«Μιθριδατισμός αποκαλείται η πρακτική της αυτοπροστασίας από τη δράση ενός δηλητηρίου μέσω της σταδιακής αυτοχορήγησης σε μη θανατηφόρες δόσεις.
Ο όρος προέρχεται από τον Μιθριδάτη ΣΤ΄, βασιλιά του Πόντου (134π.Χ.-63π.Χ.), ο οποίος, εξαιτίας του μεγάλου φόβου του μήπως τον δηλητηριάσουν, χορηγούσε στον εαυτό του βαθμιαία αυξανόμενες μη θανατηφόρες δόσεις δηλητηρίου, ώστε να αναπτύξει τελικά ανοσία.
Ο όρος χρησιμοποιείται και μεταφορικά, για να περιγράψει τη σταδιακή εξοικείωση και αποδοχή πραγμάτων που προηγουμένως θεωρούνταν ιδιαίτερα επικίνδυνα».

Αυτά διαβάζουμε στο προσφιλές Διαδίκτυο, σε εποχές που ψάχνουμε τρόπους να αποκτήσουμε ανοσία απέναντι σε έναν κορωνοϊό και στη σταδιακή μας εξοικείωση με έναν εγκλεισμό που ούτε τον φανταζόμασταν δυο χρόνια πριν. Ίσως η προσαρμοστικότητα του ανθρώπου να είναι ένας από τους λόγους που μπόρεσε να επιβιώσει, σε σχέση με άλλα είδη που δεν επέδειξαν αυτήν την ικανότητα. Η προσαρμοστικότητα έχει όμως όρια, όπως όλα τα πράγματα σε τούτη τη ζωή. Επομένως, δικαιολογούμαστε να αναρωτηθούμε για τον βαθμό μιθριδατισμού που έχει αναπτύξει η κοινωνία μέσα σε ειδικές συνθήκες. Και να ανασκαλίσουμε λίγο το πού μπορεί να φτάσει αυτή η διαδικασία αν δεν αντιστραφεί – ιδιαίτερα η εξοικείωση με τη φθορά, τη συρρίκνωση, την απελπισία.

Προχθές ένα παλληκάρι 15 χρονών αυτοκτόνησε στο Κερατσίνι. Η είδηση πέρασε στα ψιλά, γιατί άλλα θέματα καταλάμβαναν τον δημόσιο χώρο. Με άλλους πρωταγωνιστές, με άλλα επίδικα και αιτούμενα. Κι όμως, αυτή η αυτοκτονία του 15χρονου κατά τη γνώμη μου θα έπρεπε να είναι κεντρικό ζήτημα. Επειδή, συμβολικά και κυριολεκτικά, απεικονίζει ένα μεγάλο αδιέξοδο που ορθώνεται, και ένα άκρως πεσιμιστικό και πεισιθάνατο τοπίο που δημιουργείται. Ίσως φανεί υπερβολικό, αλλά το ζούμε: υπάρχουν νέοι άνθρωποι που πιστεύουν ότι αυτό που συμβαίνει δεν θα σταματήσει, δεν θα περάσει, θα είναι διαρκές. Όσοι χάρηκαν με την τηλε-εκπαίδευση και την τηλε-εργασία θα πρέπει να βαράνε το κεφάλι τους στον τοίχο όταν καταλάβουν τι τεράστιο πρόβλημα δημιουργεί αυτή η προσαρμογή. Λένε πως σε μια πυρηνική καταστροφή ίσως επιζήσουν οι κατσαρίδες. Τώρα όμως πειραματίζονται με μεγάλους πληθυσμούς και διαπιστώνουν πώς αντιδρούν σε καταστάσεις εγκλωβισμού, ελέγχου, αναπροσαρμογής του χρόνου και του χώρου, σε καταστάσεις εξαίρεσης και έκτακτης ανάγκης.

