Αν μείνουνε τα πράγματα όπως είναι/ είσαστε χαμένοι.
Φίλος σας είναι η αλλαγή/ η αντίφαση σύμμαχός σας.
Από το τίποτα κάτι πρέπει να γίνει/ μα οι δυνατοί πρέπει να γενούνε τίποτα.
Μπ. Μπρεχτ

Σε ξαναείδα στην περσινή πορεία του Πολυτεχνείου κι από τότε συναντιόμαστε και πάλι συχνά -όπως τότε- σε δρόμους και πλατείες. Ως είθισται σε παρόμοιες περιπτώσεις, σε ρώτησα «τι κάνεις;», μα εσύ σχεδόν παρεξηγήθηκες. «Τι θες να κάνω ρε μαλάκα, βουλιάζω», ήταν η πληρωμένη, και ως συνήθως στερούμενη κάθε αίσθησης του σαβουάρ βιβρ, απάντησή σου.
Πορευτήκαμε κάμποση ώρα μαζί, μιλώντας ακατάπαυστα για κείνα που ζήσαμε τότε και τούτα που μας συμβαίνουν σήμερα. Τριάντα ένα ολόκληρα χρόνια είχαμε να ειδωθούμε και η τελευταία φορά ήταν στο αμφιθέατρο, όπου διασταυρώσαμε, ως συνήθως, τα ξίφη μας για το κλάσμα του κλάσματος της σωστής γραμμής, την οποία ο καθείς εξ ημών κατείχε, κατ’ αυθαίρετη και άκρως προνομιακή αποκλειστικότητα.
Έκτοτε χάθηκες. Από κοινούς γνωστούς μάθαινα πως αποσύρθηκες αιφνιδίως, προσχωρώντας στον αμείλικτο πραγματισμό που ήδη άρχιζε να απλώνει το πέπλο του πάνω από τα κοινά μας όνειρα, σκοτεινιάζοντάς τα με τις απαστράπτουσες φωταψίες του. Έφυγες έντιμα, ωστόσο. Χωρίς χολερικές μνησικακίες για τους αμετανόητους (κι ανόητους, όπως ίσως τους χαρακτήριζες τότε), αιθεροβάμονες που άφηνες πίσω σου. Το κυριότερο: δεν εξαργύρωσες κανένα από τα αγωνιστικά σου funds, όπως τόσοι και τόσοι το έπραξαν έκτοτε, ανεβάζοντας στα ύψη το γενικό δείκτη του νεοσύστατου, τότε, Χρηματιστηρίου Πολιτικών Αξιών.
Η επιστροφή σου ήταν επίσης έντιμη, αν και απολύτως απαισιόδοξη. «Φωνάζω γιατί δεν έχω άλλο τρόπο ν’ αντιδράσω. Έχω χάσει, όμως, κάθε ελπίδα», απάντησες στην ερώτησή μου, τη σχετική με το πώς βλέπεις τα πράγματα. Η κουρασμένη επιχειρηματολογία μου περί του αντιθέτου, κάθε άλλο παρά μετέβαλε τη γνώμη σου. Δεν είχες ξεχάσει, πάντως, τον Γκράμσι. Κι ας τον αντέστρεφες μελαγχολικά, γνωμοδοτώντας με βεβαιότητα πως η Απαισιοδοξία της Γνώσης κατισχύει ήδη θριαμβευτικά της Αισιοδοξίας της Θέλησης.
Σε ξαναπέτυχα προ ημερών, τυχαία, σ’ έναν παράδρομο της Σόλωνος. Με ρώτησες παιχνιδιάρικα αν συνεχίζω να ελπίζω και προβόκαρες εκ νέου την ψυχαναγκαστική εμμονή μου στο προαναφερθέν γκραμσιανό μότο. Κουρασμένος κι ο ίδιος από τις ωδύνες των καιρών, σου απάντησα με τον απλοϊκό και στερούμενο κάθε επιχειρηματολογικής στήριξης ισχυρισμό πως «δεν μπορεί, κάτι θα γίνει».
Δεν το πιστεύω την κάθε ώρα, ούτε την κάθε μέρα. Τις στιγμές που με παίρνει από κάτω, οικτίρω τον εαυτό μου για τον απλοϊκό τρόπο με τον οποίο τροφοδοτώ τις ελπίδες μου, παρά το γεγονός ότι δεν στερούμαι συγκεκριμένων ιδεών, δανεισμένων κατά μείζονα λόγο από ιστορικά υποδείγματα-παραδείγματα νικηφόρας μαζικής αντίστασης. Αλλά κάθε φορά που ξαναμαζεύω τα μυαλά μου και πασχίζω να ανακτήσω τη φευγάτη αισιοδοξία μου, δεν παύω να το επαναλαμβάνω: Δεν γνωρίζω με ακρίβεια ούτε το τι, ούτε το πώς, ούτε το πότε, παλιόφιλε. Μα δεν μπορεί, κάτι θα γίνει. Αλλιώς, είμαστε υποχρεωμένοι να απαντήσουμε χωρίς χρονοτριβή στον μακαρίτη τον Μπρεχτ πως, ναι, τα πράγματα θα μείνουνε όπως είναι. Και πως εμείς είμαστε κιόλας χαμένοι.

Ν. Κουνενής
[email protected]

 

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!