Γράφει ο Αλέξανδρος Δαμίγος 

«Η γνώση του πόνου» και «Ο φρικτός κυκεώνας στην οδό Μερουλάνα»του Εμίλιο Γκάντα ανήκουν στη χορεία των μεγάλων βιβλίων της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Διαβάζοντάς τα συνειδητοποιείς ότι δεν είναι από τα κείμενα που μπορείς να κατακτήσεις με μία μόνο ανάγνωση αλλά χρειάζονται περισσότερες αναγνώσεις και περισσότερη εξοικείωση με τον κόσμο του Μεγάλου Λομβαρδού («Il gran Lombardo»). Μια εξοικείωση που θα είναι πληρέστερη αν ο αναγνώστης δεν αρκεστεί μόνο στα βιογραφικά στοιχεία ή στα υπόλοιπα λογοτεχνικά και φιλοσοφικά κείμενα του συγγραφέα αλλά επεκταθεί και σε συγγραφείς που τον επηρέασαν, όπως ο Μαντσόνι και ο Λάιμπνιτς. O Γκάντα ανήκει στους σημαντικότερους συγγραφείς του αιώνα που μας πέρασε και αναμφίβολα έχει μια θέση δίπλα στον Τζόυς και τον Σελίν. Ο Λουίτζι Πιραντέλο, ο Ίταλο Σβέβο και ο Κάρλο Εμίλιο Γκάντα συγκροτούν την ιερή τριάδα των μεγάλων Ιταλών συγγραφέων του εικοστού αιώνα, που εμφανίστηκαν στα γράμματα πριν από τον πόλεμο

Γιατί τα δυο μεγάλα μυθιστορήματα του Γκάντα λένε πως παρέμειναν ημιτελή; Μήπως γιατί έχουμε συνηθίσει τα μυθιστορήματα να έχουν ένα τέλος; Και γιατί να χαρακτηρίζεται ημιτελές κάτι που απλά δεν έχει τέλος; Υπάρχει κάτι στον κόσμο τον πραγματικό που να έχει ένα σαφές και καθορισμένο τέλος;

Ο Μιλανέζος μηχανικός

Ο Γκάντα σπούδασε μηχανικός στο Πολυτεχνείο του Μιλάνου ασκώντας τελικά ένα επάγγελμα που αγαπούσε και μισούσε ταυτοχρόνως. Μεγαλωμένος σε ένα πλούσιο αστικό περιβάλλον έχασε πολύ νωρίς τον πατέρα του (1909).Παρόλο που η οικονομική κατάρρευση είχε ήδη ξεκινήσει νωρίτερα, η μητέρα του αδυνατούσε να υιοθετήσει ένα πιο ταιριαστό τρόπο ζωής ή να πουλήσει την έπαυλή τους στο Longone. Κάτι που τελικά θα κάνει ο συγγραφέας το 1937, ένα χρόνο μετά το θάνατό της. Ενώ ακόμα φοιτούσε στο Πολυτεχνείο, ο νεαρός Γκάντα θα βρεθεί ως εθελοντής στον Πρώτο Πόλεμο στο Σώμα Αλπινιστών. Θα πιαστεί αιχμάλωτος και θα οδηγηθεί σε στρατόπεδο στην Αυστρία το 1917. Με την επιστροφή του, μετά το τέλος του πολέμου,πληροφορείται το θάνατο του αδελφού του Ενρίκο,που ήταν πιλότος. Στη συνέχεια εργάζεται ως μηχανικός στην Αργεντινή, το Βέλγιο, τη Λωραίνη, την Τουλούζη και το Βατικανό. Ο φασισμός της κοινωνίας που τον περιβάλλει θα μεγαλώσει την μελαγχολία, την πικρία και την μισανθρωπία του και θα τον οδηγήσει σε ένα είδος απομόνωσης. Σπουδάζει φιλοσοφία και το 1940 τα παρατάει όλα και αφιερώνεται αποκλειστικά πια στο συγγραφικό του έργο.

 Ο Γκάντα και το μπαρόκ

 

«Είναι το μεγάλο καζάνι της ζωής, είναι η ατέλειωτη “στρωματοποίηση” της πραγματικότητας, είναι το αδιάλυτο μπέρδεμα της γνώσης αυτό που ο Γκάντα ενδιαφέρεται να απεικονίσει. Όταν αυτή η εικόνα της οικουμενικής πολυπλοκότητας που καθρεφτίζεται στο κάθε αντικείμενο ή γεγονός φτάνει στον πιο ακραίο παροξυσμό, είναι μάταιο να αναρωτιόμαστε αν το μυθιστόρημα προορίζεται να μείνει ανολοκλήρωτο ή αν θα μπορούσε να συνεχιστεί επ’ άπειρο δημιουργώντας νέους στροβίλους στο εσωτερικό του κάθε επεισοδίου…» (Ίταλο Kαλβίνο)