Δεν έχουμε αντίδοτα, ούτε ανοσία απέναντι σε όλα τα δηλητήρια που μας σερβίρονται. Καταπίνουμε τρόφιμα, καταναλώνουμε φάρμακα, αναπτύσσουμε ασθένειες και νεοπλασίες από το μολυσμένο με ραδιενέργεια και χημικά περιβάλλον. Γίνεται όμως και διαρκής έγχυση ιδεολογικών σχημάτων στους οργανισμούς μας για να τροποποιήσουν όχι απλά το DNA, αλλά για να αποβάλλουν το ειδολογικό μας χαρακτηριστικό ως ζώου κοινωνικού – και άρα πολιτικού. Η στείρωση που θέλουν να επιτύχουν και όλα τα μέτρα που παίρνονται (υπό τις ευχές μιας υποταγμένης και άκριτης επιστήμης) κατευθύνονται προς μια μετάλλαξη, έναν εξανδραποδισμό του ανθρώπου. Μπορούμε να το υποστηρίξουμε σθεναρά: αυτό το σχέδιο, που αποβλέπει στη διαιώνιση ενός συστήματος, αποτελεί τη μεγαλύτερη ουτοπία (με αντίστροφη έννοια). Αναφερόμαστε στην προσπάθεια εγκλεισμού – περιχαράκωσης – εξουθένωσης μιας ανθρωπότητας στις κλίμακες που θέλει ή νομίζει ότι μπορεί ένα σύστημα βαθιά γερασμένο και καταπιεστικό. Το ερώτημα σε γενικές γραμμές είναι τι μπορεί να μας προσφέρει ο μιθριδατισμός, η σταδιακή εξοικείωση και αποδοχή πραγμάτων που προηγουμένως θεωρούνταν πολύ επικίνδυνα…

Κάτω από το χαλί της πανδημίας

Κρύβονται και καλύπτονται πολλά και σοβαρά ζητήματα: η μείωση του ΑΕΠ κατά 10% το 2020, η κλιμακούμενη επιθετικότητα της Τουρκίας και οι πιέσεις των Προστάτιδων Δυνάμεων να κάνουμε υποχωρήσεις από κυριαρχικά δικαιώματα, η σαλαμοποίηση της χώρας σε ζώνες συμφερόντων, οι συστηματικές προσπάθειες διάλυσης της παιδείας, η συρρίκνωση του Ελληνισμού. Το καθεστώς της πανδημίας διευκολύνει την προώθηση αυτών των εξελίξεων, ή καθιστά την κοινωνία πιο αξιόμαχη; Ας μην τρέφουμε αυταπάτες. Η κοινωνία δεν έδωσε επιτυχείς εξετάσεις στον ένα χρόνο που πέρασε. Παθητικοποιήθηκε περισσότερο, ένιωσε ότι η κλίμακα των ζητημάτων την ξεπερνά, κλείστηκε στα σπίτια για να προστατευτεί, κανείς δεν ήθελε να βρεθεί σε ένα νοσοκομείο, δέχθηκε χωρίς πολλή σκέψη τις εισηγήσεις των ειδικών… μέχρι που πρόσφατα άρχισε να αμφιβάλλει για πολλά.

Το ερώτημα σε γενικές γραμμές είναι τι μπορεί να μας προσφέρει ο μιθριδατισμός, η σταδιακή εξοικείωση και αποδοχή πραγμάτων που προηγουμένως θεωρούνταν πολύ επικίνδυνα…

Η όποια (μαζική) κίνηση διαμαρτυρίας υπήρξε, αφορούσε θέματα καταστολής (Φύσσας, αστυνομία στα ΑΕΙ, Κουφοντίνας). Δεν τέθηκαν στο επίκεντρο τα φλέγοντα ζητήματα μιας κοινωνίας που ασφυκτιά, δεν εκφράστηκε με πολιτικό τρόπο και μαζικά μια διαμαρτυρία και αντίσταση στα απανωτά μέτρα, δεν υπήρξε μια νηφάλια σκέψη για τη σωστή ιεράρχηση προτεραιοτήτων και αναγκών. Η κοινωνία θύμωνε μεν, προσαρμοζόταν δε. Αφότου είχε διαλυθεί το σύμπαν, τα δίπολα που προβλήθηκαν όταν η κυβέρνηση έκανε την επιλογή «νόμος και τάξη» διευκόλυναν τη γενική σύγχυση.

