τη χώρα. Δουλειά και διαμονή σε φούρνο, σίτιση με βιβλιάριο από ταβέρνα, νυχτερινό σχολείο…

Εργάστηκε και στο περίφημο παντοπωλείο των αδελφών Κίκιζα στον Κολωνό, ίσως το πρώτο «σουπερμάρκετ» της Αθήνας, απ’ όπου γεννήθηκε η άλλη μεγάλη εταιρεία ζυμαρικών, η «Μέλισσα».

Και μετά ο πόλεμος, όπου βρέθηκε στην πρώτη γραμμή και βίωσε την τραυματική υποχώρηση. Η Κατοχή, ο φόβος, η αγωνία, αλλά και η ελπίδα για ένα καλύτερο μέλλον… Το 1945 ιδρύει στην Αθήνα τη βιοτεχνία ζυμαρικών Ρεκόρ με συνεργάτη τον φίλο του Εμμανουήλ Παπαναστασίου. Το 1953 εξαγόρασαν την επωνυμία της εταιρείας MISKO. Η εταιρεία είχε ξεκινήσει ως εργαστήρι παραγωγής ζυμαρικών στον Πειραιά από τον Φώτη Μιχαηλίδη, βιοτέχνη ζυμαρικών από τη Μικρά Ασία, και τον Μίνωα Κωνσταντίνη από τα Χανιά. Δημιουργήθηκε το εργοστάσιο στην Πάτρα και για πρώτη φορά εμφανίστηκαν στην αγορά συσκευασμένα ζυμαρικά, τα οποία μέχρι τότε πωλούνταν χύμα.

Πρωτοπόροι και στη διαφήμιση με τον «Ακάκιο». Μια ιδέα που ξεπήδησε από ένα ταξίδι στα Μετέωρα, όπου πράγματι είδαν να διαδραματίζεται η σκηνή με δυο καλόγερους, όπως αυτή που πέρασε και στο διαφημιστικό σποτ. Ο ένας καβάλα στο γαϊδουράκι κι ο άλλος να του φωνάζει «Ακάκιε, μη ξεχάσεις τα μακαρόνια»!

Το 1992 η εταιρεία εξαγοράστηκε από την ιταλική Barilla…

Το μυθιστόρημα του Κώστα Κρομμύδα, με θαυμάσια αφήγηση που κρατά συνεχώς αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη, μπορεί να θεωρηθεί και ως μια συμβολή στην ιστορία της ελληνικής βιομηχανίας και της αστικής τάξης στην Ελλάδα.

Και μάλιστα της μερίδας που ξεκίνησε κυριολεκτικά από το μηδέν για να δημιουργήσει επιχειρηματικούς κολοσσούς. Μέχρι που ήρθαν οι τελευταίες δεκαετίες και άρχισε η αποβιομηχάνιση, ενώ πολλές ελληνικές παραγωγικές επιχειρήσεις πέρασαν σε ξένα χέρια.

Οι συγκρίσεις με ανθρώπους σαν τον Μαντζίκα, ο οποίος ακολουθώντας το παράδειγμα Ηπειρωτών άλλων εποχών υπήρξε και εθνικός ευεργέτης, με σύγχρονους «επιχειρηματίες» είναι συντριπτικές για τους τελευταίους.

Στο τέλος του βιβλίου παρατίθενται και πραγματικά βιογραφικά στοιχεία του Λευτέρη Μαντζίκα καθώς και η σχετική βιβλιογραφία. Έχουμε πολλά να μάθουμε και να σκεφτούμε διαβάζοντας αυτό το μυθιστόρημα.

«Συρρικνώνονται οι παραγωγικές μονάδες αλλά και οι μικρές οικογενειακές επιχειρήσεις στον τομέα του εμπορίου, που είναι η συνέχεια της παραγωγής. Οι ελληνικές επιχειρήσεις χρειάζονται κρατική στήριξη αλλά και αλληλοστήριξη. Στο βιβλίο υπάρχει ένα κεφάλαιο που αποδεικνύει περίτρανα τη σημασία του να στηρίζουν οι παραγωγοί τους εμπόρους αλλά και οι έμποροι τους παραγωγούς»