Ας θέσουμε λίγα ερωτήματα:Είναι μπαρόκ ο Γκάντα; («Μπαρόκ είναι ο κόσμος και ο Γκάντα το αντελήφθη και απεικόνισε τον μπαρόκ χαρακτήρα του»). Είναι μπαρόκ ο αγαπημένος του Καραβάτζο; Είναι μπαρόκ ο ρεαλισμός του, η απόδοση της λεπτομέρειας, η πραγματικότητα που μπορεί να εγκλωβιστεί σε ένα κομμάτι ζεστό ψωμί ή σε ένα παιχνίδισμα μιας σκιάς πάνω στον τοίχο;

«Το Μπαρόκ επεδίωκε να διαλύσει τη βεβαιότητα της πλαστικής μορφής μέσα στην κυματοειδή και ασύλληπτη κίνηση της ατμόσφαιρας και να προκαλέσει την αίσθηση του απέραντου και του ανοιχτού βάθους σπάζοντας κάθε συνθετική και μορφολογική ισορροπία… Το Μπαρόκ συλλαμβάνει το χώρο ως θραύσμα και τη σύνθεση αποσπασματικά». (Μάνος Στεφανίδης από την Ιστορία της Ζωγραφικής)

Ένας μεγάλος συγγραφέας καταφέρνει πάντα να γεμίζει ένα κενό της πραγματικότητας, που ο ίδιος ο αναγνώστης δεν υποψιάζεται καν την ύπαρξή του. Τα έργα του Γκάντα ξεφεύγουν από αυτό τον κανόνα καθώς δείχνουν να θέλουν να καλύψουν ένα σύμπαν κορεσμένο, χώρους ήδη υπερπλήρεις.

Αλλά ας αφήσουμε την ζωγραφική και ας δώσουμε για λίγο το λόγο στον συγγραφέα προκειμένου να μας διαφωτίσει για το τι είναι μπαρόκ:

«Ένα βιολοντσέλο είναι όργανο μπαρόκ, ένα κοντραμπάσο, καλύτερο και από περίπατο στη νύχτα, το μηριαίον οστούν με τους σχετικούς κονδύλους είναι ένα οστούν μπαρόκ, η πύελος παρομοίως, το ήπαρ είναι ένας πολτός μπαρόκ, τα οπίσθια της κούκλας της περίφημης μοδίστρας Arpalice είναι μπαρόκ, η καμπούρα της καμήλας είναι μπαρόκ, το στομάχι του δικαστή Mamurra, μπαρόκ κοιλαρά, ήταν μπαρόκ, οι ήχοι του τρομπονιού στο κλειδί του φα είναι ήχοι μπαρόκ, τα φασόλια, οι κολοκύθες, τα επιμήκη καρπούζια είναι επίσης παρεκκλίσεις προς το μπαρόκ της ενδελέχειας των κολοκυθιών και των καρπουζιών όπως ακριβώς η ίδια η φύση τα δημιουργεί». (Χαρά Σαρλικιώτη από την εισαγωγή στη «Γνώση του πόνου»)

Αφού διαφωτιστήκαμε πλήρως από τον ίδιο τον Γκάντα για το τι είναι μπαρόκ,ας περάσουμε στο κυρίως πιάτο… το παστίτσιο!

 

Ο Γκάντα, η γλώσσα και το… παστίτσιο

«Ο Γκάντα θεωρεί πως τα αντικείμενα, τα πρόσωπα και τα γεγονότα βρίσκονται σε συνεχή αλληλεξάρτηση και αλληλεπίδραση, αποτελώντας την πραγματικότητα η οποία συνεχώς αλλάζει, μετατρέπεται, μεταμορφώνεται… Οι άπειροι τρόποι ύπαρξης και οι πολλαπλές σημασίες μπορεί να καταδειχθούν μόνο μέσα από μια γλώσσα διαρκώς ευκίνητη και ευμετάβλητη. Ο Γκάντα μας καλεί να ξαναβυθίσουμε τις λέξεις στην περιδινούμενη “ρευστότητα” της γλώσσας, να επικαλεστούμε τις “εικοσιτρείς σημασίες” τους που πιστεύει πως διαθέτουν…Κάθε αντικείμενο, κάθε γεγονός επιδέχεται αναρίθμητες σημασίες, και η απεικόνιση-περιγραφή αυτής της πολλαπλότητας προϋποθέτει μια μη συμβατική ή μονοδιάστατη αντίληψη της πραγματικότητας, επομένως και της γλώσσας. Για να αποσαφηνιστούν οι σχέσεις μεταξύ των αντικειμένων αξιοποιούνται οι μετωνυμίες, οι μεταφορές καθώς και οι γραμματικοί τύποι που συχνά με κωμικά αποτελέσματα υπογραμμίζουν τη λειτουργία και την ιδιαιτερότητά τους». (Χαρά Σαρλικιώτη από την ίδια εισαγωγή)