Με μια έννοια, στο πολιτικό προσκήνιο κάθε οργανισμός συνεχίζει να κάνει (ή να καμώνεται) ό,τι είχε μάθει πριν τα μνημόνια και πριν την πανδημία. Χωρίς να γίνεται ουδεμία σύνθεση, κανένα προχώρημα. Ο επίσημος πολιτικός κόσμος, έχοντας αποδεχθεί την ατζέντα μνημονίων, συστημισμού, παγκοσμιοποίησης, υποταγής στους νέους γεωπολιτικούς συσχετισμούς στην περιοχή, επιδίδεται στη μικροπολιτική αντιπαράθεση και στην ξεπατικωτούρα προτάσεων και μέτρων που υποδεικνύονται από Βρυξέλλες και Πρεσβείες – ακόμα και για θέματα πανδημίας. Ο μη επίσημος πολιτικός κόσμος θεωρεί το ζήτημα της καταστολής ως το μείζον θέμα, αδιαφορεί τελείως για τα υπόλοιπα (και ιδιαίτερα για τα εθνικά) και νομίζει ότι τα καλέσματα για πορείες αποτελούν μια εναλλακτική. Ένα άλλο τμήμα του μη επίσημου πολιτικού κόσμου επενδύει σε μια ιδιαιτερότητα των Ελλήνων και του Έλληνα ως οντότητας ανώτερης και έχουσας άλλων ποιοτικών στοιχείων έναντι του δυτικού πολιτισμού εν γένει… Οι φαντασιώσεις παίζουν αρνητικό ρόλο στις εκτός επίσημου χώρου πολιτικές δυνάμεις.

Τι ζητά η κοινωνία;

Ο Μακρυγιάννης λέει σε ένα σημείο: «Η τύχη μας έχει πάντα λίγους». Είμαστε «λίγοι» και ποιοτικά. Αυτό δεν πρέπει να το ξεχνάμε, και αφορά κυρίως τις κορυφές, τη διανόηση, το πολιτικό προσωπικό. Η κοινωνία σπρώχνεται συνειδητά στον μιθριδατισμό, αλλά αντιστέκεται κιόλας. Με την εξής έννοια: έχει ανοικτότητα, ακούει, δεν είναι κουφή ή αδιάφορη.

Όπως και στα μνημονιακά χρόνια, πολύ περισσότερο τώρα, αυτό που ζητά η κοινωνία δεν είναι απλώς να εκφράσει την αγανάκτησή της. Ζητά σχήματα (και εδώ ας είμαστε όλοι ανοιχτοί στην έννοια σχήματα) που να αναλάβουν την ευθύνη να ξεκαθαρίσουν:

  • Τι ακριβώς συμβαίνει με την πανδημία – κι αυτό πρέπει να γίνει από υπεύθυνους επιστήμονες και με μια νέα ορθολογικότητα, όχι από στελέχη βουτηγμένα στη διαπλοκή των Φαρμακευτικών εταιριών.
  • Ενημέρωση για την πραγματική κατάσταση της οικονομίας, και πρόταση οικονομικής διαχείρισης. Διότι δεν φτάνει ένα «όχι στα μνημόνια – όχι στο χρέος».
  • Στα εθνικά ζητήματα, ζητά φρόνημα, ενημέρωση, επίγνωση των κινδύνων.

Η κοινωνία μένει επιφυλακτική όσο λείπει η τροφοδότηση μιας βιώσιμης εναλλακτικής πρότασης. Οι καταγγελίες και οι διαμαρτυρίες έχουν κουράσει.

Δίπλα, στην Ιταλία, παρόλο που χτυπήθηκε σκληρά από την πανδημία, παρόλο που διέρχεται μια πολιτική κρίση και αλλαγές κυβερνήσεων, παρόλο που την Αριστερά την έχει πάρει ο διάολος, υπάρχουν κινήσεις και διεργασίες που θέτουν θέματα εκπαίδευσης, παραγωγής, μεταφορών, εμβολιασμού με έναν τρόπο πιο κοινωνικό, πιο μετρημένο.

Έτσι τα 200 χρόνια ύπαρξης του νεοελληνικού κράτους συμπίπτουν με μια μεγάλη κρίση ταυτότητας και νοήματος. Συμπίπτουν με μεγάλες εκπτώσεις σε πολλούς και κρίσιμους εθνικούς, εκπαιδευτικούς, πολιτιστικούς και παραγωγικούς τομείς. Συμπίπτουν με μεγάλους κινδύνους συρρίκνωσης και απώλειας κυριαρχίας. Συμπίπτουν, τέλος, με μια σύγχρονη μετανεωτερική Βαβέλ που φιλοδοξεί να εγκλωβίσει μεγάλα τμήματα της κοινωνίας. Επειδή μια κοινωνία χωρίς μπούσουλα πατιέται πιο εύκολα. Και σήμερα τραυματίζεται, ίσως ακρωτηριάζεται από όνειρα, μια ολόκληρη νέα γενιά, και όχι απλά οι γνωστές ευπαθείς ομάδες.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!