Πώς αποφάσισες να καταπιαστείς με το συγκεκριμένο θέμα; Έπαιξαν ρόλο οι οικογενειακοί δεσμοί;
Καταρχάς, το γεγονός πως ο πρωταγωνιστής του βιβλίου μου, ο Λευτέρης Μαντζίκας, ήταν ο παππούς της γυναίκας μου, μου έδωσε την ευκαιρία να τον γνωρίσω από κοντά αλλά και να έχω εδώ και χρόνια επαφή με όλα του τα αγαπημένα πρόσωπα. Αυτό ήταν τύχη, τιμή αλλά και η μεγαλύτερη έμπνευση για μένα. Ήθελα για πολλά χρόνια να γράψω αυτό το βιβλίο αλλά ποτέ δεν ένιωθα έτοιμος. Έγινε τώρα. Η εύκολη πρόσβαση στο σπίτι που έμενε, οι αφηγήσεις των οικείων του, αλλά και τα προσωπικά του αντικείμενα, βοήθησαν πολύ. Περισσότερο όμως οι όμορφες κουβέντες που έκανα μαζί του και όλες οι μοναδικές ιστορίες που μου αφηγήθηκε.

Πού τελειώνει η ιστορία και αρχίζει η μυθοπλασία;
Όσο έγραφα το βιβλίο είχα φτάσει στο σημείο να μην ξεχωρίζω τι από όλα αυτά ήταν αλήθεια και τι είχα φανταστεί εγώ ο ίδιος. Σε γενικές γραμμές, το μεγαλύτερο ποσοστό των γεγονότων είναι πραγματικά αλλά υπάρχουν και αρκετά μυθοπλαστικά –τόσο πρόσωπα όσο και σκηνές– που είτε έλειπαν από το μπαούλο με το υλικό μου, είτε έπρεπε να τα αφαιρέσω ή να τα προσθέσω εγώ ώστε να διαμορφώσω την ιστορία στα πλαίσια του μυθιστορήματος.

Τι είναι αυτό που σε αγγίζει περισσότερο στην προσωπικότητα του ήρωά σου;
Ο Λευτέρης ήταν γεμάτος χάρες και αρετές. Δύο είναι τα στοιχεία του που όσο το σκέφτομαι άλλο τόσο εντυπωσιάζομαι από την προσωπικότητα του. Ήταν ο συνδυασμός της καλοσύνης που είχε στην καρδιά του και της διορατικότητας που πήγαζε από το μυαλό του. Θα έλεγα ότι ήταν αυτό που λέμε ένας συνδυασμός ακαταμάχητος.

Διαβάζω πως υπάρχουν και κινηματογραφικά σχέδια. Να αναμένουμε εξελίξεις;
Ναι, η εταιρεία παραγωγής «Αργοναύτες» έδειξε ενδιαφέρον για την πλοκή του βιβλίου πολύ πριν εκδοθεί. Αυτό ήταν ιδιαίτερη τιμή για εμένα και το γεγονός με ξάφνιασε και μου έδωσε πολλή χαρά. Έχουμε υπογράψει συμβόλαιο και ευελπιστώ μέσα στην επόμενη χρονιά να ξεκινήσουν τα γυρίσματα της ταινίας. Μέχρι τότε, όμως, έχουμε πολύ δρόμο μπροστά μας.

Υπάρχουν σήμερα άνθρωποι/επιχειρηματίες σαν τον Λευτέρη Μαντζίκα;
Το ελπίζω και το εύχομαι και σίγουρα κάποιοι θα υπάρχουν, αλλά πιστεύω πως είναι ελάχιστοι, ίσως μετρημένοι στα δάχτυλα του ενός χεριού. Ο Λευτέρης δεν ξέχασε ποτέ από πού ξεκίνησε, ούτε το ποσό δύσκολα έζησε μέχρι να δημιουργήσει τη μεγαλύτερη ελληνική βιομηχανία ζυμαρικών της εποχής.

Δεν σε θλίβει το γεγονός πως συρρικνώνονται οι παραγωγικές μονάδες στη χώρα μας;
Αφάνταστα και το πρόβλημα μεγαλώνει διαρκώς. Συρρικνώνονται και οι παραγωγικές μονάδες αλλά και οι μικρές οικογενειακές επιχειρήσεις στον τομέα του εμπορίου, που είναι η συνέχεια της παραγωγής. Οι ελληνικές επιχειρήσεις χρειάζονται κρατική στήριξη αλλά και αλληλοστήριξη. Στο βιβλίο υπάρχει ένα κεφάλαιο που αποδεικνύει περίτρανα τη σημασία του να στηρίζουν οι παραγωγοί τους εμπόρους αλλά και οι έμποροι τους παραγωγούς. Για τον Λευτέρη ήταν πολύ σημαντική η αλληλεγγύη αλλά και η ενσυναίσθηση.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!