Εάν σε όλα αυτά τώρα προσθέσουμε και τη χρήση όρων (υπαρκτών και μη υπαρκτών)και λέξεων από τις φυσικές επιστήμες, την ιατρική, τη βιολογία, τη φιλοσοφία, τη λόγια γλώσσα λογοτεχνών του παρελθόντος,ξένες γλώσσες και ιταλικές διαλέκτους, τότε φτάνουμε σε ένα μοναδικό παστίτσιο (pasticcio ή pastiche). «Μια μείξη στοιχείων φαινομενικά αταίριαστων, μια γκροτέσκα διαστρέβλωση και απομυθοποιητική κοροϊδία σαν μίμηση της παραμόρφωσης που ενυπάρχει στην πραγματικότητα, για να αποκαλυφθούν η μυωπική “κοινή” λογική και η κενότητα των ιδεολογιών».Κι εδώ ακριβώς βρίσκεται το μεγάλο πρόβλημα της διάδοσης των έργων του Γκάντα μέσω μεταφράσεων.

 

Γκάντα ο εγκυκλοπαιδιστής

Λίγα ακόμα ερωτήματα: Γιατί τα δυο μεγάλα μυθιστορήματα του Γκάντα λένε πως παρέμειναν ημιτελή; Μήπως γιατί έχουμε συνηθίσει τα μυθιστορήματα να έχουν ένα τέλος; Και γιατί να χαρακτηρίζεται ημιτελές κάτι που απλά δεν έχει τέλος; Υπάρχει κάτι στον κόσμο τον πραγματικό που να έχει ένα σαφές και καθορισμένο τέλος;

Ο Γκάντα γράφει σαν εγκυκλοπαιδιστής με στόχο να παρουσιάσει το σύνολο της πραγματικότητας που περιβάλλει τους ήρωές του. Ως εκ τούτου είναι λογικό να προσκρούει συνεχώς στο μη πραγματοποιήσιμο του ουτοπικού σχεδίου του να τα περιγράψει όλα, να ξεδιπλώσει το κουβάρι που λέγεται «κόσμος» και συνεπώς να ολοκληρώσει το έργο του.

Ο φασισμός της κοινωνίας που περιβάλλει τον Γκάντα, θα μεγαλώσει την μελαγχολία, την πικρία και την μισανθρωπία του και θα τον οδηγήσει σε ένα είδος απομόνωσης

Γκάντα ο κατακτητής

Ένας μεγάλος συγγραφέας καταφέρνει πάντα να γεμίζει ένα κενό της πραγματικότητας, που ο ίδιος ο αναγνώστης δεν υποψιάζεται καν την ύπαρξή του. Υπήρχε ένα κενό που κάλυψε η «Μαντάμ Μποβαρύ», ένα άλλο που κάλυψε η «Μεταμόρφωση» (ακόμα και το Φανταστικό είναι μέρος της πραγματικότητάς μας), κ.λπ. Τα έργα του Γκάντα ξεφεύγουν από αυτόν τον κανόνα καθώς δείχνουν να θέλουν να καλύψουν ένα σύμπαν κορεσμένο, χώρους ήδη υπερπλήρεις. Πασχίζουν να στριμωχτούν δημιουργώντας σύγχυση στους βολεμένους και ικανοποιημένους αναγνώστες. Στην προσπάθειά τους να κατακτήσουν τη θέση τους, προκαλούν… λογοτεχνική παρενόχληση! Το όπλο τους είναι μια γλώσσα πυκνή, μια γλώσσα λογοτεχνική που μοιάζει να υιοθετεί όλους τους κανόνες την ίδια στιγμή που τους καταστρατηγεί. Μια λογοτεχνία άβολη σε έναν κόσμο που πιστεύει,όχι άδικα,ότι όλα έχουν ειπωθεί…

Ο Γκάντα στην Ελλάδα

Δύο έργα του έχουν μεταφραστεί στη γλώσσα μας:

  1. Η γνώση του πόνου από τις εκδόσεις Άγρα («La cognizione del dolore» 1938-1941 σε περιοδικό και στη συνέχεια το 1963 και 1970 με την προσθήκη δύο ακόμη ανέκδοτων κεφαλαίων) σε μετάφραση Χαράς Σαρλικιώτη με μια εξαιρετική εισαγωγή της. Η υποδειγματική αυτή έκδοση συνοδεύεται από εργοβιογραφία και επίμετρα του Μοντάλε και του Παζολίνι, που λάτρευε τον Γκάντα.
  2. Ο φρικτός κυκεώνας στην οδό Μερουλάνα, εκδ. Φόρμα 1991 («Quer pasticciaccio brutto de via Merulana» 1946-1957) σε μετάφραση Κώστα Κουντούρη με πρόλογο του Καλβίνο και εκτενές μεταφραστικό σημείωμα. Αν κρίνω από το τελευταίο, ο μεταφραστής πρέπει να έχει κάνει τουλάχιστον αξιόλογη προσπάθεια να μεταφράσει ένα βιβλίο που για πολλούς θεωρείται αδύνατον να αποδοθεί σε άλλη γλώσσα.
Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!